0
Your Καλαθι
Φλέγομαι
Μυθιστορηματική βιογραφία του Βλαδίμηρου Μαγιακόβσκι
Περιγραφή
Το «Φλέγομαι» είναι ένα εκρηκτικό μυθιστόρημα, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος. Το βιβλίο είναι σαν μια τεράστια πυρκαγιά που εξαπλώνεται συνεχώς και οδηγεί στην αναπόφευκτη αυτοκτονία του Μαγιακόφσκι. Η έρευνα την οποία έκανε ο συγγραφέας, όπως θα αντιληφθεί ο αναγνώστης, είναι πραγματικά βαθιά, και παρόλο που το βιβλίο έχει μυθιστορηματική υφή, παρελαύνουν μέσα από τις σελίδες του ιστορικά πρόσωπα, ποιητές, καλλιτέχνες, και θεωρητικοί, οι οποίοοι εξηγούν με πάθος τις απόψεις τους και διαπληκτίζονται ή συμφωνούν στο πλαίσιο μιας εποχής που πραγματικά έφερε «τον κόσμο ανάποδα». Εύκολα ξεχνάει κανείς ότι αυτός που αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο είναι ο Σέβε.
Ο Σέβε έχει γλώσσα, ταμπεραμέντο και καλλιτεχνική φαντασία -ιδιότητες που τον καθιστούν ικανό να φέρει εις πέρας την ταύτισή του με τον Μαγιακόφσκι. Το λιγότερο που μπορώ να πω είναι: εντυπωσιακό!
Aftonbladet
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τη δεκαετία του 1980, παρά το γεγονός ότι το μεταπολιτευτικό, επαναστατικό κλίμα είχε αρχίσει να καταλαγιάζει, ο Μαγιακόφσκι εξακολουθούσε να βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Τα ποιήματά του κυκλοφορούσαν σε διάφορες μεταφράσεις, εκδίδονταν η αλληλογραφία, τα μανιφέστα και οι πολιτικές του παρεμβάσεις. Δίπλα στον Μαγιακόφσκι, οι σύντροφοι και συναγωνιστές του έδιναν επίσης το παρών, σε αφιερώματα του Φιλμ, σε κινηματογραφικά αφιερώματα, σε εκδόσεις. Ο Αϊζενστάιν, ο Τζίγκα Βερτόφ και ο κινηματογράφος-μάτι, ο Τάτλιν και ο Μέγερχολντ, ο Μπουλγκάκοφ και ο Μπουρλιούκ, η Ποπόβα συντρόφευαν όλους όσοι ενδιαφέρονταν για τις εξελίξεις στην τέχνη και στην πολιτική που πυροδότησαν το όραμα της Επανάστασης και η συγκεκριμένη πρακτική της στην πρώιμη ΕΣΣΔ. Έπειτα ο σοσιαλισμός άρχισε να καταρρέει με ταχείς ρυθμούς και συμπαρέσυρε στην πτώση του δικαίους και αδίκους, επαναστάτες και γραφειοκράτες, ποιητές και γραφιάδες, δολοφονημένους και αυτόχειρες, υποστηρικτές και πολέμιους του καθεστώτος, με έμφαση φυσικά σε όσους έζησαν στη χώρα της Οκτωβριανής Επανάστασης και δεν επέλεξαν για τους δικούς του λόγους ο καθένας την αυτοεξορία ή τη σιωπή.
Είκοσι χρόνια αργότερα, την ώρα που η δεκαετία του '20 και η αισθητική της πρωτοπορία επανέρχονται στο προσκήνιο ως πρόταση απάντησης στις νέες απορίες, εκδίδονται και πάλι δύο βιβλία για τον Μαγιακόφσκι: μια επιλογή ποιημάτων του από τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο (Μαγιακόφσκι Τα εύκολα και τα δύσκολα, Ελληνικά Γράμματα) και η μυθιστορηματική βιογραφία του από τον Τούρμπγιερν Σέβε, με τον χαρακτηριστικό τίτλο, δάνειο από ένα ποίημα του Μαγιακόφσκι, Φλέγομαι. Η μετάφραση της βιογραφίας αυτής δεν περιλαμβάνει πολλά ποιήματα από την εξαίρετη δουλειά του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου.
Είναι βέβαιο ότι οι περίπου 650 σελίδες της βιογραφίας του Μαγιακόφσκι κόστισαν στον Σέβε ατελείωτες ώρες εργασίας, τόσο για την αναζήτηση όσο και για τη σύνθεση του υλικού του ο όγκος των πληροφοριών που χρησιμοποιεί με τη βέλτιστη οικονομία είναι εντυπωσιακός. Χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη τα ίδια τα κείμενα του Μαγιακόφσκι, την αυτοβιογραφία του, που ο ποιητής συμπλήρωσε και ολοκλήρωσε δύο χρόνια πριν από τον θάνατό του και της οποίας αποσπάσματα παραθέτει αυτούσια, τα ποιήματά του, τα μανιφέστα και τις επιστολές του, αλλά και μια σειρά ιστορικά ντοκουμέντα που ανασυνθέτουν με κάθε λεπτομέρεια την εποχή πριν από την Επανάσταση, την άνθηση και την απολίθωσή της, ο Σέβε σκιαγραφεί ένα ρεαλιστικότατο πορτρέτο του ποιητή. Ταξινομεί το πολυσύνθετο υλικό του με τρόπο ευφυή και αφηγηματικά αποτελεσματικό: η αφήγηση αρχίζει στις 26 Μαρτίου και ολοκληρώνεται στις 14 Απριλίου 1930: στις 26 Μαρτίου ο Μαγιακόφσκι βρίσκεται στην κλινική με κατάθλιψη· στις 14 Απριλίου αυτοκτονεί με μια σφαίρα στην καρδιά. Ο Σέβε, παρακολουθώντας κατ' επίφασιν γραμμικά τις 18 αυτές ημέρες, τη μία μετά την άλλη, πραγματοποιεί μαζί με τον ποιητή ένα ταξίδι στον χρόνο και κλείνει στα λίγα αυτά εικοσιτετράωρα την ιστορία των 37 χρόνων του. Η ημερομηνία παραμένει σταθερή, όλα τα κεφάλαια αρχίζουν στο παρόν, το 1930 της απογοήτευσης· και αμέσως μετά ο χρόνος κυλάει ελεύθερα, κυματοειδώς, αναδεικνύοντας τα κύρια γεγονότα της βιογραφίας του ποιητή, από τη νεανική ηλικία του ώς το τέλος. Αυτή η χρονική διάχυση, η οποία διαρθρώνεται με βάση το 18ήμερο των Παθών, λειτουργεί σωτήρια για την αφήγηση σε δύο επίπεδα: αφενός της επιτρέπει να απεργάζεται την ίδια της την ερμηνεία και αφετέρου επιτρέπει στον αναγνώστη να σχηματίσει την εικόνα της πραγματικότητας με τον τρόπο του ποιητή, αποσπασματικά, αυθόρμητα, με πάθος, αμφιβολία και θλίψη.
Λίγα χρόνια πριν από την αυτοκτονία του και ενώ ζούσε έναν ακόμη θυελλώδη έρωτα, το τέλος του οποίου θα τον βυθίσει σε πιο βαθιά κατάθλιψη, ο Μαγιακόφσκι συνόψισε σε ένα τρίγωνο το νόημα της ζωής: τέχνη, σεξουαλικότητα, επανάσταση. Το νόημα πρώτα και κύρια της δικής του ζωής. Τέχνη: πρώιμος αναγνώστης και ποιητής, θα γράψει το πρώτο του ποίημα στις 26 Μαρτίου 1910. Φουτουριστής, ποιητής της Επανάστασης στη συνέχεια, ο Μαγιακόφσκι δεν θα απαρνηθεί ποτέ την πρόκληση. Ακόμη και όταν απαρνιέται την κίτρινη μπλούζα των φουτουριστικών του εκρήξεων και το Σύννεφο με παντελόνια και ο Αυλός των σπονδύλων ανήκουν πια στο παρελθόν, όταν ζωγραφίζει αφίσες για την Επανάσταση ή όταν γράφει παιδικά βιβλία, ο Μαγιακόφσκι διατηρεί ατόφια την ισοπεδωτική ορμή και την ανατρεπτική αισθητική του, την καθολική του άρνηση για τον κομφορμισμό, το χιούμορ και τον σαρκασμό του, τον έρωτά του για την καθημερινή επανάσταση. Σεξουαλικότητα: από τη Μαρία, την πρώτη του αγάπη, ως τη Νόρα, την τελευταία, διά μέσου της θυελλώδους σχέσης του με τη Λίλι Μπρικ, που σφράγισε όλη του τη ζωή, ο Μαγιακόφσκι θα καταφεύγει μονίμως στον έρωτα, θα τον χαίρεται με πάθος και με το ίδιο πάθος θα θρηνεί την εφήμερη πνοή του. Ο έρωτας και η επανάσταση συδαυλίζουν την παραφορά του, ως την τελική αυτοπυρπόληση. Επανάσταση: θα την πιστέψει με όλη του τη δύναμη, θα την υπηρετήσει με όλη του τη φλόγα, θα την κρίνει με όλη του την αυστηρότητα και θα διαπιστώσει και τη δική της προσωρινότητα. Ενθουσιώδης και διαυγής, ανυποχώρητος και απελπισμένος, ο Μαγιακόφσκι θα σφραγίσει με τον θάνατό του το τέλος της σοσιαλιστικής αθωότητας.
Ο Σέβε και ο Γρ. Κονδύλης, με την εύστοχη και καλοδουλεμένη μετάφρασή του, ζωντανεύουν τον ποιητή της πίστης και της ανυπακοής, του έρωτα και της διαρκούς εξέγερσης και προτείνουν τον λόγο του ως απάντηση στις σύγχρονες ιδεολογικές αναζητήσεις.
Τιτίκα Δημητρούλια, ΤΟ ΒΗΜΑ, 09-09-2001
Απόσπασμα του βιβλίου
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
Για τα ποιήματα του Μαγιακόφσκι -πολλά εκ των οποίων θα βρει ο αναγνώστης και στο ανά χείρας βιβλίο- ο Σέβε σημειώνει: «Tα ποιήματα του Μαγιακόφσκι έχουν παλαιότερα μεταφραστεί από τους Lindqvist, Aspenstrom, Harding/Jangfeldt και Palmoer. Δεν χρησιμοποίησα, αυτές τις μεταφράσεις, αλλά στηρίχτηκα σε αγγλικές και γαλλικές εκδοχές, από τη συλλογή της βιβλιοθήκης Σαλτικόφ-Στσεντρίν του Λένινγκραντ, μεταξύ άλλων. Επίσης, σε μερικές περιπτώσεις, επέτρεψα στη δική μου ποιητική αντίληψη και να "διανθίσει" και να κάνει πιο "σφιχτό" τον στίχο». Οι ελληνικές μεταφράσεις ποιημάτων του Μαγιακόφσκι είναι αρκετές. Γνωστές είναι οι μεταφράσεις του Ρίτσου, του Αλεξάνδρου και άλλων πολλών, όπως είναι ο Ο. Ελύτης, ο Α. Πάρνης, ο Ν. Παππάς, ο Κ. Κουλουφάκος, ο Γ. Σαραντής, ο Α. Δικταίος και ο Π. Ανταίος. Σίγουρα θα υπάρχουν κι άλλοι. Προτιμήσαμε να μεταφράσουμε τους "διανθισμένους" και "σφιχτούς" αντάμα στίχους του Σέβε, εν μέρει. Και λέμε "εν μέρει", διότι κατά τη διάρκεια της μετάφρασης του Φλέγομαι κυκλοφόρησε το βιβλίο του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου Μαγιακόφσκι - Τα εύκολα και τα δύσκολα από τα «Ελληνικά Γράμματα», θεωρήσαμε ότι οι μεταφράσεις των ποιημάτων του Μαγιακόφσκι από τον Αλεξανδρόπουλο ήταν πιο κοντά στο πνεύμα του Μαγιακόφσκι-Σέβε. Ο κ. Αλεξανδρόπουλος μας παραχώρησε ευγενώς την άδεια να χρησιμοποιήσουμε τις μεταφράσεις του. Τον ευχαριστούμε πολύ γι' αυτό, και εγώ ως μεταφραστής και η Χρύσα Γεωργακοπούλου, υπεύθυνη των εκδόσεων SCRIPTA.
Γρηγόρης Ν. Κονδύλης
Ονειρεύτηκα πως συνομιλούσα με τον Μαγιακόφσκι. Δεν υπήρχε κανένας άλλος στο δωμάτιο, και καθόμασταν πολύ κοντά ο ένας στον άλλο... Είδα το πρόσωπό του μπροστά μου και είπα ότι πέρα από τα όντως μεγαλειώδη ποιήματα που είχε γράψει, τούτο το βιβλίο ήταν (κρατούσα στο χέρι ένα βιβλίο)... τούτο το βιβλίο, είπα, ήταν... Δεν θυμάμαι τι είπα αλλά τα λόγια μου ήταν γεμάτα ενθουσιασμό. Ανέφερα, επίσης, πως θα γράψω ένα βιβλίο γι' αυτόν. Του άρεσε. Μιλούσα δίνοντας βαρύτητα στα λόγια μου επειδή, όλη την ώρα, υπήρχε βαθιά μέσα μου η επίγνωση πως ήταν νεκρός. Το πρόσωπό του ήταν φιλικό και θλιμμένο και μου φάνηκε σαν να είχε δάκρυα στα μάτια του.
Γιούρι Ολέσια
26 ΜΑΡΤΙΟΥ
Κατάθλιψη. Το λέω χωρίς αμφιβολία, παρόλο που η λέξη δεν ανήκει στις αγαπημένες μου. Δεν την έχω χρησιμοποιήσει ποτέ σε κανένα ποίημα, μήτε σε ομιλία μήτε σε συζήτηση.
Αλλά δεν βρίσκω την ταιριαστή έκφραση για την εξαντλητική κόπωση που νιώθω τώρα. Δεν είναι η κόπωση που νιώθεις μετά από μια μεγάλη περιοδεία ή μετά από βαριά δουλειά - στην πραγματικότητα, δεν είναι καν κόπωση. Είναι σάμπως να στέκεσαι στην άκρη ενός απόκρημνου βράχου. Κι εκεί κάτω, αλαργινός, ξεσπάει μανιασμένα ο ωκεανός στη ρίζα του βράχου. Και μου είναι αδιάφορο αν θα γκρεμιστώ ή όχι. Μου είναι αδιάφορο αν ο ωκεανός είναι βαθύς ή ρηχός. Με τυλίγει μια γκρίζα βαρυθυμιά.
Με κατηγορούν για τόσα πράγματα και με κατακρίνουν για τόσα ανομήματα, ώστε να θέλω να φύγω μακριά, να ταξιδέψω κάπου, τουλάχιστον για κάνα-δυο χρόνια, για να μην ακούω άλλο τις βρισιές τους.
Χθες μιλούσα στο Σπίτι του Κομσομόλου της Κράσναγια Πρέσνια για την έκθεσή μου «Είκοσι χρόνια δουλειά».
Αναγνώρισα, στα μάτια μερικών, κάποια λάμψη περιέργειας κι επαναστατικής καθαρότητας - αλλά οι σκυθρωποί ηγέτες, οι επίδοξοι μεγαλογραφειοκράτες, είχαν μια διατεταγμένη έκφραση όλο ψύχρα και σκεπτικισμό στα σφιγμένα τους χείλη. Με χίλια βάσανα μιλούσα. Προσπάθησα να πω ότι επί είκοσι χρόνια πειραματιζόμουν και ότι ο βαρύφορτος οδοστρωτήρας του Πεντάχρονου Πλάνου, που κυλάει τώρα πάνω στην αχανή μας χώρα, κι αυτός πείραμα είναι.
ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΠΕΙΡΑΜΑ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ.
Κάποια λιγοστά μάτια σπινθήρισαν, ενώ τα χείλη των νεαρών γραφειοκρατών κρέμασαν κι άλλο. Η λέξη «πείραμα» είναι μάλλον πολύ απόκοτη, πολύ αναρχική, και πίσω της παραφυλάει κάποια μικροαστική ανησυχία...
ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ.
Λαχταράω να σαλπίσω δυνατά τις λέξεις, αλλά η προβοσκίδα μου είναι φραγμένη σαν από σιβηρικό συνάχι.
Και αυτολογοκρίνομαι.
Αδιανόητο. Αυτολογοκρίνομαι όταν μιλάω με τους νέους. Μερικές φορές λέω ότι το κάνω σκεπτόμενος την έμφυτη αισιοδοξία τους. Δεν θέλω να τους τη χαλάσω. Δεν θέλω να κλαψουρίσω τα προσωπικά μου πάνω από το δεκτικό τους μυαλό. Ας γεμίσουν τα καύκαλά τους με σημαντικότερα πράγματα.
Σαν σήμερα, πριν από είκοσι χρόνια, δηλαδή στις 26 Μαρτίου 1910, έγραψα το πρώτο μου σωζόμενο ποίημα. Υπάρχει κρεμασμένο στ' αριστερά καθώς μπαίνουμε στην έκθεση.
Τότε ήμουνα ένα παράτολμο παιδαρέλι. Είχα βγει από τις φυλακές της Μπουτίρκα τον Ιανουάριο, καταμεσής στο άγριο καταχείμωνο χωρίς παλτό, μοναχά μ' ένα φτενοπαντέλονο κι ένα πουκάμισο. Η βαριά σιδερόπορτα έκλεισε πίσω μου. Κρατούσα τη μικρή πάνινη τσάντα μου στο χέρι.
Ούτε ένα ποίημα δεν μ' άφησαν να πάρω μαζί μου. Δε βαριέσαι. Ας είναι. Χιλιάδες ποιήματα υπήρχαν μπρος μου, έμοιαζαν με πολυδίνητους χαρταετούς, με πουλιά στον αέρα. Μπορούσα ν' απλώσω το χέρι και ν' αρπάξω ένα. Αν και μου πήρε μερικούς μήνες μέχρι να τα καταφέρω. Κι όταν, έξαφνα, χάθηκε η λογοκρισία χάθηκε και η διάθεση για γράψιμο. Είχε εξαφανιστεί η απαραίτητη αιτία αντίδρασης. Έτσι ήμουν τότε. Μόλις δεκάξι χρονών παιδί. Δεν είχα καμιά πολύπλοκη σχέση με την αντίσταση, θυμάμαι πως ευχαριστήθηκα, κατά κάποιο τρόπο, όταν ο χοντρός δεσμοφύλακας πίσω από το γκισέ των φυλακών μου κατάσχεσε τα χαρτιά με βρισιές και νουθεσίες: ΔΕΝ ΧΡΕΙAΖΕΣΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ! ΒΡΕΣ ΜΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ! ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΟΥ! ΕΙΣΑΙ ΕΞΩ ΜΕ ΑΝΑΣΤΟΛΗ! ΜΗΝ ΤΟ ΞΕΧΝΑΣ! Όταν πέταξε τα ποιήματα στο σωρό των σκουπιδιών, οι αδέξιες κινήσεις του έκαναν τη μεγάλη αρμαθιά των κλειδιών να κουδουνίσει στη ζώνη του. Μου ήρθε να του γυρίσω τον πισινό και να του αμολήσω μια βροντερή πορδή στα μούτρα, αλλά κρατήθηκα. Η διαδικασία της αποφυλάκισης θα καθυστερούσε κανένα πεντάωρο αν υπέκυπτα στην παρόρμησή μου. Χαμογέλασα ντροπαλά και σκέφτηκα: Κάποια μέρα θα σου τη φέρω, λακέ του τσάρου!
Και πέντε λεπτά αργότερα στεκόμουν εκεί έξω: ένα παιδαρέλι στο ψοφόκρυο του χειμώνα, «ένας ελεύθερος άνθρωπος» που ανάσαινε θλιμμένα.
Πήρα την οδό Πρέσνια με αργό βήμα. Πού και πού περνούσε καμιά άμαξα, ο αμαξάς φορούσε γούνα, άχνιζαν τα ρουθούνια των αλόγων κι οι επιβάτες ήταν βαριά ντυμένοι με μεγάλα κασκόλ. Εγώ ταξίδευα στον δικό μου κόσμο. Η φυλακή με κρατούσε ακόμη στην αρπάγη της. Μόλις που ένιωθα το κρύο, γύρω μου υπήρχαν ακόμη οι ασβεστωμένοι τοίχοι του κελιού. Μερικά μέτρα πριν το σπίτι τάχυνα το βήμα μου. Δεν ήθελα να μ' αναγνωρίσει κανένας γείτονας. Δεν είχα καμιά όρεξη να μιλάω για τους έξι τελευταίους μήνες.
Ανέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά. Δεν νοιάστηκα να χτυπήσω την πόρτα. Ήταν σαν να έτρεχα από το ένα κελί στο άλλο - η σκέψη ήρθε απρόσμενα.
Α, πώς με κοιτούσαν όταν ξεπρόβαλα στο κατώφλι... Ακούμπησα τυχαία στη βρυσούλα του σαμοβαριού κι ένιωσα την απρόσμενη αίσθηση που αφήνει η επαφή, σαν να μ' ακουμπούσε ένα απαγορευτικό δάχτυλο στο χέρι, ένα σινιάλο: σταμάτα, μην πας μέσα, δεν σε θέλουν!
Με πιλάτευαν.
Προσπάθησα να διαβάσω τις σκέψεις τους. Έδειχναν να πιστεύουν πως τούτη ήταν μια σύντομη επίσκεψη, λες και από στιγμή σε στιγμή θα χανόμουν, επιστρέφοντας στους γαριασμένους διαδρόμους και στη μουντή τραπεζαρία των φυλακών. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν ν' ανοίξω το στόμα μου και ο χαφιεδολακές θ' άπλωνε ξανά το χέρι του να με συλλάβει.
Στην τσέπη μου είχα ένα χαρτί με τη σφραγίδα και την υπογραφή του οργάνου υπηρεσίας. Έγραφε ότι «τίθεμαι προσωρινώς υπό την ευθύνη των γονέων και υπό αστυνομική επιτήρηση». Ευτυχώς που δεν ανέφερα ότι ο πατέρας μου είχε πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια, θα μου φόρτωναν κανέναν άγνωστο για κηδεμόνα. Έδωσα το χαρτί στη μαμά.
Δεν το κοίταξε καν. Κοιτούσε εμένα. Για πολλή ώρα. Το ίδιο και οι αδελφές μου. Κρέμασα την πάνινη τσάντα μου στην κάνουλα του σαμοβαριού. Τότε, η μαμά βρήκε τη λαλιά της: -Δεν σου έδωσαν κανένα χειμωνιάτικο ρούχο;
Ω, μητέρα... Δεν δέχομαι δώρα από τσαρικά ιδρύματα, έπρεπε να το ξέρεις!
Η Λουντμίλα πετάχτηκε και είπε αγριεμένη:
- Ήρθαμε τόσες φορές εκεί κι αφήσαμε ρούχα. Αλλά μας είπαν ότι δεν τα χρειαζόσουν!
Ούτε κουβέρτα δεν υπήρχε στο κελί 103.
Μόνο βιβλία. Όσα ήθελα. Χιλιάδες ακίνδυνα στιχάκια, αρωματισμένα και λουλουδάτα, με ξύλινο ρυθμό. Και ποντίκια, που ροκάνιζαν τα χοντρά εξώφυλλα. Έμαθα πολλά για τους ποντικούς. Της ποίησης και της πραγματικότητας.
Και η μοναξιά. Είχα όση ήθελα κι άλλη τόση. Έμαθα πώς ν' απομονώνομαι, πώς ν' αποφεύγω τον έλεγχο κρύβοντας τις σκέψεις μου, πώς να ελέγχω την επιθυμία μου για κουβέντα και εκμυστηρεύσεις ύστερα από τόσο καιρό υποχρεωτικής βουβαμάρας. Πώς να υποχωρώ και πώς να επιτίθεμαι. Πώς να σμίγω τις ψευδοφανείς αλήθειες με τα αληθοφανή ψέματα. «Τι είναι το ψέμα; Μια μασκαρεμένη αλήθεια και τίποτ' άλλο».
Έβαλαν το σαμοβάρι να σιγοβράζει για το τσάι. Είδα το ερώτημα να πλανιέται στα μάτια της μαμάς: «Τι δουλειά θα κάνεις τώρα, αγόρι μου;» Αυτό έγινε ολοφάνερο όταν με πληροφόρησε ότι είχαν υποσχεθεί δουλειά στις γλυκές μου αδελφές, θα ζωγράφιζαν πασχαλινά αυγά για το πολυκατάστημα Ντατσιάρο. Ο στόχος ήταν να τσιμπήσω το δόλωμα και να δείξω το ενδιαφέρον μου. Αλλά εγώ ήμουνα κακός γιος. Δεν είχα κανένα ενδιαφέρον για καριέρα ούτε έτρεφα τον συνηθισμένο και καθωσπρέπει σεβασμό για τη μητέρα. Κανονικά θα έπρεπε να είχα πέσει στα γόνατα ευχαριστώντας για τη Δυνατότητα Επιστροφής, για την ύπαρξη ενός Σπιτικού, ενός κρεβατιού με κουβέρτα.
Η Όλγα με κοίταζε. Τα μάτια της έλαμπαν σαν μικρά πυροφάνια σε νυχτερινούς ψαρότοπους.
- Πώς περνούσες το χρόνο σου εκεί μέσα;
Ήταν η πιο ανόητη ερώτηση που άκουσα τους έξι τελευταίους μήνες. Ποιον «χρόνο»; Το κελί έκλεινε απ' έξω κάθε έννοια χρόνου, μετατρεπόταν σε πάγο ανάμεσα σε μένα και στο χρόνο και μέσα του κολυμπούσαν αργά τεμπέλικα ψάρια, κουνούσαν πού και πού τα πτερύγιά τους και κινούνταν κατά μήκος του πατώματος: τα αγελαία ψάρια των έγκλειστων σκέψεων - που πότε πότε τα καταβρόχθιζε η ποντικότρυπα, εκεί στ' αριστερά, κάτω από το τραπέζι, στη μεριά που ήταν το παράθυρο. «Πώς περνούσα το χρόνο μου...» Όπως περνάς όταν βρίσκεσαι ξαπλωμένος στην κουκέτα ένα μοναδικό κι ατέλειωτο μερόνυχτο, όταν στέκεσαι στη μοναδική κι ατέλειωτη ουρά για φαγητό με μια στραπατσαρισμένη καραβάνα κι ένα σκουριασμένο κουτάλι, όταν ρουφάς τη μοναδική κι ατέλειωτη άνοστη σούπα, όταν διαβάζεις τη μοναδική κι ατέλειωτη σειρά από στιχάκια που ριμάρουν κακόγουστα, όταν ονειρεύεσαι ένα μοναδικό κι ατέλειωτο όνειρο χωρίς περιεχόμενο, όταν ρουφάς τον αέρα με μια μοναδική κι ατέλειωτη ανάσα μέσα από το τετράγωνο παραθυράκι με τα κάγκελα, όταν δίνεις μια μοναδική κι ατέλειωτη κλοτσιά στα αηδιαστικά ποντίκια που βγαίνουν ομαδικά γρατσουνίζοντας από την τρύπα, και όταν έχεις μια μοναδική κι ατέλειωτη ανάγκη για λάσπη, με την οποία θα φράξεις την τρύπα.
Ο χρόνος, όμως, επέστρεψε μαζί με τις ερωτήσεις τους. Μέσα μου φώλιασε η ανησυχία. Η μαμά δεν φάνηκε να το καταλαβαίνει. Και, ξαφνικά, εκεί που ήμουν απροετοίμαστος, μου το πετάει:
- Δεν θ' ασχοληθείς πια μ' εκείνο το κόμμα, έτσι;
Ήταν πιότερο μια τρυφερή παράκληση, παρά ερώτηση. Κάτι σαν:
«Μη βγεις πάλι τώρα και λερώσεις το παντελόνι στο χιόνι, έτσι;»
Εκείνο το κόμμα. Ένα χρόνο πριν δεν υπήρχε τίποτ' άλλο από εκείνο το κόμμα. Και δεν ντρεπόμουν καθόλου που ήμουν πιστός κι είχα αφήσει κατά μέρος όλες τις άλλες απολαύσεις. Ήταν κάτι σημαντικό και μεγάλο: ΤΟ ΠΑΡΑΝΟΜΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ. Τη μια νύχτα μετά την άλλη. Η παράνομη δυναμομηχανή μας. Το μοίρασμα των φεϊγβολάν, χαράματα, στις πύλες των εργοστασίων κι ανάμεσα στο πλήθος των ξυλόσπιτων όταν άνοιγαν τα μαγαζιά. Έξυπνο. Δυναμικό. Όταν πήγαινα στο σπίτι για ύπνο κατά τις εννιά το πρωί, ένιωθα μέχρι το μεδούλι τη σοβαρότητα της δουλειάς μου.
Όταν αυτό σταμάτησε, ήμουν μπερδεμένος.
Κάποιος -κανείς δεν ήξερε ποιος, ο ένας υποψιαζόταν τον άλλον- «κάρφωσε» στην Υψηλή Αρμόδια Αρχή τη θέση του τυπογραφείου...
Το ίδιο έγινε κι όταν οργανώσαμε την απόδραση των φυλακισμένων γυναικών από τη Νοβίνσκαγια· υπέροχη δουλειά. Τα καταφέραμε παρά τρίχα. Αλλά Κάποιος ήταν πάλι εκεί και το ψιθύρισε στο μεγάλο αυτί της Οχράνα.
Υπάρχουν πολλοί ψιθυριστές, πολλοί άπιστοι. Εμείς, οι σιωπηλοί και οι πιστοί καταλήγουμε στα κελιά.
Σιωπή.
Πίστη.
Τότε δεν μπορούσε να βγάλω άκρη. (Μήπως μπορώ σήμερα;) Ένιωσα την ανάγκη να φωνάξω: ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΣΙΩΠΗ ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΠΙΣΤΗ - ΓΙΑ ΤΙΠΟΤΑ! Κι η κραυγή αυτή ήταν μια ήττα. Με οδήγησαν σε μια ήττα.
Μπορεί, όμως, να είναι κι αυτό που είπε ο Μπουχάριν μια νύχτα στο τυπογραφείο: «Κάθε ήττα αποτελεί την αρχή μιας νίκης». Τον πιάσανε κι αυτόν, μαζί με μένα. Δεν τον έβλεπα στη φυλακή τις τελευταίες εβδομάδες. Μάλλον θα τον πήγαν αλλού. Ήταν πιο επικίνδυνος από μένα. Ένας μορφωμένος ηγέτης με μια εξαιρετική ικανότητα να μιλάει καθαρά και ξάστερα σε όλους, θυμάμαι πως τον εμπιστεύονταν τυφλά οι δραπέτισσες των φυλακών Νοβίνσκαγια, θυμάμαι τη θέρμη στο βλέμμα τους όταν άπλωσε το χέρι κι άνοιξε τις πόρτες. Τότε σκέφτηκα: αν συλλάβουν κι αυτόν που είναι ο καλύτερος, χαθήκαμε...
Και τον συνέλαβαν. Κάποιος τον πρόδωσε, του έστησε παγίδα. Η Οχράνα έκανε την επιτυχέστερη επιδρομή της χρονιάς. Μετά δεν απόμεινε τίποτα. Ύστερα από τους έξι μήνες που έκανα στο κελί 103 η πολιτική είχε τελειώσει για μένα. Τα υπόλοιπα μέλη του μπολσεβίκικου πυρήνα είχαν «αυτοδιαλυθεί» - δεν απόμεινε τίποτα: ούτε τυπογραφείο ούτε συναντήσεις ούτε παράνομη δράση ούτε η αυστηρή συντροφικότητα.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις