0
Your Καλαθι
Αυτοβιογραφία ενός στόχου
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Λίγο πριν έρθει η καταιγίδα
λίγο πριν θαμπώσει το γυαλί
λίγο πριν πέσουμε στην παγίδα
ας φάμε τα ψάρια με τα λέπια
ας ρίξουμε σωσίβιο στο μέλλον
ας στρώσουμε στην πόρτα το χαλί
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στην αμέσως προηγούμενη ποιητική συλλογή του («Δεν γνωρίζω δεν απαντώ», 2004), ο Ντίνος Σιώτης έμοιαζε να υποσκάπτει την έως τότε παγιωμένη υπερρεαλιστική του ταυτότητα· να τη διαβρώνει, διοχετεύοντας, κάτω από την αρυτίδωτη επιφάνεια των ποιημάτων του, ισχυρές δόσεις νοσταλγίας για τον ανέκκλητα χαμένο κόσμο της νιότης του, πικρίας για τις διαψεύσεις και τις ματαιώσεις των νεανικών του οραμάτων και προσδοκιών, σαρκασμού, αυτοσαρκασμού και ειρωνείας μπροστά στα διεθνή κοινωνικά και πολυπολιτισμικά τεκταινόμενα. «Μπορεί να περιφέρεται στο κέντρο και στις παρυφές μιας πολιτισμικά μετακατακλυσμιαίας απέραντης ερήμου - σημείωνα ανάμεσα στ' άλλα-, να παραδέχεται ότι ακόμα και η εξοχή είναι στις μέρες μας ένας τόπος επινοημένος, κατασκευασμένος από υποκατάστατα υλικά, οι επισκέπτες του οποίου μετατρέπονται σε απρόσωπους νομάδες. Μπορεί να θλίβεται για όλ' αυτά, διατηρεί ωστόσο την έμφυτη αισιοδοξία του, την πίστη του στην ακατάβλητη δύναμη της ζωής, η οποία είναι καταδικασμένη να υπάρχει στο διηνεκές, παρά τους κινδύνους που την απειλούν από την αλόγιστη εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που αυτή η ίδια παρέχει στον άνθρωπο· ίσως γιατί η αγάπη ποτέ δεν έπαψε να θερμαίνεται στα σκοτεινά της σπλάχνα, γυρεύοντας εναγώνια διέξοδο για να εκδηλωθεί. Μπορεί όλ' αυτά, αλλά τώρα τα κοιτάσματα της μνήμης του είναι θερμότερα, δραματικότερα και, με τις τεράστιες ποσότητες νοσταλγίας που εκλύουν, ποιητικά δραστικότερα».
Στην Αυτοβιογραφία ενός στόχου, ο Ντίνος Σιώτης εξακολουθεί να νοσταλγεί, να σαρκάζει, να αυτοσαρκάζεται, να ειρωνεύεται και να στηλιτεύει -με τη νηφαλιότητα ενός μονίμως εν κινήσει ευρισκόμενου παρατηρητικού κοσμοπολίτη- τα αίτια και τα συμπτώματα της μετάλλαξης των δεδομένων της σύγχρονης πραγματικότητας· εξακολουθεί να εφευρίσκει περισπασμούς και να μετέρχεται τρόπους υποσκαπτικούς της επιφανειακής ευταξίας του κόσμου που τον περιβάλλει. Η νοσταλγία του ωστόσο είναι τώρα σαφώς διευρυμένη ως αίσθηση, καθώς δεν είναι νοσταλγία του κάποτε υπαρκτού και του πραγματοποιημένου, αλλά και του ανύπαρκτου ή, για λόγους αντικειμενικούς ή εξαιτίας προσωπικών ανεπαρκειών, απραγματοποίητου· δεν απορρέει και δεν στρέφεται μόνο από και προς τα περασμένα, αλλά προεκτείνεται και στο μέλλον, στις επισφαλείς κρύπτες του οποίου τεκμαίρεται ότι το ποιητικό υποκείμενο έχει εναποθέσει πολλές από τις ματαιωμένες προσδοκίες του. Γι' αυτό δεν μελαγχολεί νοσταλγώντας· απεναντίας αισθάνεται ενδυναμωμένος και μάλλον αισιόδοξος μπροστά στα επαπειλούμενα «ακραία καιρικά φαινόμενα». Θα έλεγε κανείς ότι η νοσταλγία τον ενδυναμώνει και τον κάνει διεκδικητικό του παρόντος και του μέλλοντος, εν ονόματι του παρελθόντος που αξιώθηκε να ζήσει.
Η μελαγχολία και η θλίψη μπορεί να διαπερνούν συχνά τον λόγο του Ντίνου Σιώτη -τουλάχιστον συχνότερα απ' όσο στο παρελθόν-, σε καμία περίπτωση ωστόσο δεν παγιώνονται ως μόνιμη κατάσταση. Ισως γιατί, όπως δηλώνει άλλοτε ευθέως και άλλοτε αφήνει να εννοηθεί, η θλίψη είναι γι' αυτόν η ευκολότερη στάση· το δύσκολο είναι να ανατραπούν οι συνθήκες της και να μετατραπούν σε δυνάμεις ενισχυτικές τής θέλησης για ζωή. Εξού και η πάντα παρούσα ανατρεπτική του διάθεση, η έμμονη τάση του να δημιουργεί ακατάπαυστα μαγικούς καθρέφτες, αλλοιωτικούς της σκληρής όσο και επίφοβης πραγματικότητας· καθρέφτες που καθιστούν προσεγγίσιμες -αν και όχι απαλότερες- ακόμα και τις πλέον απάνθρωπες εκδοχές του παγκόσμιου κοινωνικού γίγνεσθαι, μετατρέποντάς τες σε αφετηρίες συνειρμών, μετακινήσεων και αναδρομών της μνήμης αλλά και της επιθυμίας για μιαν, έστω επισφαλή, εκεχειρία με το εδώ και το τώρα. Διάθεση ενισχυμένη από τις πάντα εν εγρηγόρσει, προφανείς ή τεκμαιρόμενες υπερρεαλιστικές του καταβολές, αν και ο υπερρεαλισμός του, στην προκειμένη περίπτωση, δεν εκδηλώνεται, όπως άλλοτε, ως στάση ζωής, αλλά σαν έκφραση ενός αιρετικού τρόπου αντιμετώπισης των συνηθισμένων και των απροσδόκητων συμβάντων και καταστάσεων μιας πραγματικότητας ρυθμισμένης και οργανωμένης από δυνάμεις «τακτοποιητικές» των πολύτροπα ισοπεδωτικών «μηχανισμών» και τραυματικές των ψυχών.
Ο θάνατος, στην ποίηση του Ντίνου Σιώτη, όσο κι αν αποτελεί, ως αίσθηση, το υπέδαφος του σφύζοντος από ζωή παρόντος, δεν διαδραματίζει σημαντικό ρόλο· δεν μπορεί να παρέμβει στον εκκωφαντικό θόρυβο της ζωής -ας συνθέτει αυτή τις προϋποθέσεις του. Τα μηνύματα των νεκρών, αν και διάχυτα στην ατμόσφαιρα, σπανίως βρίσκουν αποδέκτες· παραμένουν ανήκουστα ή αδιάβαστα· καλύπτονται από τα διαρκή και εναγώνια ερωτήματα των ζωντανών. Αλλο αν ο θόρυβος επικαλύπτει απλώς, αλλά δεν κατορθώνει να εξαφανίσει τη σιωπή· κάτι που ο ποιητής κατά βάθος γνωρίζει ή, έστω, διαισθάνεται, μονίμως εκτεθειμένος καθώς είναι στις επίβουλες εκπομπές της· γνωρίζει ή διαισθάνεται ότι η σιωπή εκτρέφει και οξύνει την ικανότητα ενός ανθρώπου που, όπως αυτός, επιθυμεί διακαώς την εμβάθυνση στην ουσία των πραγμάτων και των καταστάσεων, ότι αποτελεί το μονιμότερο και το σταθερότερο αντίβαρο στη σαθρότητα της ψευδαισθητικής ευμάρειας και της ψευδεπίγραφης παντοδυναμίας των όποιων «μηχανισμών». Η εξουσία του θανάτου μπορεί να μην τον αφήνει ανεπηρέαστο, δεν φαίνεται ωστόσο να τον επηρεάζει σε βάθος και, εν πάση περιπτώσει, δεν φαίνεται να μπορεί να υποκαταστήσει την πίστη του, την τυφλή υποταγή του στον έρωτα και στη μνήμη: σ' αυτές τις δύο υπέρτατες, κατά την άποψή του, δυνάμεις, που τον συνέχουν και τον καθοδηγούν ως άνθρωπο και ως ποιητή· που τον βοηθούν να βλέπει πέρα από τα επιφαινόμενα, πίσω από την απατηλή επιφάνεια, να ακούει τα ανήκουστα για τους πολλούς και να διαισθάνεται τις εξελίξεις των εγκοσμίων.
Ο Ντίνος Σιώτης δεν είναι απαισιόδοξος, ούτε λυπημένος ή, τουλάχιστον, όπως δηλώνει ο ίδιος, έχοντας καταβάλει τα οφειλόμενα στη λύπη, έχοντας συμπληρώσει τα απαιτούμενα «ένσημα θητείας» σ' αυτήν, έχει δικαιώματα στη χαρά. Η συνειδητοποίηση αυτών των δικαιωμάτων του, ωστόσο, δεν αρκεί για να τον καταστήσει αισιόδοξο ούτε για να τον απαλλάξει από την υποψία, για να μην πω τη βεβαιότητα, ότι η διαφορετικότητα που τον διακρίνει ως ποιητή, το γεγονός ότι ασχολείται με πράγματα αδιάφορα για τους πολλούς, ότι πεισματικά συνομιλεί με τις «λέξεις και τα ρήματα», ότι γνωρίζει τους τρόπους να καταφεύγει στο όνειρο αλλά και το «μαύρο της μοναξιάς, του φόβου, της σκέψης και της ελπίδας» του, τον καθιστά «στόχο» των δοσμένων στο τρελό κυνήγι της χίμαιρας, ενώ παράλληλα, όλα όσα τον καθιστούν στόχο τον στερεώνουν και του χαρίζουν ζωή και την αυτοπεποίθηση ότι δεν είναι εύκολη λεία γι' αυτούς που τον στοχεύουν. Με αυτές τις αντιφατικές διαθέσεις και γοητευτικά τρεκλίζουσες βεβαιότητες, περισσότερο από ποτέ προσωπικός, εξομολογητικός και «περισπαστικός», μονίμως διαβρωτικά χιουμοριστικός, με εκφράσεις και συμπεριφορές ενδεικτικές μιας κούρασης μάλλον βιολογικής, μονίμως μετέωρος, «ως μετανάστης και ως ξένος, ως έκπατρις και ως μειονότης», ο Σιώτης καταθέτει, σ' αυτήν τη συλλογή, τους καρπούς της ωριμότητάς του.
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 13/10/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις