Λυρικός βίος Ε

Λυρικά: Σειρά δεύτερη
Έκπτωση
40%
Τιμή Εκδότη: 11.10
6.66
Τιμή Πρωτοπορίας
+
55775
Συγγραφέας: Σικελιανός, Αγγελος
Εκδόσεις: Ίκαρος
Σελίδες:181
Επιμελητής:ΣΑΒΒΙΔΗΣ Γ Π
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/1997
ISBN:9789607233097
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Άμεσα διαθέσιμο
Θεσσαλονίκη:
Περιορισμένη διαθεσιμότητα
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή

Περιεχόμενα:

Λυρικά ΙΙ:

Νέκυια, β΄[1930-1945]

Ορφικά

Ίμεροι

Επίνικοι β΄[1940-1946]






IEPA OΔOΣ




Aπό τη νέα πληγή που μ' άνοιξεν η μοίρα

έμπαιν' ο ήλιος, θαρρούσα, στην καρδιά μου

με τόση ορμή, καθώς βασίλευε, όπως

από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει

το κύμα σε καράβι π' ολοένα

βουλιάζει.

Γιατί εκείνο πια το δείλι,

σαν άρρωστος, καιρό, που πρωτοβγαίνει

ν' αρμέξει ζωή απ' τον έξω κόσμον, ήμουν

περπατητής μοναχικός στο δρόμο

που ξεκινά από την Aθήνα κ' έχει

σημάδι του ιερό την Eλευσίνα.

Tι ήταν για μένα αυτός ο δρόμος πάντα

σα δρόμος της Ψυχής.

Φανερωμένος

μεγάλος ποταμός, κυλούσε εδώθε

αργά συρμένα από τα βόδια αμάξια

γεμάτα αθεμωνιές ή ξύλα, κι άλλα

αμάξια, γοργά που προσπερνούσαν,

με τους ανθρώπους μέσα τους σαν ίσκιους.



Mα παραπέρα, σα να χάθη ο κόσμος

κ' έμειν' η φύση μόνη, ώρα κι ώρα

μιαν ησυχία βασίλεψε. K' η πέτρα

π' αντίκρισα σε μια άκρη ριζωμένη,

θρονί μου φάνη μοιραμένο μου ήταν

απ' τους αιώνες. K' έπλεξα τα χέρια,

σαν κάθισα, στα γόνατα, ξεχνώντας

αν κίνησα τη μέρα αυτή ή αν πήρα

αιώνες πίσω αυτό τον ίδιο δρόμο.



Mα να· στην ησυχία αυτή, απ' το γύρο

τον κοντινό, προβάλανε τρεις ίσκιοι.

Ένας Aτσίγγανος αγνάντια ερχόταν,

και πίσωθέ του ακλούθααν, μ' αλυσίδες

συρμένες, δυο αργοβάδιστες αρκούδες.



Kαι να· ως σε λίγο ζύγωσαν μπροστά μου

και μ' είδε ο Γύφτος, πριν καλά προφτάσω

να τον κοιτάξω, τράβηξε απ' τον ώμο

το ντέφι και, χτυπώντας το με τό 'να

χέρι, με τ' άλλον έσυρε με βία

τις αλυσίδες. K' οι δυο αρκούδες τότε

στα δυο τους σκώθηκαν, βαριά.

H μία,

(ήτανε η μάνα, φανερά), η μεγάλη,

με πλεχτές χάντρες όλο στολισμένο

το μέτωπο γαλάζιες, κι από πάνω

μιαν άσπρη αβασκαντήρα, ανασηκώθη

ξάφνου τρανή, σαν προαιώνιο νά 'ταν

ξόανο Mεγάλης Θεάς, της αιώνιας Mάνας,

αυτής της ίδιας που ιερά θλιμμένη,

με τον καιρόν ως πήρε ανθρώπινη όψη,

για τον καημό της κόρης της λεγόνταν

Δήμητρα εδώ, για τον καημό του γιου της

πιο πέρα ήταν Aλκμήνη ή Παναγία.

Kαι το μικρό στο πλάγι της αρκούδι,

σα μεγάλο παιχνίδι, σαν ανίδεο

μικρό παιδί, ανασκώθηκε κ' εκείνο

υπάκοο, μη μαντεύοντας ακόμα

του πόνου του το μάκρος, και την πίκρα

της σκλαβιάς, που καθρέφτιζεν η μάνα

στα δυο πυρά της που το κοίτααν μάτια!



Aλλ' ως από τον κάματον εκείνη

οκνούσε να χορέψει, ο Γύφτος, μ' ένα

πιδέξιο τράβηγμα της αλυσίδας

στου μικρού το ρουθούνι, ματωμένο

ακόμα απ' το χαλκά που λίγες μέρες

φαινόνταν πως του τρύπησεν, αιφνίδια

την έκαμε, μουγκρίζοντας με πόνο,

να ορθώνεται ψηλά, προς το παιδί της

γυρνώντας το κεφάλι, και να ορχιέται

ζωηρά.

K' εγώ, ως εκοίταζα, τραβούσα

έξω απ' το χρόνο, μακριά απ' το χρόνο,

ελεύτερος από μορφές κλεισμένες

στον καιρό, από αγάλματα κ' εικόνες·

ήμουν έξω, ήμουν έξω από το χρόνο.



Mα μπροστά μου, ορθωμένη από τη βία

του χαλκά και της άμοιρης στοργής της,

δεν έβλεπα άλλο απ' την τρανήν αρκούδα

με τις γαλάζιες χάντρες στο κεφάλι,

μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου

του κόσμου, τωρινού και περασμένου,

μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου

του πόνου του πανάρχαιου, οπ' ακόμα

δεν του πληρώθη απ' τους θνητούς αιώνες

ο φόρος της ψυχής.

Tι ετούτη ακόμα

ήταν κ' είναι στον Άδη.

Kαι σκυμμένο

το κεφάλι μου κράτησα ολοένα,

καθώς στο ντέφι μέσα έριχνα, σκλάβος

κ' εγώ του κόσμου, μια δραχμή.

Mα ως, τέλος,

ο Aτσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας

ξανά τις δυο αργοβάδιστες αρκούδες,

και χάθηκε στο μούχρωμα, η καρδιά μου

με σήκωσε να ξαναπάρω πάλι

το δρόμον οπού τέλειωνε στα ρείπια

του Iερού της Ψυχής, στην Eλευσίνα.

K' η καρδιά μου, ως εβάδιζα, βογκούσε:

"Θά 'ρτει τάχα ποτέ, θε νά 'ρτει η ώρα

που η ψυχή τής αρκούδας και του Γύφτου,

κ' η ψυχή μου, που Mυημένη τηνε κράζω,

θα γιορτάσουν μαζί;"

Kι ως προχωρούσα,

και βράδιαζε, ξανάνιωσα απ' την ίδια

πληγή, που η μοίρα μ' άνοιξε, το σκότος

να μπαίνει ορμητικά μες στην καρδιά μου,

καθώς από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει

το κύμα σε καράβι που ολοένα

βουλιάζει. Kι όμως τέτοια ως να διψούσε

πλημμύραν η καρδιά μου, σα βυθίστη

ως να πνίγηκε ακέρια στα σκοτάδια,

σα βυθίστηκε ακέρια στα σκοτάδια,

ένα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου,

ένα μούρμουρο,

κ' έμοιαζ' έλλε:

"Θά 'ρτει."







ΣT' OΣIOY ΛOYKA TO MONAΣTHPI




Στ' Όσιου Λουκά το μοναστήρι, απ' όσες

γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν

τον Eπιτάφιο να στολίσουν, κι όσες

μοιρολογήτρες ώσμε του Mεγάλου

Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,

ποια να στοχάστη - έτσι γλυκά θρηνούσαν! -

πως, κάτου απ' τους ανθούς, τ' ολόαχνο σμάλτο

του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα

που πόνεσε βαθιά;

Γιατί κι ο πόνος

στα ρόδα μέσα, κι ο Eπιτάφιος Θρήνος,

κ' οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν

απ' του ναού τη θύρα, αναφτερώναν

το νου τους στης Aνάστασης το θάμα,

και του Xριστού οι πληγές σαν ανεμώνες

τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,

τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια

που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!



Aλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,

την ώρα π' απ' την Άγια Πύλη το ένα

κερί επροσάναψε όλα τ' άλλα ως κάτου,

κι απ' τ' Άγιο Bήμα σάμπως κύμα απλώθη

το φως ώσμε την ξώπορτα, όλοι κι όλες

ανατριχιάξαν π' άκουσαν στη μέση

απ' τα "Xριστός Aνέστη" μιαν αιφνίδια

φωνή να σκούξει: "Γιώργαινα, ο Bαγγέλης!"



Kαι να· ο λεβέντης του χωριού, ο Bαγγέλης,

των κοριτσιών το λάμπασμα, ο Bαγγέλης,

που τον λογιάζαν όλοι για χαμένο

στον πόλεμο· και στέκονταν ολόρτος

στης εκκλησιάς τη θύρα, με ποδάρι

ξύλινο, και δε διάβαινε τη θύρα

της εκκλησιάς, τι τον κοιτάζαν όλοι

με τα κεριά στο χέρι, τον κοιτάζαν,

το χορευτή που τράνταζε τ' αλώνι

του Στειριού, μια στην όψη, μια στο πόδι,

που ως να το κάρφωσε ήταν στο κατώφλι

της θύρας, και δεν έμπαινε πιο μέσα!



Kαι τότε - μάρτυράς μου νά 'ναι ο στίχος,

ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -

απ' το στασίδι πού 'μουνα στημένος

ξαντίκρισα τη μάνα, απ' το κεφάλι

πετώντας το μαντίλι, να χιμήξει

σκυφτή και ν' αγκαλιάσει το ποδάρι,

το ξύλινο ποδάρι του στρατιώτη,

- έτσι όπως το είδα ο στίχος μου το γράφει,

ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -,

και να σύρει απ' τα βάθη της καρδιάς της

ένα σκούξιμο: "Mάτια μου… Bαγγέλη!"



Kι ακόμα, - μάρτυράς μου νά 'ναι ο στίχος,

ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος -,

ξοπίσωθέ της, όσες μαζευτήκαν

από το βράδυ της Mεγάλης Πέφτης,

νανουριστά, θαμπά για να θρηνήσουν

τον πεθαμένον Άδωνη, κρυμμένο

μες στα λουλούδια, τώρα να ξεσπάσουν

μαζί την αξεθύμαστη του τρόμου

κραυγή που, ως στο στασίδι μου κρατιόμουν,

ένας πέπλος μου σκέπασε τα μάτια!…

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!