0
Your Καλαθι
Γράμματα (2 τόμοι) 1902-1930 και 1931-1951
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Στη δίτομη αυτή έκδοση συγκεντρώνονται 645 επιστολές που ο Άγγελος Σικελιανός απέστειλε στη διάρκεια 50 χρόνων (1902-1951) σε φίλους, ομότεχνους, εκδότες και έντυπα.
Ενδεικτικά αναφέρονται τα ονόματα των Κ.Π.Καβάφη, Κ.Παλαμά, Ν.Καζαντζάκη, Ν.Χ.Γκίκα, Ι.Δραγούμη, Α.Μινωτή, Κ.Θ.Δημαρά, Κ.Βάρναλη, Ν.Λαπαθιώτη, Γ.Θεοτοκά, Γ.Κατσίμπαλη, Κ.Τσάτσου, το «Ελεύθερο Βήμα», και η «Νέα Εστία».
Τα εν λόγω κείμενα ειδικώς χάρη στο πλήθος και την διαφορετικότητα των αποδεκτών, επομένως και των εξομολογήσεων του ποιητή, αποτελούν μία αυθόρμητη και αδιάψευστη αυτοβιογραφία. Μέσα από τις επιστολές αυτές μας δίνεται η δυνατότητα να παρακολουθήσουμε και να συμμεριστούμε τις διαμορφωτικές συνθήκες υπό τις οποίες εξελίσσεται η δημιουργική πορεία του μεγάλου ποιητή.
Κριτική
Αν τα 128 Γράμματα στην Αννα (Ίκαρος, 1980) μας έδειξαν κυρίως την πλούσια ερωτική ευαισθησία του ώριμου Σικελιανού (1938-51) και τον οργανικό ρόλο που παίζει ο έρωτας στην αντίληψή του για τον λυρισμό, τα 645 Γράμματα του ποιητή, που συγκεντρώθηκαν από τον φιλόλογο Κώστα Μπουρναζάκη και απευθύνονται σε έναν μεγάλο αριθμό παραληπτών καλύπτοντας ολόκληρη την ενήλικη ζωή του (1902-51), αποτελούν ένα συναρπαστικό χρονικό της ταραχώδους ζωής και της επίπονης εσωτερικής ανέλιξης του Σικελιανού. Τα μισά περίπου από τα γράμματα αυτά είχαν ήδη δημοσιευτεί στο παρελθόν ενώ τα άλλα μισά εκδίδονται εδώ για πρώτη φορά.
Εκείνο που κυρίως θα εντυπωσιάσει, νομίζω, τον αναγνώστη των επιστολών αυτών, ανεξαρτήτως των μεταμορφώσεων που υφίσταται το ύφος τους ανάλογα με τον δέκτη στον οποίο απευθύνονται (μεταρσιωμένες προς τον Ν. Καζαντζάκη, γήινα τρυφερές προς τον Ν. Νικολαΐδη τον Κύπριο, συγκινητικά θερμές προς τον Τάκη Δημόπουλο κ.ο.κ.), είναι το πέρασμα από την απροκάλυπτα εκφρασμένη αυτοπεποίθηση (και ενίοτε οίηση) των νεανικών χρόνων του ποιητή στην όλο και ζεστότερη, ταπεινότερη, πιο χαμηλότονη αλλά και πλουσιότερη σε αποχρώσεις φωνή της ωριμότητάς του. Μια φωνή που γύρω στο 1930 αρχίζει να αποκτά τις πρώτες της ραγισματιές, αποδεικνύοντας και σε επίπεδο επιστολών κάτι που διαπιστώνουμε στην ποίηση του Σικελιανού: πως οι ταλαιπωρίες που επί χρόνια υπέστη χάριν της Δελφικής Ιδέας και το τελικό της ναυάγιο στάθηκαν μια «τομή» στη δημιουργική πορεία του, μπολιάζοντας το έργο του με μια γόνιμη πληγή που, κάνοντας την πρώτη εμφάνισή της στην Ιερά οδό (1934), δεν έπαψε να δίνει, επί μια εικοσαετία, πλούσιους ποιητικούς (και επιστολογραφικούς, όπως έχουμε τώρα την ευκαιρία να διαπιστώσουμε) καρπούς.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι κατά τη δεκαετία του 1930 πλάι σε λέξεις-κλειδιά των επιστολών όπως «υγεία», «έρωτας», «χαρά» ή «ρυθμός» εμφανίζονται με αύξουσα συχνότητα λέξεις όπως «πόνος», «λύπη» και «οδύνη». Όσο όμως οι πληγές πληθαίνουν και βαθαίνουν (συνεχείς διαψεύσεις από πρόσωπα και θεσμούς σχετικά με τη Δελφική προσπάθεια, χρεοκοπία της πρώτης συζύγου του Εύας Πάλμερ και τεράστια χρέη, υποθήκευση της βίλας τους στη Συκιά, κλονισμός της υγείας του ποιητή, πόλεμος, πείνα και Κατοχή, συνεχής επιδείνωση της υγείας του) τόσο ο αναγνώστης παρακολουθεί τη χαλύβδωση της πίστης του ποιητή στην επερχόμενη «Ανάσταση», δηλαδή στην προσωπική και εθνική λύτρωση. Αναφερόμενος στον θάνατο της αγαπημένης του μητέρας (1926) γράφει χαρακτηριστικά στον Κων/νο Τσάτσο το 1935: «Ο "πόνος" έγινε για με κλειδί της "έκστασης", μιας έκστασης που δεν μου 'δωσε τη λύτρωση λίγων στιγμών μονάχα, μα τη σταθερή στάση της ψυχής μου έκτοτε προς το Μυστήριο». Με την πνευματική φύση «ακεραίου παλαιστού» που, όπως ο ίδιος γράφει, τον χαρακτήριζε ο Σικελιανός αναγεννιέται κάθε φορά από τις στάχτες του μετατρέποντας τις δοκιμασίες της ζωής σε εστίες αναγέννησης και ευδαιμονίας. Ορισμένες από τις πιο ενδιαφέρουσες επιστολές του αφηγούνται στιγμές μιας τέτοιας μεταστοιχείωσης του πόνου σε λυτρωτική εμπειρία. Έτσι το καρδιακό επεισόδιο που υπέστη το 1937 παίρνει μέσα του αποκαλυπτικές διαστάσεις: όπως εξομολογείται σε άγνωστο αποστολέα, η καρδιά του, χτυπώντας «σα ρόπτρο στις μεγάλες πύλες του Μυστηρίου», κατόρθωσε να ενωθεί με τον Αδη και τον Διόνυσο κάνοντας τη ζωή του «πιο θεία, πιο μία, πιο απόλυτη».
Οι αποφασιστικότεροι παράγοντες που φαίνεται ότι συνετέλεσαν σε αυτή τη σπάνια και σωτήρια για τον ποιητή ικανότητα της μετατροπής της φθοράς σε πηγή λύτρωσης είναι η πιο βαθιά μυστικιστική φύση του και ο ακατάβλητος μεσσιανισμός του, δύο χαρακτηριστικά που καθιστούν τον Σικελιανό μια προσωπικότητα εκτός των κοινών μέτρων και που έκαναν τον Γ.Π. Σαββίδη να τον συμπεριλάβει στους «σαλούς» της νεοελληνικής λογοτεχνίας μαζί με τον Γ. Βιζυηνό, τον Μ. Μητσάκη, τον Π. Γιαννόπουλο και τον Ρ. Φιλύρα.
Η πιεστική ανάγκη του Σικελιανού, ήδη από τα νεανικά του χρόνια, να ανοίξει με το «διπλής κόψης σπαθί της ευθύνης του ένα δρόμο για όλους, ώς το ξέφωτο της λύτρωσης» τον ώθησε συχνά να θυσιάσει το καθαρά δημιουργικό έργο του χάριν μιας ευρύτερου βεληνεκούς Πράξης: το 1921 κάνει ενέργειες, όπως προκύπτει από τις επιστολές, για τη δημιουργία ενός είδους Κοσμικού Μοναστηριού, σχέδιο που εν τέλει έμεινε απραγματοποίητο· ακολουθεί η εντατική, δεκάχρονη ενασχόλησή του με τη Δελφική Προσπάθεια· και τέλος η ένθερμη, και συχνά εις βάρος της κλονισμένης υγείας του, αντιστασιακή του δραστηριότητα. Παρά την εναγώνια ενασχόλησή του με την Πράξη, πάντως η «Μετάληψη» που επανειλημμένως οραματίζεται στα Γράμματα ότι θα προσφέρει στην ανθρωπότητα από τις ίδιες τις «αρτηρίες» του, όπως χαρακτηριστικά γράφει, θα επιτευχθεί τελικά αποκλειστικά και μόνο με το λυρικό έργο του. Είναι ευτύχημα το γεγονός ότι ο Σικελιανός αντιλήφθηκε, έστω και αργά, την αλήθεια αυτή, αποθαρρημένος από τα αποτελέσματα της εκτός ποίησης «Αποστολής» του και ενθαρρημένος συγχρόνως από την ολόψυχη αποδοχή του από τη Γενιά του '30 (βλέπε τις πολυάριθμες επιστολές του στον Κ. Γ. Κατσίμπαλη και στον Γ. Θεοτοκά). Στα τελευταία Γράμματα σκιαγραφείται η συγκινητική φιγούρα ενός ποιητή που αισθάνεται ότι ο θάνατος πλησιάζει και αγωνίζεται να μην αφήσει το έργο του ατελείωτο επιθυμώντας «να διακονεί την Ελλάδα και τον κόσμο ως την τελευταία του πνοή, κι ακόμη μακρύτερα, αν τούτο είναι δυνατό...».
Θα πρέπει να επαινεθεί ο ερευνητικός μόχθος του επιμελητή των Γραμμάτων και η προσοχή με την οποία υπομνημάτισε τα περισσότερα από αυτά αφήνοντας ελάχιστες απορίες στον μέσο αναγνώστη. Ερωτηματικά προξενούν, πάντως, οι αναιτιολόγητες περικοπές αποσπασμάτων από επιστολές του Σικελιανού στον εξάδελφό του Αντωνάκη Σικελιανό το 1949. Επίσης η λατρευτική διάθεση του επιμελητή απέναντι στον Σικελιανό τον οδηγεί ενίοτε σε υπερβολικές ή άδικες διαπιστώσεις, όπως για παράδειγμα στον άτοπο χαρακτηρισμό του αρνητικού προς τον Αλαφροΐσκιωτο Κώστα Χατζόπουλου ως στοχαστή με «περιορισμένους ποιητικούς και κριτικούς ορίζοντες», στην άρνηση του γεγονότος ότι ο πεζός λόγος του Σικελιανού έχει πράγματι ένα πρόβλημα σκοτεινότητας ή στην απόρριψη των εφηβικών ποιημάτων του Σικελιανού, τα οποία με φιλολογική υπευθυνότητα και ευαισθησία επιμελήθηκε η Βιβέτ Τσαρλαμπά-Κακλαμάνη (Εστία, 1989). Η χρήση της έκφρασης «πολτώδη παιδικά σχεδιάκια» για τα ποιητικά αυτά πρωτόλεια είναι διπλά άστοχη: αφενός γιατί τα περισσότερα από αυτά υπερτερούν σε ποιότητα των καβαφικών Αποκηρυγμένων και αφετέρου και κυρίως γιατί κάθε στιγμή της ποιητικής «προϊστορίας» ποιητών του μεγέθους και της δημιουργικής συνέπειας του Σικελιανού είναι πολύτιμη για την ανίχνευση της λυρικής περιπέτειας των δημιουργών τους.
ΑΘΗΝΑ ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 18-02-2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις