0
Your Καλαθι
Κοινότοπη χώρα
Όψεις του δημόσιου χώρου και αντινομίες αξιών στη σημερινή ελλάδα
Έκπτωση
20%
20%
Περιγραφή
Στο πέρασμα από τον εικοστό πρώτο αιώνα η ελληνική κοινωνία γίνεται, άραγε, «όπως οι άλλες»; Ποια ρεύματα ιδεών και μορφώματα αξιών και ποια κοινωνικά υποκείμενα στηρίζουν τις μυθολογίες του εκσυγχρονισμού και της αντίστασης σ' αυτόν, τις εκκλήσεις για πλήρη ενσωμάτωση και αυτές για αντίσταση στην απότομη «εθνική προσγείωση»;
Η Κοινότοπη χώρα επιχειρεί να φωτίσει πλευρές της ύστερης ελληνικής νεωτερικότητας ανιχνεύοντας σημαντικές αντινομίες στον πολιτισμό και στην κοινωνικοπολιτική φυσιογνωμία της χώρας. Παρά την πληθωρική φιλολογία περί του αντιθέτου, το βιβλίο υποστηρίζει ότι ένας εκτεταμένος κοινωνικός και πολιτικός εκσυγχρονισμός έχει σε μεγάλο βαθμό επιτευχθεί. Τα αποθέματα των εθνικών εξαιρέσεων λιγοστεύουν καθώς ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 εγκαθιδρύεται μια φιλελεύθερη δημοκρατία του Κέντρου που διαχειρίζεται την πολιτικο-ιδεολογική εξημέρωση των ηθών και την πολιτική αποδιοργάνωση των λαϊκών υποκειμένων. Ωστόσο, τα χαρακτηριστικά αυτής της δημοκρατίας έχουν ήδη προαναγγελθεί στο πεδίο της κουλτούρας και της εμπορικής δημοσιότητας όπου εδώ και χρόνια εικονογραφείται το πρόσωπο ενός «σύγχρονου έθνους». Από το ψευδοηδονικό ατομικισμό του life-style μέχρι την αναθεώρηση της Ιστορίας με την «αποστείρωσή» της από τις αγωνιστικές της αντιθέσεις, από τη στροφή προς τον ιδιωτικό χώρο και το οικογενειακό κέλυφος μέχρι την αναβάπτιση του εθνικού φαντασιακού στις φωταγωγίες μιας ναρκισσευόμενης «ισχυρής Ελλάδας», η πρόσφατη περίοδος προσφέρει σημαντικές αφορμέςς για τον κριτικό κοινωνικό στοχασμό. Βιβλίο για να στοχαστούμε συλλογικά τα δήθεν αυτονόητα καθεστώτα της συντήρησης και της προόδου καθώς και τα πρότυπα ενσωμάτωσης και πολιτισμικής ιδιαιτερότητας που διασταυρώνονται στον εγχώριο δημόσιο χώρο.
Στη μεθόριο νεωτεριστικών παραδοχών και νεορομαντικών αρνήσεων, η Κοινότοπη Χώρα μας καλεί σε ανανέωση των εργαλείων της κριτικής θεωρίας και της ριζοσπαστικής πολιτικής πράξης
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η ενασχόληση της κοινωνικής επιστήμης και της πολιτικής ανάλυσης με τη συγχρονία, με το πολύ πρόσφατο παρελθόν και τις μετεξελίξεις του στον παρόντα χρόνο, δεν είναι ποτέ εύκολη υπόθεση. Πρόκειται για εγχείρημα υψηλού ρίσκου που, ιδίως στη μικρή και ανασφαλή ακαδημαϊκή γειτονιά τού τόπου μας, μόνον κινδύνους μπορεί να εγκυμονεί για όποιον το αναλαμβάνει. Εντούτοις, χωρίς την ανάληψη αυτού του ρίσκου, η κοινωνική επιστήμη παραμένει αποκομμένη από τη ρέουσα πραγματικότητα, η κριτική της δύναμη απομειώνεται και η σημασία της ως λόγου επιφορτισμένου να φωτίζει με νέους, παραγωγικούς και αποκαλυπτικούς τρόπους τα κοινωνικά και πολιτικά διακυβεύματα τελικά ακυρώνεται. Ο Νικόλας Σεβαστάκης ανήκει σε εκείνους που τολμούν να πάνε κόντρα στο ρεύμα και να ρισκάρουν την αναμέτρηση με ό,τι συνθέτει τη σημερινή Ελλάδα: με τους αξιακούς άξονες, τις κοινωνικές πρακτικές και τις πολιτισμικές λογικές που την αρθρώνουν και τη διχάζουν, με τους λόγους τής συνοχής και τους λόγους τής αντίστασης, αλλά και τις υπόρρητες ή και απωθημένες διαπλοκές που συχνά τους συνδέουν. Και το ρίσκο αποδίδει. Αποδίδει γιατί ο Σεβαστάκης τολμά να αναζητήσει το πρωτότυπο υλικό του εκεί που άλλοι θα σταματούσαν, υποτασσόμενοι στο φορμαλισμό και τον καθωσπρεπισμό τής ελληνικής πανεπιστημιακής παραγωγής.
Ετσι, στη σφαιρική και πολύπλευρη χαρτογράφηση του ελληνικού δημόσιου λόγου που μας παρουσιάζει, κομβικοί τόποι εκείνου που οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν popular culture -όπως η αρθρογραφία των περιοδικών lifestyle- αποκτούν επιτέλους τη θέση που τους αξίζει ως δόκιμα αντικείμενα επιστημονικής διερεύνησης, ως ουσιώδεις δίαυλοι κριτικής κατανόησης των ιδεολογικών ζυμώσεων των τελευταίων ετών. Αποδίδει επίσης, γιατί ο συγγραφέας προσεγγίζει το σύνθετο αυτό υλικό -μια πληθώρα ρηματικών σπαραγμάτων από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 μέχρι σήμερα- με μια θεωρητικά εναργή και ψύχραιμη ματιά, που του επιτρέπει να αναδείξει τα όρια και τις αγκυλώσεις ερμηνευτικών σχημάτων που κυριαρχούν μέχρι σήμερα στην ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας. Η πρωτοτυπία της «Κοινότοπης χώρας...» είναι ότι μας αποκαλύπτει μιαν Ελλάδα που ενώ ήταν και είναι δίπλα μας, συχνά την αγνοούμε, αφού τα νοητικά σχήματα (επιστημονικά και πολιτικά) που έχουμε στη διάθεσή μας για να την προσεγγίσουμε, μάλλον αποκρύπτουν ουσιώδεις διάστασεις της και συχνά μάς παγιδεύουν σε στερεοτυπικές προκατανοήσεις.
Βασικό μέλημα του βιβλίου είναι η καταγραφή των όρων μετάβασης στη «νέα εποχή» της ελληνικής πραγματικότητας. Εδώ μια σειρά θεωρητικών αναφορών (κυρίως στο έργο του Fredric Jameson και του Raymond Williams) χρησιμοποιούνται για τη σύνθεση ενός αναλυτικού πλαισίου των πολιτισμικών λογικών που συνθέτουν κάθε κοινωνικό σχηματισμό. Εκκινώντας από τη θεώρηση του Jameson περί μεταμοντερνισμού ως πολιτισμικής λογικής που εντατικοποιεί τον καταναλωτικό καπιταλισμό, και μάλιστα σε ένα πλαίσιο που απαξιώνει κάθε πολιτική συμμετοχή αλλά και την ίδια τη δυνατότητα συστημικής αλλαγής, ο Σεβαστάκης υποστηρίζει πως -αν και χωρίς να διαπερνά όλες τις πτυχώσεις τής συλλογικής ζωής- «στην Ελλάδα τής δεκαετίας του 1990 μια ορισμένη μετανεωτερική παραλλαγή καθίσταται κυρίαρχη σε μεγάλο τμήμα των κοινωνικών πρακτικών της ιδιωτικής κατανάλωσης και του πολιτισμού των μαζών» (σελ. 27). Αυτή η κυρίαρχη πολιτισμική λογική -που θα συνδεθεί ιδιότυπα με τον εκσυγχρονιστικό (μετα)πολιτικό λόγο- θα αναδείξει τελικά, στο επίπεδο της μαζικής κουλτούρας, τη νέα διαιρετική τομή μεταξύ «παρωχημένου» και «σύγχρονου», προωθώντας τον καταναλωτικό ηδονισμό μιας νέας εθνικής αυτοπεποίθησης πέρα από τη μιζέρια τής «παρωχημένης» Ελλάδας. Είναι απολύτως ορθή η παρατήρηση του Σεβαστάκη ότι έτσι η αντίθεση μεταξύ παρωχημένου και σύγχρονου, ο λεγόμενος πολιτισμικός δυϊσμός, «ορίστηκε, σχεδόν καταχρηστικά, ως ύπατος νοηματικός ορίζοντας της ελληνικής ύστερης νεωτερικότητας» (σελ. 75).
Πού ακριβώς έγκειται ο καταχρηστικός αυτός χαρακτήρας; Κατ' αρχάς στο γεγονός ότι η εικόνα τής αμφίρροπης μάχης ανάμεσα στο παρωχημένο και το σύγχρονο, τον εκσυγχρονισμό και τον αντι-εκσυγχρονισμό, μας προσφέρει μια ιδεολογικοποιημένη εικόνα των σχετικών ιδεολογικών ζυμώσεων: «η ίδια όμως η ιδέα του πολιτισμικού δυϊσμού έχει αποτελέσει, εδώ και μία δεκαετία τουλάχιστον, ένα πολύ συγκεκριμένο πολιτικό εργαλείο νομιμοποίησης και πολύ λιγότερο μια ενδιαφέρουσα υπόθεση για τις αντινομίες τής σημερινής ελληνικής ιδεολογίας» (σελ. 155). Μια προσεκτικότερη προσέγγιση αποκαλύπτει ότι η πολιτισμική λογική του καταναλωτικού εκσυγχρονισμού είναι πλέον ακλόνητη. Και φυσικά, σε καμιά περίπτωση δεν απειλείται από τις σπασμωδικές εκδραματίσεις ενός νεορομαντικού εθνικισμού. Αν το εκσυγχρονιστικό πρόταγμα τελικά αναλώθηκε στη νομιμοποίηση της ένταξής μας στην παγκοσμιοποιημένη πολιτισμική λογική του υπερ-καταναλωτικού καπιταλισμού (εξού και ο ισχνός χαρακτήρας του), οι αντιδράσεις εναντίον τού εκσυγχρονισμού δεν στάθηκαν ικανές να αρθρώσουν κανέναν πειστικό εναλλακτικό προσανατολισμό και παρέμειναν τελικά ισχνότατοι «μεμονωμένοι θόρυβοι και απονενοημένα διαβήματα στο περιθώριο τού υλικού χρόνου και των εμπειρικών επιτευγμάτων τού έθνους» (σελ. 111). Τελικά, ιδωμένο στο πλαίσιο της πολιτισμικής λογικής της «νέας εποχής», το δίπολο εκσυγχρονισμός/αντιεκσυγχρονισμός αποκαλύπτεται σε ένα σχήμα παράστασης των κοινωνικο-ιδεολογικών ζυμώσεων που χαρακτηρίζεται εξίσου -αν όχι περισσότερο- από το συμβιωτικό χαρακτήρα του και τη διαπλοκή των συνιστωσών του, παρά από την κάθετη ή αμφίρροπη αντίθεση κυρίαρχης και καταλοιπικής κουλτούρας. Προς επίρρωση της διαπίστωσης αυτής, ο Σεβαστάκης επισημαίνει μια σειρά από υβριδικά φαινόμενα «αξιακής διγαμίας», καθώς και ορισμένες κοινές προκείμενες εκσυγχρονισμού και αντιεκσυγχρονισμού που θολώνουν κάθε μονοσήμαντη ερμηνεία -όπως η πρόσδεση και των δύο στον αστερισμό της μετα-πολιτικής (σελ. 148).
Περισσότερο υπαινικτικό παρά καταγγελτικό, καίριο αλλά όχι πυροτεχνηματικό, το ραφιναρισμένο ύφος του Σεβαστάκη -που είχε αναδειχθεί σε επιδέξιο χειριστή του δοκιμιακού λόγου ήδη από την Αλχημεία της ευτυχίας- καθιστά τούτη την παρέμβαση κείμενο αναφοράς για την εναργή ανάλυση και κατανόηση της σύγχρονης ελληνικής πολιτισμικής, κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας. Ελπίζουμε να προκαλέσει τη συζήτηση που αξίζει και να συμβάλει στον απαραίτητο αναπροσανατολισμό των όρων προσέγγισης και ερμηνείας της ημέτερης ύστερης νεωτερικότητας. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι το βιβλίο κυκλοφορεί σε μια ιδιαίτερα επιμελημένη έκδοση από τις εκδόσεις Σαββάλα (ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο εξώφυλλο, που αναπαράγει έργο του Βλάση Κανιάρη), των οποίων η σειρά «Κοινωνικές επιστήμες» -υπό τη διεύθυνση του Μιχάλη Σπουρδαλάκη- έχει πολύ γρήγορα αποκτήσει μια αξιοζήλευτη αίγλη μέσα από την ποιότητα και το εύρος του καταλόγου της.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 21/01/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις