Η ακακία

Έκπτωση
40%
Τιμή Εκδότη: 28.57
17.14
Τιμή Πρωτοπορίας
+
147393
Συγγραφέας: Σιμόν, Κλωντ
Εκδόσεις: Εστία
Σελίδες:344
Μεταφραστής:ΣΚΑΣΣΗΣ ΘΩΜΑΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/12/2002
ISBN:9789600510546
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Περιορισμένη διαθεσιμότητα
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Γραμμένο σχεδόν τριάντα χρόνια μετά το "Δρόμο της Φλάνδρας", το μυθιστόρημα αυτό είναι το έπος των γενεών που έζησαν τις τραγικές συνέπειες πολέμων και κοινωνικών αλλαγών μεταξύ 1880-1940, δοσμένο μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας. Η πορεία ενηληκίωσης ενός εφήβου από τη σκληρή αγροτική ζωή στα γαλλικά Πυρηναία μέχρι τη Σχολή Ευελπίδων, τα πόστα στις εξωτικές αποικίες, τον καλό γάμο και το θάνατο σε μια μάχη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου· η παράλληλη πορεία του γιου του από τη Σχολή Καλών Τεχνών και τα ανέμελα ταξίδια στην Ευρώπη του μεσοπολέμου, μέχρι την κατάταξη στο αναχρονιστικό για τον πόλεμο του 1940 ιππικό, την αιχμαλωσία, τις κακουχίες και την απόδραση. [...]

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου








ΚΡΙΤΙΚΗ



Με το τέχνασμα του ουροβόρου όφεως, η αρχή αυτού του «οικογενειακού» ή «γενεαλογικού» μυθιστορήματος βρίσκεται στο τέλος του. Ο αναγνώστης μέχρι και την τελευταία σελίδα αδυνατεί να ξεκλειδώσει το αίνιγμα του τίτλου, έως ότου στις έσχατες αράδες διαβάζει:

«Ενα βράδυ κάθισε στο τραπέζι του μπροστά σε μια λευκή σελίδα. Ηταν άνοιξη πια. Το παράθυρο του δωματίου ήταν ανοιχτό και η νύχτα έξω χλιαρή. Ενα από τα κλαδιά της μεγάλης ακακίας που φύτρωνε στον κήπο ακουμπούσε σχεδόν τον τοίχο, έτσι έβλεπε τα πιο κοντινά κλωνάρια τα φωτισμένα από τη λάμπα, με τα φύλλα τους που έμοιαζαν με φτεράκια να πάλλονται με φόντο το έρεβος, κι ήταν στιγμές που τα ανοιχτοπράσινα από το ηλεκτρικό φως σέπαλα σάλευαν σαν λοφία, λες κι είχαν ξαφνικά ζωντανέψει και κινούνταν από μόνα τους, θαρρείς και ολόκληρο το δέντρο ξυπνούσε, αναριγούσε και τιναζόταν, έπειτα τα πάντα γαλήνευαν, και αυτά επέστρεφαν στην ακινησία τους».



Επιστροφή στο παρελθόν



Παρακολουθούμε λοιπόν τη σκηνή της ανάδυσης ενός συγγραφέα και την εκκίνηση ενός έργου, μέρος του οποίου είναι και το ανά χείρας μυθιστόρημα. Οποιος έχει ήδη διαβάσει Κλωντ Σιμόν, θα τον ξαναβρεί ατόφιο στις σελίδες της Ακακίας (1989) να ενορχηστρώνει τα αιώνια θέματά του, τη δύναμη της γης, τη βία του πολέμου και της ζωής, τη μαθητεία στον θάνατο υπό τη βαριά σκιά της Ιστορίας, που συγχρονίζει και αλληλοσυμπληρώνει ανά πάσα στιγμή παρελθόν, παρόν και μέλλον. Θα αναγνωρίσει επίσης το διακριτό ύφος του συγγραφέα, την αδυναμία του στις μετοχές, στις μεγάλες αφηγηματικές ανάσες, τις φράσεις που αναπτύσσονται αργά, με την άνεσή τους, και εκτείνονται ενίοτε σε σελίδες ολόκληρες. Επανειλημμένα, σε σχετικές ερωτήσεις, ο Κλωντ Σιμόν έχει καταθέσει την επιφυλακτική του στάση έναντι της «έμπνευσης» και του μουσόληπτου συγγραφέα. Δηλώνει κοφτά και απερίφραστα ότι τα πάντα στη γραφή είναι αποτέλεσμα σκληρής εργασίας, και ότι τρία πράγματα τον απασχολούν συνεχώς: το πρώτο είναι η εκκίνηση μιας φράσης, το δεύτερο είναι η συνέχισή της, το τρίτο είναι το τελείωμά της. Αν, από την άλλη μεριά, έπρεπε να συστήσει κανείς αυτόν τον επίμονο σμιλευτή της φράσης και επιφανή εκπρόσωπο του γαλλικού «νέου μυθιστορήματος» (nouveau roman) σε αναγνώστες που αγνοούν την τεχνική του και το έργο του, η Ακακία είναι, από κάθε άποψη, το ιδανικότερο κείμενο πρώτης γνωριμίας, εισαγωγής στην εργοβιογραφία του. Διότι αυτός ο συγγραφέας που, ούτως ή άλλως, δηλώνει ότι δεν επινοεί τίποτε και ανακυκλώνει προσωπικές εμπειρίες στα βιβλία του, εν προκειμένω επιχειρεί μια γενναία επιστροφή στο παρελθόν από την οποία προκύπτει ένα υποδειγματικό αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, σε ευθεία αντιστοίχιση με τα βιογραφικά του δεδομένα: καταβύθιση στα παιδικά χρόνια και στη μικρή μυθιστορία της οικογένειας, στρατιωτική εκπαίδευση, αναφορές στην απόπειρα εισόδου στον κόσμο της καλλιτεχνίας (ζωγραφική), ταξίδια ανά την προπολεμική Ευρώπη, αιχμαλωσία και στρατοπεδική εμπειρία στη διάρκεια του πολέμου, δραπέτευση και αργή επανένταξη στον κόσμο της καθημερινότητας. Πρόκειται συνάμα και για μια αχνή «αισθηματική αγωγή» ενός νεαρού που ανδρώνεται κυριολεκτικά μέσα στον πόλεμο και κατακτά την αυτογνωσία του, κερδίζει επίπονα την ταυτότητά του.



Στο κατόπι στης Ιστορίας



Οι τίτλοι των δώδεκα κεφαλαίων είναι σκέτες χρονολογίες που πηγαινοφέρνουν τον αναγνώστη από τον πρώτο στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, και ακόμη πιο πίσω ή ακόμη πιο μπρος, σε άτακτη διάταξη η οποία προσπαθεί να αποδώσει τη συνειρμική ταυτοχρονία, λειτουργώντας σε δύο, τουλάχιστον, επίπεδα: του γιου και των γονέων. Η ουδέτερη τριτοπρόσωπη αφήγηση προβάλλει έναν 28χρονο άνδρα που, την άνοιξη του 1941, στο τέλος του βιβλίου, αρχίζει να εξιστορεί τις σκόρπιες αναμνήσεις του ή τις κατακερματισμένες γνώσεις του γύρω από τις δόξες και τα πένθη της οικογένειας, το πρόσφατο και το απώτερο παρελθόν. Ετσι, έχοντας γνώση του τέλους, της εμπρόθετης δυναμικής του βιβλίου, μπορεί ο αναγνώστης να επιστρέψει στην αρχή (κεφ. Ι: 1919), στην αέναη περιπλάνηση τριών μαυροφόρων γυναικών (μία χήρα και δύο κακογερασμένες, γεροντοκόρες αδελφές) που σέρνουν μαζί τους ένα σιωπηλό εξάχρονο αγόρι. Γυρεύουν με ασίγαστο πείσμα και οργισμένη θλίψη από χωρίου εις χωρίον, στα ερειπωμένα εδάφη και στα χαλάσματα του πολέμου ένα μνήμα, κάποια, έστω και ελάχιστα, ίχνη του πεφιλημένου νεκρού (αδελφού, συζύγου, πατέρα), του ηρωικού αξιωματικού του ιππικού που χάθηκε κάπου στο Βερντέν, στο πεδίο της μάχης. Είναι μια ζοφερή εικόνα, μια τραυματική εμπειρία που η ριπή της θα περνά ξανά και ξανά και σε κατοπινά «κεφάλαια», αφού ο διεσταλμένος χρόνος των παιδικών αναμνήσεων τοποθετεί εκεί την πρώτη στέρηση, την απουσία του πατέρα, την πρώτη περιπλάνηση, το ταξίδι στο κατόπι της Ιστορίας.



Η προυστική καταγωγή



Στην Ακακία, όπως είπαμε, τα πάντα αρχίζουν από το τέλος, όταν αυτό το μικρό παιδί της αρχής, ο ανεψιός των δύο σκληροτράχηλων γυναικών, ο μετέπειτα αναρχικός, κυβιστής ζωγράφος και πολυταξιδευτής, που δεν ονοματίζεται πουθενά (ούτε άλλωστε και κανένα από τα υπόλοιπα πρόσωπα της εξιστόρησης), αρχίζει να μαυρίζει τις λευκές σελίδες και γίνεται ο συγγραφέας της άρρυθμης αφήγησης που παρακολουθούμε ως αναγνώστες. Οι δικές του ενθυμήσεις από το ιππικό, στο οποίο αταβιστικά υπηρετεί, κορυφώνονται στη στιγμή της άτακτης υποχώρησης ενώπιον του τεθωρακισμένου εχθρού (κεφ. ΙΙ και IV: 17 Μαΐου 1940), αλλά και διακόπτονται από μια μεγάλη ανάδρομη παρένθεση (κεφ. ΙΙΙ: 27 Αυγούστου 1914), στην οποία, με αφορμή τον θάνατο του πατέρα, στον προηγούμενο πόλεμο, εξιστορείται η μυθική διαδρομή αυτού του σκληραγωγημένου άνδρα, που χάρη στις δύο μεγαλύτερες αδελφές του, στις θυσίες και στις στερήσεις τους, κατορθώνει να υπερβεί τα περιορισμένα όρια της κοινωνικής του τάξης, να ξεφύγει από τον τροχό της σκληρής δουλειάς στα πατρικά χωράφια. Κρατά από αυτή την καθοριστική φύτρα τον κανόνα μιας ζωής ασκητικής και μια ενστικτώδη αποστροφή για το ράσο, τη συνάφεια με τον χώρο της Εκκλησίας. Αντιστικτικά, η επόμενη παρένθεση (κεφ. V: 1880-1914) μας ανοίγει τη διαδρομή της μητέρας, αυτής της «νεαρής σουλτάνας» που κουβαλά την υπεροψία και τη μέθη της αριστοκρατικής καταγωγής της. Τα πάντα (γεωγραφία, κοινωνικός περίγυρος, αγωγή, θρησκεία) χωρίζουν τον αμέριμνο κόσμο της από τον δωρικό τρόπο ζωής του νεαρού αξιωματικού. Οι δρόμοι τους όμως θα διασταυρωθούν, παρά πάσαν προσδοκίαν, και θα καταλήξουν σε γάμο και σε περιπλάνηση στις μακρινές, τροπικές χώρες, όπου υπηρετεί ο σύζυγος και όπου θα γεννηθεί το μικρό αγόρι που δεν θα γνωρίσει ποτέ πατέρα, παρά μέσα από αναδιηγήσεις μαυροφόρων γυναικών (θείες, μητέρα, εξαδέλφες). Τα λοιπά κεφάλαια, με ασύμμετρα άλματα στον χρόνο, πότε μπρος και πότε πίσω (1939, 1982-1914), όταν γέρος πια, σχεδόν 70χρονος, ο συγγραφέας μας επιστρέφει στα πλούσια πατρογονικά του και αναπολεί το άγγελμα θανάτου του πατέρα, καταπώς του το περιγράφουν, και πάλι 1939-1940, στιγμές της γενικής επιστράτευσης, και ξανά με τη σβούρα του χρόνου στο 1914, μετά απότομα στους βομβαρδισμούς του 1940, και πάλι ξεφτίδια του οικογενειακού μυθιστορήματος: 1910-1914-1940..., και, τέλος, 1940: το σώμα που ξαναβρίσκει αργά τους ρυθμούς και τους χυμούς του, ύστερα από χρόνια στέρησης. Η ώρα του απολογισμού μπροστά σε μια λευκή σελίδα, με το παράθυρο ανοικτό και τη φιλική παρουσία της ακακίας...

Εχουμε και άλλοτε από εδώ (1.9.2002) υπογραμμίσει ότι τα κείμενα του Σιμόν είναι σαφώς προυστικής καταγωγής, αφιερωμένα επίσης στην αναζήτηση ενός χαμένου χρόνου, γεγονός που διαμορφώνει και τον μακροπερίοδο λόγο τους. Είναι κείμενα «δύσκολα», αλλά όχι απρόσιτα στον απαιτητικό αναγνώστη, κατασκευασμένα σύμφωνα με αυστηρές αυτοδεσμεύσεις και εσωτερικούς κανόνες που δείχνουν καλά την ποιητική του nouveau roman, το οποίο και κερδίζει ουσιαστικά το Νομπέλ (1985) εν ονόματι του Κλωντ Σιμόν. Η ελληνική πρόσληψη αυτού του μείζονος συγγραφέα βαίνει καλώς: η Εστία, που με μοναδικό αίσθημα ευθύνης έχει αναλάβει να μας εξοικειώσει με τον πολυδαίδαλο κόσμο μιας πραγματικά ακούραστης γραφίδας, επιλέγει πάντα μεταφραστές ικανούς να αντιμετωπίσουν τη ζόρικη γλώσσα του πρωτοτύπου και να τεντώσουν την ελληνική σε θαυμαστά όρια.



Λίζυ Τσιριμώκου (καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας)

ΤΟ ΒΗΜΑ , 30-03-2003

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!