0
Your Καλαθι
Το τοπίο
Περιγραφή
Η φύση περιέβαλλε ανέκαθεν τον άνθρωπο.
Αυτό δε σημαίνει ότι ο άνθρωπος κατείχε ανέκαθεν υποχρεωτικά και την έννοια του τοπίου. Οι πρώιμοι αγροτικοί πληθυσμοί δεν ατένιζαν τη φύση ως τοπίο. Ζούσαν μέσα σ' αυτήν.
Όσο ισχυρότερη ήταν η σχέση των ανθρώπων με τη φύση τόσο ασθενέστερη ήταν η παρουσία του τοπίου στο εννοιολογικό τους σύμπαν.
Το τοπίο αποτελεί μια ιστορικά νοηματοδοτημένη αναπαράσταση του ανθρώπινου περιβάλλοντος, ορίζει δηλαδή τη συγκεκριμένη σχέση που ο άνθρωπος συγκροτεί με το περιβάλλον του σε μια στιγμή της ιστορικής του πορείας.
Όποιος θελήσει να προσεγγίσει το ζήτημα θα λάβει υποχρεωτικά υπόψη του τις θέσεις και τις αναλύσεις σχετικά με τη φύση ως τοπίο, που εμπεριέχονται στα τρία κείμενα του παρόντος τόμου.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μιλάμε συχνά για τοπία που είδαμε, που συναντήσαμε, που μας άρεσαν κ.ο.κ., σαν να επρόκειτο για φυσικά αντικείμενα μέσα στον κόσμο των πραγμάτων, τα οποία βρίσκονταν πάντα εκεί, απέναντι, περιμένοντας το μάτι που θα τα συναντήσει και θα τα αναγνωρίσει. Το «τοπίο» όμως είναι μια εικαστική μορφοποίηση που πρωτοαναδύθηκε από την ευρωπαϊκή ζωγραφική του 16ου ή 17ου αιώνα, και ως τέτοιο αντιπροσωπεύει μια ορισμένη πολιτισμική εμπειρία που μεσολαβεί έκτοτε τη σχέση μας με τη φύση. Αν δούμε έτσι το πράγμα, μένει να αποκρυπτογραφήσουμε τις κοινωνικοϊστορικές σημασίες που αποτυπώνονται σε αυτή την ιδιάζουσα πολιτισμική εμπειρία. Στο έργο αυτό ακριβώς είναι αφιερωμένα τα τρία σημαντικά δοκίμια που συνέλεξαν και είχαν την ιδέα να παρουσιάσουν μαζί οι επιμελητές του μικρού τόμου που έχουμε στα χέρια μας· και ας θυμίσουμε εκ προοιμίου ότι η έκδοση συνέπεσε με την πρώτη εμφάνιση στα ελληνικά, σε εξαιρετική μετάφραση, ενός αντιπροσωπευτικού απανθίσματος κειμένων του Georg Simmel, όπου περιέχεται και το δοκίμιο «Φιλοσοφία του τοπίου» τού μεγάλου Γερμανού κοινωνιολόγου, το οποίο αποσπάται στην έκδοση που θα συζητήσουμε εδώ.
Ο Ernst Η. Gombrich, από τους σπουδαιότερους ιστορικούς της τέχνης στον 20ό αιώνα, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη παρουσίαση εδώ. Το δοκίμιό του «Η αναγεννησιακή θεωρία της τέχνης και η ανάδυση του τοπίου» (1950) αξίζει να συζητηθεί, πρώτον, επειδή εξετάζει το τοπίο εκεί ακριβώς όπου γεννήθηκε: στον αναγεννησιακό πίνακα και στη νέα καλλιτεχνική ευαισθησία της εποχής. Το τοπίο εμφανίστηκε μέσα από μιαν απότομη ατροφία της θρησκευτικής και διδακτικής απεικόνισης στο δεύτερο ήμισυ του 16ου αιώνα όταν, σε μια σειρά από ελάσσονες Φλαμανδούς και Γερμανούς ζωγράφους και χαράκτες, η οποία θα κορυφωθεί εντέλει στον Π. Μπρέγκελ, η σκηνική απεικόνιση του βάθους «καταπίνει» το θεματικό πρώτο πλάνο και γίνεται, όπως λέμε, αυτοσκοπός. Στις αρχές του επόμενου αιώνα έχουμε κιόλας μια εκπληκτική διασπορά του είδους από την Αμβέρσα μέχρι τον Δούναβη. Γιατί; Οπως ορθά επισημαίνει ο συγγραφέας, να πούμε ότι η φυσική ομορφιά έγινε ξαφνικά πηγή έμπνευσης για την τέχνη δεν αρκεί: «Αποκαλούμε μια σκηνή "γραφική"[...] από τη στιγμή που μας θυμίζει πίνακες ζωγραφικής που έχουμε δει. Και, από την άλλη, τίποτα δεν είναι δυνατόν να γίνει "θέμα' του ζωγράφου εκτός από ό,τι μπορεί να αφομοιωθεί από το λεξιλόγιο το οποίο έχει ήδη διδαχθεί» (σελ. 132). Η δημιουργία όμως ενός καινούριου λεξιλογίου είναι σύνθετο ζήτημα και συνυποθέτει, εκτός από απτά παραδείγματα καλλιτεχνικής δημιουργίας, μια ομόλογη «θεωρία» της τέχνης και αντίστοιχη κοινωνική ζήτηση. Αυτή η θεωρία και αυτή η ζήτηση, όπως θα υποστηρίξει εντέλει ο συγγραφέας, «υπήρξε το δώρο που ο αναγεννησιακός Νότος προσέφερε στον γοτθικό Βορρά» (σελ. 110). Με άλλα λόγια, το νέο αστικό γούστο και οι νέες αντιλήψεις που γεννήθηκαν πρωτίστως στην Ιταλία, αποδεσμεύουν σταδιακά την τέχνη από κάθε ηθικοδιδακτική λειτουργία, συνεπώς και από κάθε θεματικό περιορισμό, και δίνουν όλο και περισσότερο έμφαση στο πώς της καλλιτεχνικής πραγμάτωσης. Τούτη η καινοφανής θεσμοθέτηση της τέχνης ως αυτόνομης σφαίρας της ανθρώπινης δραστηριότητας, η χειραφέτηση του γούστου και η μετατόπιση του ενδιαφέροντος στη «μεγαλοφυΐα» του δημιουργού, του οποίου το έργο δεν αντλεί πλέον τη νομιμότητά του από κάποια σύνδεση με σημαντικά θέματα, είναι εκείνη που επέτρεψε τελικά τη νέα αισθητικοποίηση της φύσης.
Ο Georg Simmel γράφει το δικό του δοκίμιο στα 1913. Με τη χαρακτηριστική φιλοσοφική του ευρύτητα, την ασυνήθιστη διανοητική ευκινησία και τη διεισδυτικότητα της ματιάς του, ο εκπρόσωπος αυτός της μεγάλης γερμανοεβραϊκής κουλτούρας των αρχών του αιώνα δίνει μια εκπληκτική σειρά παρατηρήσεων που ξεπερνούν με οιανδήποτε έννοια την απλή εμπειρική κοινωνιολογία. Τον Simmel απασχολούν οι ψυχοκοινωνικές, όπως θα λέγαμε, προϋποθέσεις και συνέπειες της μεταμόρφωσης της φύσης σε τοπίο. Εν πρώτοις η πρόσληψη της φύσης ως «τοπίου» προαπαιτεί μια εξωτερική σχέση ενατένισης, η οποία δεν είναι δυνατή για όποιον ζει ήδη εντός της: τα αγροτικά στρώματα, για παράδειγμα, ή πολιτισμούς με χαμηλό επίπεδο αστικής ανάπτυξης και κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. Η αισθητικοποίηση της φύσης, σαν να λέμε, προϋποθέτει έναν ουσιώδη βαθμό αποξένωσης από τη φύση. Δεύτερον, η απόσπαση ενός τμήματος από το απεριόριστο συνεχές της φύσης, προκειμένου να κατασκευαστεί η αισθητική «ολότητα» του τοπίου, προϋποθέτει μια ήδη διανοητικοποιημένη, κατατμητική πρόσληψη, η οποία είναι ταυτόχρονα προϊόν ενός τεχνικού εξορθολογισμού και συνέπεια του καταμερισμού της εργασίας που αυτός επιβάλλει. Εδώ θα αποδεικνυόταν απεριόριστα γόνιμο, πιστεύω, να παραβάλλει κάποιος τις νέες επιστημονικές κατασκευές της φύσης κατά τρόπο συμμετρικό και ανάλογο με τις αισθητικές ανακατασκευές. Εν πάση περιπτώσει, ο Simmel συνδέει διορατικά όλες τις παραπάνω συνιστώσες της μεταλλαγής της φύσης σε «τοπίο» με τη διαδικασία εξατομίκευσης, αυτή την «τραγωδία του ανθρώπινου πνεύματος» (σελ. 15) που συνιστά τη θεμελιώδη νεωτερική εμπειρία· κατά φυσική προέκταση αυτού, βλέπει ότι ο αιτιώδης μορφοποιητικός παράγοντας του τοπίου, εκείνο που παρέχει δηλαδή την πλασματική τους ενότητα στα έτσι αποσπασμένα τμήματα της φύσης, είναι η προβολή σε αυτά ενός ισχυρού υποκειμενικού στοιχείου, ενός «ψυχικού τόνου» (Stimmung), που αντικειμενοποιείται ως «πνευματικό μόρφωμα» μέσ' από τη διπλή κίνηση συγκρότησης και ανάγνωσης της εικόνας.
Ο Joachim Ritter, καθηγητής Φιλοσοφίας, πρύτανης του Πανεπιστημίου του Μίνστερ και μέλος πολλών γερμανικών επιστημονικών ακαδημιών, είναι ένας πολύ πιο τυποποιημένος και συντηρητικός διανοητής. Το κείμενό του «Το τοπίο: η λειτουργία τού αισθητικού στη νεωτερική κοινωνία» (1963) στερείται εντυπωσιακά οιασδήποτε κριτικής αιχμής και είναι σχεδιασμένο ως υπεράσπιση όλων των νομιμοποιητικών κλισέ της σύγχρονης, φιλελεύθερης λεγόμενης κοινωνίας. Η ενατενιστική σχέση με τη φύση όπως αποκρυσταλλώνεται στην αισθητική κατασκευή του τοπίου -που την παραδειγματική προαναγγελία της διαβάζει ο Ritter σ' ένα εξομολογητικό κείμενο του Πετράρχη με το οποίο ξεκινά την αφήγησή του- είναι βεβαίως η κληρονομιά της αρχαίας θεωρίας, ωστόσο στη νεότερη εποχή λαμβάνει μια ιδιάζουσα μορφή. Ο Ritter αναγνωρίζει βεβαίως σε αυτή τη μορφή την αποφασιστική έξοδο από τη φύση για την οποία μιλούσε ο Simmel, έχει τη διορατικότητα μάλιστα να δει τη συμμετρική γένεση και ανάπτυξη του νέου αισθητικού πνεύματος και της νέας επιστήμης, αλλά υποβιβάζει την εν λόγω σχέση σε μια απλή φορμαλιστική κατανομή αρμοδιοτήτων: «Οπου ο ουρανός και η γη δεν εμφανίζονται πια στην επιστήμη ως αντικείμενα γνώσης και έκφρασης, όπως στην έννοια της φιλοσοφίας του αρχαίου κόσμου, η ποίηση και η τέχνη αναλαμβάνουν να τα παρουσιάζουν αισθητικά ως τοπίο» (σελ. 75). Αυτή η κατανομή σημαίνει ταυτόχρονα την πρακτική αξιοποίηση, από τη μια πλευρά, και τον ελεύθερο αναστοχασμό τον αποσπασμένο από ωφελιμιστικές σκοπιμότητες, από την άλλη. Από τη στιγμή που αυτά τα δύο συνεργάζονται ωραία και ειδυλλιακά χωρίς να τίθεται από πουθενά ζήτημα αποξένωσης, εκμετάλλευσης, κυριαρχίας, ο συγγραφέας έχει την ολύμπια αταραξία να μας διαβεβαιώνει -επικαλούμενος μάλιστα προς επίρρωσή του τον Σίλερ- ότι «η εκπραγμάτιση της φύσης, η μετατροπή της σε αντικείμενο, και κατά συνέπεια ο χωρισμός του ανθρώπου από τη φύση που αρχικά τον περιέβαλλε, δεν είναι [...] παρακμή και απώλεια μιας πρωταρχικά άθικτης ύπαρξης. Η απώλεια της περιβάλλουσας φύσης είναι μάλλον μια προϋπόθεση της ελευθερίας (sic)» (σελ. 86).
ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/01/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις