0
Your Καλαθι
Η πρόσκληση
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Ο Κλωντ Σιμόν -από τους μεγαλύτερους σύγχρονους συγγραφείς του κόσμου, βραβευμένος με Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1985- προσκαλείται επισήμως το 1986 στη Σοβιετική Ένωση, επί Γκορμπατσόφ· μαζί με δεκατέσσερις άλλες προσωπικότητες από τη Δύση (Άρθουρ Μίλλερ, Τζέιμς Μπόντουιν, Γιασάρ Κεμάλ, Πήτερ Ουστίνοφ...) θα συμμετάσχει σε ένα διεθνές φόρουμ με ασαφείς στόχους. Ένα μείγμα από δημόσιες σχέσεις χωρίς ουσία και από διαλέξεις εκδήλωσης αγαθών προθέσεων συνιστά τη βιτρίνα αυτού του ταξιδιού. Οι δεκαπέντε προσκεκλημένοι μεταφέρονται μέσα σε επίσημες μαύρες λιμουζίνες και περιφέρονται -με φόντο ανιαρά τραπεζώματα- σε ένα σύμπαν ατελείωτων λόγων υποδοχής, ευχαριστιών και ευχολογίων για την επικράτηση της ειρήνης στον κόσμο.
Ο Κλωντ Σιμόν ξεγλιστρά από την ανεκδοτολιγική όψη αυτού του υλικού κατασκευάζοντας ένα αφήγημα-διαμάντι· από μικρά μικρά γεγονότα μας παραδίδει ένα μείζον λογοτενικό κείμενο, για να θυμόμαστε -σήμερα περισσότερο παρά ποτέ- πως η λογοτεχνία δεν είναι περιγραφή ιδεών ούτε ρεπορτάζ, κι ούτε έχει στόχους άλλους από τη μέγιστη απόλαυση της γλώσσας. «Αν κάποιος δεν διάβασε ποτέ του Κλων Σιμόν», γράφτηκε μεταξύ άλλων στον γαλλικό τύπο, «πρέπει να κάνει την αρχή με αυτές τις εξαίσιες εκατό σελίδες όπου ο νομπελίστας του 1985 ανταποδίδει στον απολυταρχισμό τον θαυμαστό μηχανισμό των επιθέτων που χρησιμοποιούν γενικώς οι τύραννοι και οι διφημιστές για να ξεγελάσουν το προσωπικό τους κενό».
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Κλωντ Σιμόν (γενν. 1913), μείζων γάλλος συγγραφέας, αντιλαμβάνεται τη λογοτεχνία ως αυτόνομο έργο τέχνης, μοναδικό τεχνούργημα. Εντάσσεται λοιπόν στη χορεία όσων ποιούν, κατασκευάζουν, λειαίνουν με πείσμα και υπομονή κάθε φράση, κάθε λέξη του κειμένου κάνοντάς τες να σπιθοβολήσουν. Η γλώσσα είναι ένα υλικό που δεν χρησιμεύει απλώς στο να λέει, να μεταδίδει πληροφορίες και γνώση, δεν είναι εργαλείο ενός απλοϊκού διδακτισμού, αλλά δημιουργία, τείνει να κατασκευάσει κάτι το ανεπανάληπτο, με εσωτερική συνοχή και ρύθμιση των στοιχείων από τα οποία θα αναβλύσει ένα νόημα, απαλλαγμένο σχεδόν εξ ολοκλήρου από ανεκδοτολογικές πρακτικές και συνδηλώσεις, αύταρκες και αυτόφωτο. Το σύνολο έργο του Σιμόν που υπακούει σε αυτή την εικονοκλαστική λογική, παγκοσμίως αναγνωρισμένο, επιστέφεται με την ύψιστη διάκριση, την απονομή του βραβείου Νομπέλ (1985). Η φήμη ωστόσο που περιβάλλει τον Σιμόν θέλει τα κείμενά του δύσκολα, απρόσιτα, απόκρυφα, ακόμη και μη αναγνώσιμα ή μη μεταφράσιμα (παρ' όλο που έχουν μεταφραστεί σε τριάντα περίπου γλώσσες).
Είναι μια φήμη που έχει δημιουργηθεί γενικότερα γύρω από τη σχολή του «νέου μυθιστορήματος» (nouveau roman), το οποίο άνθησε στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και περιλαμβάνει μια πλειάδα πεζογράφων συσπειρωμένων στις εκδόσεις Minuit, με κορυφαίους τον Ρομπ-Γκριγέ, τη Ναταλί Σαρότ, τον Μισέλ Μπυτόρ, τη Μαργκερίτ Ντυράς, τον ίδιο τον Κλωντ Σιμόν και, εν μέρει, τον Μπέκετ. Πρόκειται για κείμενα μιας γραφής ελικοειδούς, αιρετικής και αφαιρετικής, που κονιορτοποιεί τους χαρακτήρες, την πλοκή και τη δομή του παραδοσιακού, «ακαδημαϊκού» μυθιστορήματος και πριμοδοτεί έναντι της γραμμικής αφήγησης την εξαντλητική περιγραφή αντικειμένων και καταστάσεων, προσπαθώντας να μη χειραγωγεί τον αναγνώστη, στερώντας τον από κάθε οδηγητικό νήμα, μονάχο μέσα στην κινούμενη άμμο του κειμένου.
Ο Σιμόν διακονεί από πολύ νωρίς και δύο άλλες τέχνες, τη ζωγραφική και τη φωτογραφία, που του διαμορφώνουν ένα άλλο βλέμμα πάνω στα πράγματα, ανοίγουν ή κλείνουν το διάφραγμα της κατόπτευσης, της θέασης του κόσμου και τον καθιστούν έναν κατ' εξοχήν «οπτικό» συγγραφέα. Από νωρίς επίσης δορυφορεί το έργο του γύρω από την οικογενειακή ή προσωπική ιστορία του, αναδιαρθρώνοντας ή εξαρθρώνοντας, παραμορφώνοντας αποσπάσματα του παρελθόντος τα οποία γίνονται προσχήματα γραφής στο παρόν, ένα πρωτότυπο είδος πληθυντικής αναδιήγησης, και ορθώνουν ένα continuum όπου το αυτοβιογραφικό μέρος αποτελεί δεσπόζουσα παράμετρο. Τα κείμενα του Σιμόν εντάσσονται, κατά κάποιον τρόπο, στα «μυθιστορήματα μνήμης», προυστικής καταγωγής, κρατώντας όμως σταθερούς δεσμούς (στο γλωσσοπλαστικό επίπεδο) και με τη γραφή του Τζόις και τη δυναμική του έργου του Φόκνερ. Με μηδαμινές δημόσιες σχέσεις και στρατευμένο στην αγωνία της γραφής, θα μπορούσε κανείς να κατατάξει επιπόλαια τον Σιμόν σε κειμενογράφο του εργαστηρίου, αν όχι του χρυσελεφάντινου πύργου του αισθητισμού.
Αντιθέτως, όμως, αφήνει την Ιστορία και τον Πόλεμο να παίζουν ενεργό ρόλο τόσο στη ζωή του όσο και στο έργο του. Γιος αξιωματικού που χάθηκε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, σφραγίζεται από αυτό το τραυματικό γεγονός της τρυφερής του ηλικίας· το 1936 πηγαίνει στη Βαρκελώνη και συμμετέχει στον ισπανικό αντιδικτατορικό αγώνα, το 1940 κατατάσσεται στο ιππικό και παίρνει μέρος στην αντίσταση, αιχμαλωτίζεται από τους Γερμανούς, κλείνεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης από όπου δραπετεύει και συνεχίζει την αντιστασιακή του δράση. Το 1960, τέλος, είναι παρών στην έκκληση που διακηρύσσει το δικαίωμα στη στρατιωτική ανυπακοή και τη βούληση για την ανεξαρτησία της Αλγερίας, υπογράφοντας το περίφημο «Μανιφέστο των 121» διανοουμένων. Το ιστορικο-πολεμικό κλίμα είναι λοιπόν συνεχώς παρόν στο έργο του και δίνει εμφατικά τον τίτλο στην Ιστορία του (1967), καθώς και στη Μάχη των Φαρσάλων (1969), αλλά είναι εξίσου παρόν και σε πλείστα άλλα κείμενά του, όπως λόγου χάριν στον βραβευμένο Δρόμο της Φλάνδρας (1960) και στο Ξενοδοχείον πολυτελείας (Le Palace, 1962), μεταφρασμένα και στη γλώσσα μας, πάντα στις εκδόσεις της Εστίας.
Με αυτές τις περγαμηνές στις αποσκευές του, του νομπελίστα αλλά και του πολιτικά υποψιασμένου συγγραφέα, προσκαλείται επισήμως στη Σοβιετική Ενωση επί Γκορμπατσόφ (1986) μαζί με 14 άλλες σημαντικές προσωπικότητες του δυτικού κόσμου (Αρθουρ Μίλερ, Πίτερ Ουστίνοφ, Γιασάρ Κεμάλ κ.ά.), για μια σύνοδο κορυφής του πνεύματος και της τέχνης που επιθυμεί να σφραγίσει τη νέα πολιτική πλεύση της Σοβιετίας, το θερμό άνοιγμα προς τον εκδημοκρατισμό της αχανούς αυτής χώρας. Αυτό το ταξίδι είναι που περιγράφει Η πρόσκληση, χωρίς να εμπίπτει διόλου στο είδος της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, του δοκιμίου ή του χρονικού. Μισό αιώνα μετά το περίφημο ταξίδι του Αντρέ Ζιντ στη Σοβιετική Ενωση, από όπου γύρισε καταγοητευμένος, ο Σιμόν συνεχίζει μιαν οιονεί παράδοση της γαλλικής διανόησης την οποία ήδη από τον περασμένο αιώνα εντυπωσίαζαν οι αχανείς εκτάσεις, ο εξωτισμός της γλώσσας και η ασιατική μεθόριος (το Ταξίδι στη Ρωσία του Γκοτιέ είναι καλό δείγμα της ερεθισμένης φαντασίας του δυτικού διανοούμενου μπροστά στο μεγαλείο και τις διαστάσεις της ανατολικής χώρας). Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, στον 20ό αιώνα, η επίσκεψη στη χώρα του υπαρκτού σοσιαλισμού είχε λάβει τη διάσταση σχεδόν του προσκυνήματος, της απότισης φόρου τιμής στη χώρα που διαμόρφωνε τη μεγάλη υπόσχεση μιας νέας κοινωνίας. Από αυτή την άποψη αποκλίνει ριζικά Η πρόσκληση του Κλωντ Σιμόν, η οποία λειτουργεί εντελώς απομυθευτικά ως και σατιρικά μπροστά στο «σοσιαλιστικό θαύμα».
Απαλλαγμένο από οποιοδήποτε ανθρωπωνύμιο ή τοπωνύμιο, το κείμενο του Σιμόν κατορθώνει κυρίως με τον μακροπερίοδο λόγο του (προυστικής προέλευσης) να διολισθαίνει ανεπαισθήτως από την κυριολεξία στη μεταφορά, από μια ιστορική στιγμή σε μιαν άλλη, να μετεωρίζεται συνεχώς ανάμεσα στο πραγματικό και στο πλασματικό, να αποδίδει το βραδυκίνητο και γραφειοκρατικό κλίμα της Σοβιετικής Ενωσης, την ακαμψία του και τη μονολιθικότητά του χωρίς να ονομάζει τίποτε και παρά ταύτα όλα να είναι αναγνωρίσιμα, παρά τη μη αναφορικότητα των μακροσκελών περιγραφών. Κείμενο υπαινικτικό, αφαιρετικό, διαστιζόμενο συνεχώς από μια ελαφρά ή συγκαταβατική ειρωνεία, ανήκει περισσότερο στο σύμπαν των υπολοίπων αινιγματικών κειμένων του Σιμόν, που χρειάζονται την ευφυΐα και την ενεργητικότητα του αναγνώστη για να ξεδιπλώσουν τα μυστικά τους. Το παιχνίδι ανάμεσα στο ιστορικό και στο ποιητικό επίπεδο είναι μόνιμο σε όλα τα σιμονικά κείμενα και δεν θα μπορούσε να λείπει και από τούτο. Η μόνη - και σημαντική - διαφορά του παρόντος κειμένου είναι η έλλειψη πολεμικού κλίματος και βίας: αντιθέτως περισσεύουν οι ευγένειες και τα χαμόγελα, η χαλαρότητα ανάμεσα σε οικοδεσπότες και προσκεκλημένους και μόνον σε ορισμένα φλας μπακ ανακαλείται η βία του σταλινισμού, επιμένοντας περισσότερο στο «φλας», την ξαφνική ριπή του στιγμιότυπου, που αμέσως χωνεύεται στη νωχελική και κοχλιωτή αφηγηματική περιγραφή (αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον όρο) που έχει διασωθεί στην ελληνική μετάφραση.
Μέσα σε πολυτελείς μαύρες λιμουζίνες, σε πούλμαν ή σε αεροπλάνα μεταφερόμενοι οι 15 προσκεκλημένοι, συνοδευόμενοι πάντα από αντίστοιχες διερμηνείς (έμφαση στη γλωσσική Βαβέλ όλης αυτής της «θεατρικής» ατμόσφαιρας), έχουν την ευκαιρία να διακρίνουν την ψευδοπολυτέλεια ή το φθαρμένο μεγαλείο μιας άλλοτε πανίσχυρης απολυταρχίας. Οπως προαναφέραμε, Η πρόσκληση συμπληρώνει περισσότερο την κειμενική γενεαλογία του Σιμόν παρά αποτελεί ταξιδιωτικό ρεπορτάζ, την αφέλεια του οποίου υπονομεύει δραστικά. Από αυτή την άποψη, τη συμπλήρωση δηλαδή του σιμονικού κόσμου, καλό θα ήταν να μεταφραστούν τα δύο μεταγενέστερα αριστουργήματά του (πάντα αυτοβιογραφικής υφής), Η ακακία (L' acacia, 1989) και Ο βοτανικός κήπος (Le jardin des plantes, 1997), που επιμένουν στην αφαίρεση και στον πειραματισμό παρά το θαλερό γήρας του συγγραφέα τους.
Λίζυ Τσιριμώκου (αναπληρώτρια καθηγήτρια Συγκριτικής Λογοτεχνίας)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 01-09-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις