0
Your Καλαθι
Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα I (333 μ.Χ.-1700)
Δημόσιος και ιδιωτικός βίος, λαϊκός πολιτισμός, Εκκλησία και οικονομική ζωή, από τα περιηγητικά χρονικά
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τρεις τόμοι, σχεδόν 3.000 σελίδες. Ο πρώτος τυπώνεται τον Απρίλιο του 1970, ιδίοις αναλώμασιν, στις εγκαταστάσεις της Εκδοτικής Αθηνών καθώς εκείνη την εποχή ο Κ. Σιμόπουλος ήταν διευθυντής έκδοσης της Ιστορίας του Ελληνικού Εθνους που μόλις ξεκινούσε. Πέντε χρόνια αργότερα το έργο ολοκληρώνεται με τον τρίτο τόμο, χωρισμένο σε δύο ημιτόμους, που τυπώνεται σε άλλες εγκαταστάσεις, πάντα με προσωπική δαπάνη. Όταν, το 1999, ο συγγραφέας αποφασίζει να στεγάσει το σύνολο του έργου του σε έναν εκδοτικό οίκο, ο πρώτος τόμος βρίσκεται στην ενάτη έκδοση, ο δεύτερος στην ογδόη και ο τρίτος στην έκτη, ενώ ο ίδιος θα εορτάσει οσονούπω την ογδοηκοστή επέτειό του συγγράφοντας ακάματος βιβλία ιστορικού περιεχομένου που με την πάροδο του χρόνου γίνονται όλο και μαχητικότερα.
Έργο με εμπεριστατωμένη και αντικειμενική παρουσίαση οι Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, παραμένει αναντικατάστατο. Στις ημέρες μας μάλιστα φαίνεται να αποκτά καινούργιο ενδιαφέρον καθώς η Ελλάδα από εξωτικός τόπος που ήταν κάποτε για τους Ευρωπαίους, κατοικημένος από έναν σχεδόν βάρβαρο λαό, στον οποίο μόλις και αναγνωρίζονταν μερικές πρωτόγονες αρετές, προβιβάζεται σε ισότιμο εταίρο. Τα κείμενα των περιηγητών έτυχαν σε παλαιότερες εποχές ιδιαίτερης προσοχής. Αρχικά ως τεκμήρια για τη συγγραφή της ελληνικής ιστορίας, με καθοριστική στη συνέχεια επιρροή για τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό. Σήμερα ήρθε πλέον ο καιρός να εντρυφήσουμε σε αυτά με περισσότερη αυτογνωσία και λιγότερα συμπλέγματα ανακαλύπτοντας επιθυμίες, εμμονές και φαντασιώσεις των ξένων ταξιδιωτών. Μέσα από τις εντυπώσεις τους και πέραν του ταμπεραμέντου ενός εκάστου φανερώνονται οι πολιτικές επιδιώξεις καθώς και η νοοτροπία των μεγάλων δυνάμεων, προπαντός της Αγγλίας και της Γαλλίας. Ταυτόχρονα ανακαλύπτουμε γραφικές, κάποτε και αποτρόπαιες, εικόνες από τους ελληνικούς τόπους, όπως και γλαφυρές περιγραφές για τα ντόπια ήθη και έθιμα που ανήκουν μεν στο απώτερο παρελθόν, χωρίς ωστόσο να είναι πάντα και παρωχημένες.
Το έργο προϋποθέτει μόχθο και μεράκι λόγω του όγκου των περιηγητικών κειμένων κάθε είδους ημερολόγια, επιστολές, επίσημες αναφορές, ταξιδιωτικές αφηγήσεις καθώς και της γλωσσικής διασποράς τους, από τη λατινική ως ένα πλήθος εθνικών γλωσσών, κατά κανόνα σε αρχαιότροπη μορφή.
Ο Κ. Σιμόπουλος δεν συντάσσει ανθολόγημα ταξιδιωτικών κειμένων. Αντ' αυτού προκρίνει την ενιαία αφήγηση ως καταλληλότερη για την αξιοποίηση ενός τόσο εκτεταμένου υλικού. Στους προλόγους των τόμων δίνει το περίγραμμα της κάθε εποχής ενώ στα επί μέρους εισαγωγικά κεφάλαια συγκεντρώνει τα βασικά χαρακτηριστικά, όπως οι χώρες προέλευσης των περιηγητών, οι επαγγελματικές τους δραστηριότητες, προπαντός ο σκοπός του ταξιδιού. Επίσης αισθητοποιεί στον σημερινό αναγνώστη τι σήμαινε ένα ταξίδι στην Ελλάδα σε παλαιότερους χρόνους, τα έξοδα και τον χρόνο που απαιτούσε, κυρίως τις δυσοίωνες συνθήκες και τους κινδύνους.
Ο κορμός της διήγησης χωρίζεται σε κεφάλαια, συνήθως κατά περιηγητή, σπανιότερα κατά συντροφιά συνοδοιπορούντων ταξιδιωτών. Εν περιλήψει σκιαγραφείται ο βίος και το έργο τους, με έμφαση στο χρονικό του ταξιδιού. Για την καλύτερη αποτύπωση εντυπώσεων και παρατηρήσεων παρατίθενται αποσπάσματα, σε ενιαία μεταφραστική απόδοση, που έχουν αποδελτιωθεί σύμφωνα με τον τόπο αναφοράς. Υποσελίδιες σημειώσεις συνοδεύουν το κείμενο, με πάσης φύσεως βοηθητικές πληροφορίες, κυρίως βιβλιογραφικές, καθώς και πρόσθετα, εκτενέστερα παραθέματα, ώστε να μη διακόπτεται η ροή της κυρίως διήγησης. Και βεβαίως έχουν προβλεφθεί ευρετήρια.
Ο πρώτος τόμος απλώνεται από τον 4ο μ.Χ. αιώνα ως το 1700, μια μακρά περίοδος κατά την οποία ουσιαστικά απουσιάζουν ταξιδιωτικά χρονικά αφιερωμένα αποκλειστικά στον σημερινό ελλαδικό χώρο, μια και η χώρα μας στα χρόνια του Βυζαντίου και τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας στάθηκε απλώς ένας ενδιάμεσος σταθμός στα ταξίδια προς Κωνσταντινούπολη και Μικρά Ασία ή το προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Ως απαρχή αναφέρεται το έτος 333 μ.Χ. χάρη στο οδοιπορικό ενός Φράγκου από το Μπορντό, προσκυνητή στην Παλαιστίνη, ο οποίος επιστρέφοντας πέρασε και από τη Θεσσαλονίκη.
Αγνωστοι παραμένουν οι ταξιδιώτες που μνημονεύονται στον πρώτο τόμο, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όπως ο ραβίνος Βενιαμίν ο εκ Τουδέλας και το οδοιπορικό του από τα μέσα του 12ου αιώνα ή ο φλωρεντινός κληρικός Χριστόφορος Μπουοντελμόντι και το χρονικό της περιοδείας του στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, αρχές του 15ου. Σημαντικότερος όλων, ο περιηγητής με τον οποίον και κλείνει ο 17ος αιώνας, ο γάλλος γιατρός και βοτανολόγος Ιωσήφ ντε Πιττόν Τουρνεφόρ.
Βασιλικός σύμβουλος ο Τουρνεφόρ, σε επιστημονική αποστολή στην καθ' ημάς Ανατολή συνέλεξε πλείστα είδη φυτών αλλά και ποικίλες εθιμικές πληροφορίες καθιστώντας το χρονικό του ένα ενδιαφέρον ανάγνωσμα που, αν δεν σφάλλουμε, ποτέ δεν μεταφράστηκε στα ελληνικά. Αν και τελικά αυτή η παρατήρηση φαίνεται να ισχύει γενικότερα. Τα περιηγητικά κείμενα, που τόσο αγαπήθηκαν στην Ευρώπη, δεν έτυχαν ποτέ στη χώρα μας συστηματικής εκδοτικής φροντίδας.
Ο δεύτερος τόμος είναι αφιερωμένος στον 18ο αιώνα, στη διάρκεια του οποίου ο μισελληνισμός θα μεταμορφωθεί σε φιλελληνισμό. Τότε το ταξίδι στην Ελλάδα ήταν όνειρο μιας ζωής και τα ταξιδιωτικά βιβλία, ιδίως οι εικονογραφημένες εκδόσεις, έρχονταν πρώτα σε ζήτηση. Οι ευρωπαίοι περιηγητές στάθηκαν όλοι τους αρχαιολάτρες, οι περισσότεροι αρχαιοσυλλέκτες και αρχαιοθήρες. Ηταν η εποχή που τα καράβια επέστρεφαν στην Ευρώπη φορτωμένα αρχαιότητες. Λίγοι μόνο θεωρήθηκαν άρπαγες, όσοι δεν πλήρωναν κάποιο αντίτιμο.
Στον τρίτο τόμο, για την εικοσαετία πριν από την Ελληνική Επανάσταση, φιλοξενούνται οι γνωστότεροι σε εμάς σήμερα ταξιδιώτες: ο πρωτοπόρος των ρομαντικών Σατωμπριάν, ο συστηματικότερος των «ελληνοταξιδιωτών», συνταγματάρχης και τοπογράφος Ουίλλιαμ Μάρτιν Ληκ ή ο γάλλος πρόξενος Πουκεβίλ. Προπαντός ο περιβόητος λόρδος Έλγιν και ο προσφιλέστερος όλων λόρδος Μπάυρον με τον συνταξιδιώτη του Χόμπχαους. Μια ενδιαφέρουσα προσθήκη στο έργο του Κ. Σιμόπουλου θα ήταν ένας βιβλιογραφικός οδηγός με τα ταξιδιωτικά κείμενα τα μεταφρασμένα στα ελληνικά και σε αυτοτελείς εκδόσεις.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 10-06-2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις