0
Your Καλαθι
Γερνάω επιτυχώς
Μυθιστόρημα
Περιγραφή
Μια καθημερινή γυναίκα που γερνάει, μονολογεί. Στιγμές, βρυχάται.
Αλλοτε ψιθυρίζει. Τραυλίζει. Έχει φριχτές εμμονές, φοβίες για το νερό. Την τρέλα. Παραληρεί για την κλεμμένη αγάπη. Για τις γέννες της, τις ενοχές της, για το πεθαμένο της μωρό. Για τα βουβά, καθημερινά φονικά. Ξερνάει αληθινά και ψεύτικα ονόματα. Η παρανοϊκή πραγματικότητα περνάει στριφτά μέσα από το τυραννισμένο μυαλό της. Οι μέρες, οι μνήμες στρεβλώνονται από την έμμονη θηλυκότητα, το όνειρο, την αποξένωση, την απώλεια, την πρόσκαιρη ευτυχία. Μια γυναίκα χτισμένη μέσα στη Γέφυρα των άλλων, επιβιώνει. Επαναστατεί μέσα από ένα κίτρινο φόρεμα. Περνάει ξυστά μέσα από την τραγωδία. Γερνάει επιτυχώς.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ηρωίδες σχεδόν πρωτόγονες αγωνίζονται, με μάγια και με γρόνθους, για τη διεκδίκηση του άντρα, συζύγου, γιου ή αδελφού, στο καινούργιο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη.
Ένα μυθιστόρημα που κινείται στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη· από τις Σέρρες στη Σταυρούπολη και από το Ορμένιο στις Φέρες. Γραμμένο από έναν συγγραφέα που ακούει τις διηγήσεις του τόπου και δείχνει να μη φοβάται τα πάθη του. Προηγήθηκαν 66 διηγήματα, σε ένα διάστημα 13 ετών, υπολογίζοντας από τη δημοσίευση του πρώτου διηγήματος στο ετήσιο περιοδικό «Παραφυάδα», το 1985, ως την έκδοση της τέταρτης και τελευταίας συλλογής, το 1998. Όλα ανεξαιρέτως απλώνουν τον μύθο τους στον βορειοελλαδικό χώρο, με το κέντρο βάρους να μετεωρίζεται μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αγίου Όρους. Παραμένουν ωστόσο σε ελληνικό έδαφος και δεν προεκτείνονται στην ευρύτερη βαλκανική περιοχή, όπως συμβαίνει με άλλους βορειοελλαδίτες συγγραφείς. Όσο για τον τίτλο της τρίτης συλλογής Η στενωπός των υφασμάτων, που δείχνει προς την Οδησσό και το σοκάκι των υφασματεμπόρων, όπου κυοφορήθηκε η Φιλική Εταιρεία, αποδεικνύεται παραπλανητικός ή μάλλον ενδεικτικός της ιστορικής διάστασης πολλών διηγημάτων, κάποτε καθοριστικής, αν και τις περισσότερες φορές άκρως υπαινικτικής.
Με την εκπνοή του 2000, σαν ο συγγραφέας να επείγεται να φανεί συνεπής στις προς εαυτόν υποσχέσεις, μετακινείται από το σύντομο πεζό στο εκτενέστερο. Τύποις από το διήγημα στο μυθιστόρημα. Ενώ ταυτόχρονα το συγγραφικό σύμπαν μετατοπίζεται ανατολικότερα, στην πλέον ευαίσθητη περιοχή της Αλεξανδρούπολης. Ήδη προ επταετίας ο Γ. Σκαμπαρδώνης είχε εκμυστηρευτεί στον φίλο του, ποιητή και κριτικό, Ντίνο Σιώτη την προσπάθειά του να γράψει κάτι «μεγάλο», την οποία και παρομοίαζε με τους κολυμβητικούς άθλους. Αν για τους Βορειοευρωπαίους αποτελεί πρόκληση ο διάπλους της Μάγχης, οι Βορειοελλαδίτες δοκιμάζονται με τον διάπλου του Τορωναίου κόλπου. Στη συλλογή Πάλι κεντάει ο στρατηγός υπάρχει το διήγημα Μέσα στο Μάτι-Γυαλί, όπου ο αφηγητής προπονείται σε παραπόταμο του Πηνειού για να κολυμπήσει, ως άλλος Λέανδρος, τη θαλάσσια απόσταση από το πρώτο στο δεύτερο πόδι της Χαλκιδικής. Τελικά όμως για τον πρώτο μυθιστορηματικό διάπλου ο συγγραφέας προτίμησε ως κεντρικό πρόσωπο μια γυναίκα που αφηγείται τον διάπλου του βίου της, προσπαθώντας να υπερνικήσει τον ένδον φόβο.
Μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση, οι συγγραφείς μας, ανάλογα με τη θεώρηση περί λογοτεχνίας που κουβαλούν αλλά και τις απώτερες επιθυμίες τους, άλλοι την αποκαλούν μυθιστόρημα ενώ άλλοι αφήνουν στον αναγνώστη τον ειδολογικό προσδιορισμό. Μυθιστόρημα ονομάζει το βιβλίο του ο Γ. Σκαμπαρδώνης. Μάλλον νεωτερικό παρά παραδοσιακό, αφού πρόκειται για έναν νευρώδη προφορικό λόγο που σπαρταρά, άλλοτε επιταχυνόμενος και άλλοτε αργοπορώντας με συνειρμικά πηδήματα. Ίσως και να χαρακτηριζόταν νουβέλα, αφού η διήγηση συστρέφεται γύρω από την ηρωίδα. Το σίγουρο είναι ότι εντός του περιέχει ιστορίες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αυτόνομα διηγήματα, έτοιμα και με τον τίτλο.
Από μια άποψη αποτελεί έκπληξη η εστίαση σε μια γυναίκα, όταν, μόλις σε δύο διηγήματα, «Η κυρία Σωσώ θα βγει βόλτα» και «Ο δρυοκολάπτης στον καφέ», ο συγγραφέας πολιορκεί τον γυναικείο ψυχισμό. Ήδη όμως από τα πρώτα διηγήματά του ο Γ. Σκαμπαρδώνης σκιαγραφούσε ως καθοριστική τη γυναικεία παρουσία μέσα σε ένα σπιτικό. Αυτό άλλωστε αποκρυσταλλώνεται στη φράση Μάτι φώσφορο, κουμάντο γερό!, που επιλέγεται και ως τίτλος της πρώτης συλλογής. Ανδροκρατούμενος ο μικρόκοσμος των διηγημάτων, από τους αγιορείτες καλόγερους στους θεσσαλονικείς ποδοσφαιρόφιλους, ωστόσο πληθαίνουν οι προλήψεις που έχουν να κάνουν με το γυναικείο σώμα και τα μυστήρια της γέννησης, όπως στο υποβλητικό διήγημα Η λεχωνιά είναι κρύσταλλο.
Στο πρόσφατο βιβλίο υπάρχουν μύθοι και σπαράγματα από παλαιότερα πεζά. Αλλωστε δεν κρύβονται, καθώς στον πυρήνα των διηγημάτων του Γ. Σκαμπαρδώνη υπάρχει συχνά το στοιχείο του εξαιρετικού. Παράδειγμα εκείνο το γριβάδι ή το ψάρι-τέρας που εκβράστηκε. Έχουμε ξαναγράψει ότι ο Γ. Σκαμπαρδώνης ανήκει στους γεννημένους παραμυθάδες, και όπως όλοι οι παραμυθάδες αποδεικνύεται και αυτός ιδεοληπτικός. Χαρακτηριστικά που απαντώνται και σε έναν Ν. Γ. Πεντζίκη. Ο παραμυθάς συγγραφέας κυνηγά την έκπληξη και την αγαλλίαση της αφήγησης, εν πολλοίς αδιαφορώντας για την οικονομία της δομής.
Για να αποφύγει ο συγγραφέας τον στατικό χαρακτήρα του γυναικείου βίου επινοεί μια ηρωίδα, σύζυγο χειριστή βαρέων χωματουργικών μηχανημάτων, που ακολουθεί τον άντρα της στα μεγάλα δημόσια έργα, στα οποία αυτός κατά καιρούς απασχολείται. Θυμάται και ανιστορεί τη ζωή της σε κάποιον που δεν παρεμβαίνει, ωστόσο φαίνεται να έχει παρακινήσει τις εκμυστηρεύσεις της. Βρισκόμαστε στην εβδομάδα του Πάσχα του 1985 και η γυναίκα μόλις έχει κάνει το τριήμερο μνημόσυνο του άντρα της. Η ταραγμένη ψυχική της κατάσταση την ωθεί σε μια διήγηση χωρίς χρονολογική τάξη, όπου τα ονόματα προσώπων και τόπων συγχέονται. Τελικά μοιάζει περισσότερο με ψυχαναλυτική εξομολόγηση, καθώς ένα ενύπνιο αποβαίνει απείρως σημαντικότερο πολλών συμβάντων. Έτσι διασώζεται και στο μυθιστόρημα ένα βασικό χαρακτηριστικό των διηγημάτων, που έγκειται στην υπερφυσική τους διάσταση, με τα φάσματα των νεκρών να πηγαινοέρχονται και τις συχνά υπερρεαλίζουσες περιγραφές των ονείρων.
Η ηρωίδα του μυθιστορήματος που δεν κατονομάζεται είναι από το Ζωστικό Αλεξανδρούπολης. Και αυτή είναι η πρώτη φορά που ο Γ. Σκαμπαρδώνης καταφεύγει σε ένα φανταστικό τοπωνύμιο. Στον βαθμό που το μυθιστόρημα συγγενεύει με το διήγημα ΚΤΕΛ Έβρου (όπως δείχνουν τα περι-κειμενικά στοιχεία), το Ζωστικό θα μπορούσε να είναι ο Μαΐστρος Έβρου. Στον αναβρασμό της διήγησης, πότε απέχει τρία χιλιόμετρα από την Αλεξανδρούπολη και πότε μισή ώρα με τα πόδια από τις Φέρες. Το σίγουρο είναι ότι το Ζωστικό στον τελευταίο πόλεμο περνά σε βουλγαρική κατοχή. Κατά κανόνα οι μυθιστοριογράφοι μας, σήμερα, τρομάζουν με τις βιαιότητες στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα και της δεκαετίας του '40. Αλλωστε ακόμη και η ιστορία ζητεί να ξεχάσει αυτές τις αγριότητες που επαναλαμβάνονται σε έκρυθμους καιρούς. Οι Βούλγαροι, που κάποιοι Έλληνες τους διευκόλυναν, «τους έδιναν να τρώνε ένα σπυρί καλαμπόκι την ημέρα». Περιγραφές και υπαινιγμοί για ενοχές που θυμίζουν βιβλία παλαιοτέρων, όπως το χρονικό του Στέργιου Βαλιούλη Πολίτης Β' κατηγορίας.
Η ηρωίδα τελειώνει το δημοτικό το '42, την ημέρα της απελευθέρωσης βρίσκεται στην Αλεξανδρούπολη, όταν η συνομήλική της Παγώνα Στεφάνου, σύμφωνα με όσα γράφει στα τετράδιά της, «Των αφανών», ζούσε παραπλήσια συμβάντα λίγο βορειότερα, στο Σουφλί. Η πρώτη είναι κόρη του πάρεδρου της κοινότητας και διμοιρίτη στους Μάυδες, η δεύτερη από οικογένεια ανταρτών. Ωστόσο οι δύο γυναίκες συγγενεύουν, καθώς κουβαλούν πρακτική σοφία και προσαρμοστικότητα, και ας καταλήγουν σε δύο τελείως διαφορετικές αφηγήσεις. Η πρώτη αγριεμένη από τις συμφορές και τους θανάτους, η δεύτερη με την καταφατική πραότητα της πίστης σε ιδανικά.
Στο μυθιστόρημα πάλλει ένας κόσμος γυναικών, σχεδόν πρωτόγονος, όπως αγωνίζεται, με μάγια και με γρόνθους, για τη διεκδίκηση του άντρα· συζύγου, γιου ή αδελφού. Ένας κόσμος που παίρνει σχεδόν δαιμονικό χαρακτήρα κατά την κύηση και τη γέννα, όταν οι δεισιδαιμονίες φτάνουν να εκδηλώνονται ψυχοσωματικά και η ηρωίδα αναπτύσσει επίφοβη σχέση με το νερό. Μεταφυσικός δεσμός με το νερό κυριαρχεί και στα πρόσφατα μυθιστορήματα δυο άλλων Βορειοελλαδιτών, του Δ. Αξιώτη και του Θ. Γρηγοριάδη, μόνο που σε αυτούς έχει μάλλον εξαγνιστικό χαρακτήρα. Ωστόσο όπως ο μονόλογος ξετυλίγεται, καθρεπτίζει, ολοένα και σε μεγαλύτερη έκταση, τον κόσμο των αντρών με τη δική του βαναυσότητα. Όταν η ηρωίδα αφηγείται ένα κυνήγι αγριογούρουνου στη Βροντού, το στερέωμα μιας γέφυρας ή κάποιο αντρίκειο γλεντοκόπημα, ο λόγος της κερδίζει σε παραστατικότητα. Δυναμική η πνοή τής αφήγησης, μεγεθύνει, κάποτε και στρεβλώνει συμβάντα. Μετρημένη η χρήση της ντοπιολαλιάς, ώστε να χρωματίζει τη διήγηση αλλά να μην απαιτείται και γλωσσάρι. Μένει μιαν ευχάριστη αίσθηση απέριττου, με φειδωλά τα επίθετα να εκπλήσσουν.
Τέλος να παρατηρήσουμε ότι ο Γ. Σκαμπαρδώνης, καθώς βιοπορίζεται δημοσιογραφικώς, επιλέγει ευθύβολους και εντυπωσιακούς τίτλους. Αναμφιβόλως το «Γερνάω επιτυχώς» είναι ένας τέτοιος τίτλος, ωστόσο δεν ταιριάζει σε γυναίκες παλαιοτέρων εποχών, όπως είναι η ηρωίδα. Μια γυναίκα, γύρω στα 50, και όμως ήδη γριά, που θα επιβιώσει ίσως και χρόνια μετά τον θάνατο του άντρα της αλλά πάντα θα παρασιτεί σε ξένες ζωές. Ο τίτλος κουβαλά αυτοπεποίθηση και αυταρέσκεια, που οι γυναίκες άργησαν να αποκτήσουν. Αυτές όμως είναι παρατηρήσεις φεμινιστικής φύσεως, λογοτεχνικώς αδιάφορες.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 07-01-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Πρόκειται, μήπως, για τον (αποκαλούμενο) «νόμο της σειράς»; Πάντως, στα βιβλία που τυχαίνει να διαβάζω τους τελευταίους μήνες, οι ήρωες βωλοδέρνουν στον ίδιο, περίπου, χώρο -τον (ευρύτερο) μακεδονικό- όπου κάθε τόσο με ρυμουλκούν. Ο χώρος προσδιορίζει εν μέρει τις συνήθειες, αλλά και τη στόφα των ανθρώπων, τη στάση των προσώπων, τη γλώσσα της αφήγησης. Ενας αδιόρατος, κοινός ιστός στήνεται υπό τις ετερογενείς μυθιστορίες -είναι, ίσως, τα πολλαπλά απώτατα στοιχεία, αυτόχθονα και μη, εκείνα που συνδέουν τους κοινούς μύθους.
Αναφέρομαι συγκεκριμένα στα βιβλία του Διαμαντή Αξιώτη Το ελάχιστον της ζωής του και του Λευτέρη Ξανθόπουλου Αγγελος των πρώτων ημερών, στα οποία η Καβάλα και οι πέριξ τόποι παίζουν ρόλο απολύτως προσδιοριστικό. Το ίδιο πάνω κάτω θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς και για τους χώρους, όπου κινεί τους ήρωές του ο Βασίλης Τσιαμπούσης στη Γλυκιά Μπονόρα -ενώ ο Τάσος Καλούτσας στο Τραγούδι των Σειρήνων στήνει ένα πραγματικό παρατηρητήριο, όπου εγκαθίσταται ο αναγνώστης και από όπου μπορεί να παρατηρεί (ακόμη και μετά που θα κλείσει το βιβλίο) τον Θερμαϊκό και τη Θεσσαλονίκη.
Ακραίος και απρόβλεπτος ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης θα περιφέρει την ηρωίδα του, έως ότου γεράσει επιτυχώς, μεταξύ Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (δηλαδή μεταξύ Νέστου και Εβρου), στους δύσκολους, άγριους και σκληρούς εκείνους, τότε, τόπους.
Μπορούμε να φαντασθούμε την περιοχή του Εβρου, ήδη κατά το έτος 1947; Την Καβάλα; Το Πράβι; Τις Σέρρες -αλλά κυρίως τη Σταυρούπολη, εκεί όπου διαβιούν για ένα διάστημα τα πρόσωπα του βιβλίου, χτίζοντας μια γέφυρα που θα ενώσει τα ορεινά της Καβάλας με την Ξάνθη; Το σταθμό του τρένου της πόλης, τη μικρή λίμνη, το χωριό Κομνηνά, το χωριό Ζωστικό; Τις κορφές της Ροδόπης, τα όρη της Βροντούς, τους Πομάκους της περιοχής, τα αγριογούρουνα, την Αλεξανδρούπολη, τον Εβρο; Γενάρης μήνας, το ποτάμι παγωμένο, το κρύο αυστηρό: μια μετακόμιση κι ένα ταξίδι σιδηροδρομικώς προς Ορμένιο, περνώντας μέσα και από τούρκικους τόπους. Τα Τουρκάκια πετροβολάν το τρένο -και καθ' όλη την διάρκεια της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, τα πεθερικά πετροβολούν την ηρωίδα, που δεν κατάφερε να γεννήσει ένα αρσενικό παιδί.
Προκαταλήψεις, λοιπόν, δεισιδαιμονίες, μάγια: σκοτεινοί καιροί, και οι αναδρομές της διήγησης (όπως π.χ. για τα χρόνια της βουλγαρικής κατοχής, ή του Εμφυλίου) τους καθιστούν ακόμη πιο σκοτεινούς και άγριους.
Ωμές, αποτρόπαιες περιγραφές υπακούουν ενίοτε σε μια κινηματογραφική οπτική: ο χωρίς πόδια και με κομμένον τον λαιμό ανάπηρος στο χωρίς ρόδες καροτσάκι, ο χωροφύλακας που τυφλώνει εν ψυχρώ το κυνηγετικό σκυλί, κ.ά., παραπέμπουν βίαια σε εικόνες του Μπουνιουέλ.
Η γυναίκα που μονολογώντας αφηγείται με πρωθύστερα, μέσα από τριάντα ένα πολύ σύντομα κεφάλαια (κληρονομιά από το διηγηματογράφο Σκαμπαρδώνη;), κι όχι πάντα το ίδιο πειστικά για το φύλο της, όλη αυτή τη βασανισμένη ιστορία, ασφαλώς δεν διεκδικεί δάφνες λογοτεχνικής πρωτοτυπίας. Αυτό ποσώς απασχολεί τον αναγνώστη, του οποίου κατακτάται το ενδιαφέρον, ίσως γιατί η κατασκευασμένη αφέλεια του λόγου δεν εκπίπτει στην απλοϊκότητα, αλλά διατηρεί την έλξη μιας λαϊκής, ζωντανής, καθημερινής κουβέντας, με εκφράσεις καίριες και σχήματα αφοπλιστικά -όπως μόνον οι μη σπουδασμένοι επινοούν. Με κουμπώνει το στήθος μου, λέει π.χ. ο άρρωστος, που υποφέρει από έντονη δύσπνοια...
Τα καθημερινά, και εκ πρώτης όψεως ασήμαντα συμβάντα, αποκτούν κατά την πορεία της αφήγησης μιαν ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς αποδεικνύουν (με έναν μινιμαλισμό που συγκινεί), πόσο οι λαχτάρες του ανθρώπου θεραπεύονται με πράγματα ελάχιστα, ξεχασμένα και περιφρονημένα πια (αποδιωγμένα στον Καιάδα της μεγάλης καταναλωτικής απάτης) -όπως ένας χορός, ένα παγωτό, ένα γεύμα στο εξοχικό κέντρο κάτω από τα αιωνόβια πλατάνια, ή ένα γυναικείο κίτρινο φουστάνι.
Ενδύοντας την ηρωίδα του με ένα κίτρινο φόρεμα, ο Σκαμπαρδώνης τη φαντάζεται να πετάει ανεμίζοντας πάνω από τα σπίτια, κεραμίδι το κεραμίδι, σε μια σκηνή που ανακαλεί αβίαστα στη μνήμη τον ανάλογο πίνακα του Σαγκάλ. Θα πρέπει να σημειώσω εδώ ότι ονειρικές σκηνές συναντούμε συχνά στο βιβλίο -κι έτσι η αφήγηση παίρνει και κάποια, ποιητική υπερβατική διάσταση.
Αλλοι οι τόποι, και τα ονόματα άλλα: η Μπαλασή, η Ελπινίκη, η Δόμνα, η Ανδρομάχη, ο Ιορδάνης, η Περσεφόνη, η Φεβρωνία... Και τα προϊόντα άλλα: ο καπνός (μπασμάνικο, σαρί, μυρωδάτο, κιρέτσιλερ), το βουβαλίσιο βούτυρο, το κάρβουνο της Πτολεμαΐδας...
Σε όλη αυτή, την ασυνεχή διήγηση («τα πηγαίνω όπως με πηγαίνουν», λέει η ηρωίδα), ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι τα πρόσωπα σύρονται πίσω από το άρμα της Μοίρας, από την οποία τελικά ουδείς θα ξεφύγει. Ετσι πριν (ή, και μετά...) την τελεσίδικη κι οριστική φθορά, οι αρρώστιες, η φτώχεια, η τρέλα -αλλά κι ένας βαθύτατος, πρωτόγονος καθαρματισμός- θα λιανίσουν κυριολεκτικά τους ανθρώπους και τις σχέσεις τους. Η εγκατάλειψη, η κακοποίηση και η μοναξιά θα στέφουν, πια, τους επιζώντες: τότε ο τίτλος του βιβλίου Γερνάω επιτυχώς αποκτά όλη την τραγική του διάσταση.
Και η γηράσκουσα ηρωίδα; Μόνη, φυσικά. Επιστρέφει από τα τριήμερα του μακαρίτη. Ανοίγει το ψυγείο μηχανικά, ύστερα την τηλεόραση, να ξεχασθεί. Αποκοιμιέται -και καταφεύγει στο ενύπνιο. Βλέπει στον ύπνο της τον πεθαμένο πατέρα της να χορεύει κιμπάρικα, μερακλίδικα. Κάποτε πέφτει μπρούμυτα στη γη, αλλά όταν εκείνη επιχειρεί να τον αγκαλιάσει, διαπιστώνει ότι κρατάει στα χέρια της ένα νεογέννητο μωρό, που κλαίει. Κλαίει για τα παρελθόντα; Για τα μελλούμενα; -ή και για τα δυο;
ΗΛΙΑΣ Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 03/08/2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Διηγηματογράφος εκ πεποιθήσεως, με αξιοσύστατες, από κάθε άποψη, επιδόσεις στο είδος, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης δοκιμάζει με το Γερνάω επιτυχώς για πρώτη φορά τις δυνάμεις του στο μυθιστόρημα. Και, ας το πω εκ προοιμίου, τα καταφέρνει μια χαρά -πιθανόν επειδή φροντίζει να διατηρήσει και στη μυθιστορηματική του σύνθεση την ελαστική φόρμα και την ελλειπτική δομή των διηγημάτων του. Πράξη σοφή, που προδίδει και μια πολύ συγκροτημένη συγγραφική συνείδηση: όταν ξέρει κανείς την οικονομία μέσα στην οποία μπορεί να κινηθεί, το πλαίσιο που ταιριάζει γάντι στα μεγέθη τού αφηγηματικού δυναμικού του, όχι μόνο δεν πέφτει σε παγίδες, αλλά και δημιουργεί τις ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για την τύχη και το αποτέλεσμα της δουλειάς του. Και αυτή είναι, όπως κι αν την κρίνουμε ή τη ζυγίσουμε τελικά, η περίπτωση του Σκαμπαρδώνη.
Γυναικείος μονόλογος
Εκ πρώτης όψεως, το Γερνάω επιτυχώς παραπέμπει στο Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο (1985) του Θανάση Βαλτινού. Οπως εκεί, έτσι κι εδώ ολόκληρο το υλικό της αφήγησης διοχετεύεται σε έναν γυναικείο μονόλογο -έναν μονόλογο μέσα από την εκδήλωση του οποίου προβάλλει η λοξή πορεία μιας πολλαπλά τραυματισμένης αλλά και ποικιλοτρόπως τραυματικής ζωής. Οι διαφορές, ωστόσο, ανάμεσα στα δύο έργα σταματούν σ' αυτό το σημείο. Η αφηγήτρια του Σκαρμπαρδώνη δεν μιλάει σε μαγνητοταινία, όπως η ομόλογή της στο βιβλίο του Βαλτινού, αλλά στο παιδί της, λίγο μετά το θάνατο του άντρα της, με τον οποίο μοιράστηκε, κάποτε υπό εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες, το μεγαλύτερο μέρος του βίου της.
Η μοναξιά και η παράνοια που περικυκλώνουν βαθμιαία την πρωταγωνίστρια στο Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο (ολοφάνερες, άλλωστε, και στο γλωσσικό της παραλήρημα) δεν έχουν καμία θέση στο Γερνάω επιτυχώς, όπου οι ήρωες δεν προλαβαίνουν κατά κανέναν τρόπο να βιώσουν την υποκειμενικότητά τους. Οι σκληρές συνθήκες εργασίας (ο Σταύρος, ο άντρας τής αφηγήτριας, δουλεύει τον περισσότερο καιρό εργάτης σε κατασκευαστικές εταιρείες), οι συνεχείς μετακινήσεις (πάντα στα όρια του θρακικού τοπίου), η αδιάκοπη έγνοια για το μεγάλωμα των παιδιών και τα μόνιμα βασανιστήρια των πεθερικών επί της νύφης χτίζουν μια τσιμεντένια, αδιαπέραστη από προσωπικές (με ατομική βούλα και σφραγίδα) καταστάσεις καθημερινότητα -μια καθημερινότητα που γυρίζει με τη φορά του τροχού ενός άχρονου χρόνου: χωρίς αλλαγές και μεταπτώσεις, χωρίς διεγέρσεις, αλλά με πλήθος υποστολές, χωρίς κορυφώσεις, αλλά με βουνό τις καταπτώσεις. Και όλοι ξέρουμε, βέβαια, καλά τι ακριβώς σημαίνει μια τέτοια καθημερινότητα: δεν είναι άλλη από την καθημερινότητα του αμέτοχου σε οιαδήποτε δημόσια εξέλιξη ή ατομική μεταβολή απορριγμένου, που τελειώνει τη ζωή του περίπου όπως την έχει ξεκινήσει.
Κι εδώ ακριβώς είναι που πετυχαίνει ο Σκαμπαρδώνης: η ανώνυμη, πνιγμένη στις ομοιόμορφα επαναλαμβανόμενες τριβές της, ζωή της ηρωίδας του αποκτά, όσο εξελίσσεται η αφήγηση, πλήρη ανάπτυξη και ένταση. Και τούτο, όχι γιατί ο συγγραφέας επιδιώκει να ανοίξει αίφνης κάποιον δραματικό ορίζοντα, αλλά, αντιθέτως, επειδή δεν υπερβαίνει ποτέ τα όρια της μικροϊστορίας του. Και στο εσωτερικό αυτών των ορίων ο στενός εμπειρικός κύκλος των προσώπων που παίρνουν μέρος στη δράση μεταμορφώνεται σιγά σιγά, καθώς ακολουθεί απαρέγκλιτα τη γραμμή της χαμηλής του κλίμακας, σε αυτοδύναμο και καθ' ολοκληρίαν κόσμο: με τις διαρκείς σκοτούρες και τα βουβά πάθη του, όπως και με τις ελάχιστες, υπολογισμένες με το σταγονόμετρο χαρές ή διασκεδάσεις του.
Το παιχνίδι της γλώσσας
Ολο το παιχνίδι στο Γερνάω επιτυχώς παίζει στην άρθρωση του μονολόγου του και στη γλώσσα του: κοντές, στακάτες φράσεις, μικροπερίοδα κεφάλαια, πολλές φυσικές ανάσες. Κι ακόμη, πλήρης απουσία λαϊκών ή ιδιωματικών στοιχείων, που θα βάραιναν το κείμενο και θα έδιναν στο λόγο της ηρωίδας έναν υπέρτερο και μάλλον χρωματισμένο, έξω από το ζητούμενο της απολύτως κοινής παρουσίας της, τόνο. Και εν προκειμένω καταλαβαίνουμε ίσως καλύτερα γιατί ο Σκαμπαρδώνης κρατάει με πείσμα τον ίδιο τόνο σε όλη την έκταση της αφήγησης. Η επίπεδη, αν όχι και μονοκόμματη φωνή τής πρωταγωνίστριας, με σταθερή θερμοκρασία τόσο για το καλό όσο και για το κακό, δεν είναι συναισθηματική αποχή και ουδετερότητα, ούτε λειψή ή στραβά εννοημένη ψυχολογία. Πρόκειται απλώς για τη φωνή μιας ύπαρξης που ζει τις αναποδιές ή τις όποιες καλοσύνες της πραγματικότητας σαν φυσική ή οργανική κατάσταση, χωρίς να μπορεί να φανταστεί τον εαυτό της σε καμιάν άλλη (καλύτερη ή χειρότερη) προοπτική.
Ενα ακόμη δεδομένο, που κάνει το σκηνοθετικό μηχανισμό του βιβλίου τού Σκαμπαρδώνη τόσο αποτελεσματικό, είναι η μέθοδος των αφηγηματικών του αναδρομών: άτακτες, ασυνεχείς και αποσπασματικές επιστροφές σε ποικίλες (παλαιότερες ή νεότερες) φάσεις του παρελθόντος συνθέτουν μιαν έκκεντρη, σκοπίμως διαφεύγουσα εικόνα, που αποδεσμεύει τη φυγόκεντρη δυναμική τής πλοκής και καθιστά αυτομάτως μάταιο (μα και άχαρο ή άστοχο) κάθε αίτημα πληρότητας: η ζωή της αφηγήτριας είναι μια ζωή σε αποσπάσματα -ό,τι πρόλαβε να αποθηκεύσει στο θυμητικό της από τη μακριά αλυσίδα μιας καταθλιπτικά αδιαφοροποίητης διαδρομής. Πεζογράφος με μεγάλα αποθέματα, ο Σκαμπαρδώνης κατορθώνει να μας εκπλήσσει ευχάριστα σε κάθε σχεδόν βιβλίο του.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/02/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις