0
Your Καλαθι
Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
69%
69%
Περιγραφή
Ο διοικητής της ΚΥΠ, στρατηγός Κωνσταντίνος Δοβρόμηρος, αναλαμβάνει την προστασία του Ντε Γκωλ, κατά την επίσημη επίσκεψη του Γάλλου προέδρου στη Θεσσαλονίκη, στις 19 Μαίου 1963 - τρεις μέρες πριν δολοφονηθεί ο Λαμπράκης. Είναι πολλοί που δεν θέλουν τον Ντε Γκωλ ζωντανό και ο Δοβρόμηρος επιστρατεύει 3.000 παρακρατικούς να τον βοηθήσουν - ο υπαρχηγός του, όμως, που συνδέεται με ξένες μυστικές υπηρεσίες και με την "Κόκκινη Προβιά" έχει άλλες εντολές κι άλλη άποψη.
Θα σωθεί ο Γάλλος πρόεδρος; [...]
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στην πολιτικά εξαιρετικά ταραγμένη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του '60 και στην επίσκεψη του στρατηγού Ντε Γκολ στην πόλη, τρεις ημέρες πριν από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, μας μεταφέρει με το καινούριο, τρίτο κατά σειρά μυθιστόρημά του (έχουν προηγηθεί το «Γερνάω επιτυχώς», 2000, και το «Ουζερί Τσιτσάνης», 2001) ο Γιώργος Σαμπαρδώνης. Ο αφηγηματικός χρόνος του βιβλίου καλύπτει επίσης ένα τριήμερο (17, 18 και 19 Μαΐου του 1963), κατά τη διάρκεια του οποίου ο υποστράτηγος και διοικητής της ΚΥΠ Κωνσταντίνος Δοβρόμηρος κάνει ό,τι περνά από το χέρι του προκειμένου να καλυφθεί με απόλυτη ασφάλεια η παραμονή του Γάλλου προέδρου στη Θεσσαλονίκη. Τίποτε, όμως, δεν θα πάει καλά και μολονότι ο Ντε Γκολ δεν θα πάρει είδηση το παραμικρό, οι σκοτεινές πολιτικές δυνάμεις της εποχής θα εξαπολύσουν ένα χοντρό παιχνίδι ισχύος με αφορμή τον ερχομό του στην Ελλάδα.
Ποιες είναι οι σκοτεινές δυνάμεις; Μα, ποιες άλλες από τους ανθρώπους που δρουν στο απώτερο βάθος των κρατικών μηχανισμών και απεργάζονται με τις συστηματικότερες μεθόδους όσα οδυνηρά θα ακολουθήσουν την επίσκεψη του στρατηγού: από το φόνο του Λαμπράκη, τρεις ημέρες αργότερα, μέχρι την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας τον Απρίλιο του 1967. Ο Σκαμπαρδώνης αποφεύγει προσφυώς να ονοματίσει αυτές τις δυνάμεις, καθώς και να τις βγάλει ολομέτωπες στην επιφάνεια (κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε ένα ιστοριογραφικό υλικό το οποίο δεν διαθέτουμε ακόμη), φροντίζοντας να προσεγγίσει την παρουσία και τη λειτουργία τους μόνο περιφερειακά: διά μέσου, με άλλα λόγια, της εικονογράφησης ενός παρδαλού στη σύσταση και την καταγωγή του λαϊκού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, που ζει σχεδόν στο περιθώριο, σιτίζεται (ή υποσιτίζεται) από την Αστυνομία και από τις μυστικές υπηρεσίες και αποτελεί το μακρύ χέρι του κράτους σε κάθε σημαντική πολιτική συγκέντρωση ή διαβούλευση.
Πορτρέτα της δυστυχίας και της αθλιότητας
Τι ακριβώς, όμως, είναι οι άνθρωποι που περιδιαβάζουν τις σελίδες του Σκαμπαρδώνη και το κέντρο της Θεσσαλονίκης; Τίποτε περισσότερο από μια χούφτα φτωχοδιάβολοι, με στραβές και συνάμα ποικίλες ρίζες στην Κατοχή και τον Εμφύλιο, που προσπαθούν απεγνωσμένα σε όλη τους τη ζωή να χλαπακιάσουν ένα ξεροκόμματο και δεν καταλαβαίνουν γρυ από πολιτική, όσο βαθιά κι αν τους έχουν χώσει οι κρατούντες στα παρασκήνιά της. Με μια κουτσή και ανάποδη γλώσσα, με δεκάδες οικογενειακά και κοινωνικά συμπλέγματα, με απίστευτες στερήσεις (χρηματικές, ερωτικές, ακόμα και διατροφικές), χωρίς πριν, αλλά και δίχως μετά, οι παρακρατικοί του Σκαμπαρδώνη αποτελούν μια συλλογή πορτρέτων της δυστυχίας και της αθλιότητας: της δυστυχίας τού να ζει κανείς με μιαν υποτυπώδη (στα όρια του ζωώδους) συνείδηση και της αθλιότητας του να μην μπορεί (όσο κι αν δεν το νιώθει ή αν δεν το εννοεί) να αναγνωρίσει στον εαυτό του ούτε ένα προσωπικό σημάδι.
Η μεγαλύτερη (δίχως την ελάχιστη αμφιβολία) επιτυχία του Σκαμπαρδώνη στο «Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου» είναι η έκτυπη και ταυτοχρόνως γκροτέσκα σκιαγράφηση αυτού του ακυβέρνητου και χαοτικού σμήνους των παρακρατικών, που βγάζει διά της πλαγίου πολύ ωραία τόσο το πολιτικό κλίμα της δεκαετίας του '60, στην οποία κυριαρχούν το πνεύμα του Εμφυλίου και η αντικομμουνιστική υστερία, όσο και την ανθρωπογεωγραφία των κατώτερων στρωμάτων της κρατικής μηχανής, που θα καθορίσουν για πολλά χρόνια την ατμόσφαιρα μιας έντονα διχασμένης, καθώς και βαριά αντιδραστικής, κοινωνίας. Παρακάμπτοντας τεχνηέντως την κεντρική πολιτική σκηνή και στήνοντας μια λούμπεν μαύρη κωμωδία, με τους παρακρατικούς, αλλά, κατά περίπτωση, και με τους υψηλόβαθμους ασφαλίτες και ΚΥΠατζήδες να σέρνουν ανυποχώρητοι το χορό, ο Σκαμπαρδώνης θέλει να δημιουργήσει ένα εύγλωττο πολιτικό μυθιστόρημα, που καλείται να φωτίσει από ένα φανερά πρωτότυπο εφαλτήριο το σχετικά πρόσφατο ιστορικό παρελθόν.
Ευρήματα αφημένα στην τύχη τους
Το γκροτέσκο, παρ' όλα αυτά, και η μαύρη κωμωδία οφείλουν να οδηγούν και σε μια συνθήκη ανατροπής, η οποία απουσιάζει ενοχλητικά από το βιβλίο του Σκαμπαρδώνη και μειώνει δραστικά το τελικό του αποτέλεσμα. Γιατί, όμως, δεν κατορθώνει ο συγγραφέας να εγγυηθεί τη συνθήκη της ανατροπής και γιατί δεν μπορεί να επιτρέψει στους πρωταγωνιστές του (τόσο στον επιβλητικό Δοβρόμηρο όσο και στους βουτηγμένους στην Κόλαση δορυφόρους του) να απογειωθούν από το κολλημένο στα πόδια τους έδαφος και να μετατρέψουν τα πάντα σε γυαλιά - καρφιά, συνδέοντας το πολιτικό μυθιστόρημα με μιαν αναγεννησιακού τύπου (όπως είναι στις δυνατότητες του βιβλίου) ανατροπή της πραγματικότητας και του κόσμου; Διότι ο Σκαμπαρδώνης δυσκολεύεται τα μάλα να υπολογίσει την οικονομία δυνάμεων στις συνθετικές του αφηγήσεις (το έχω υποδείξει και άλλοτε) και αφήνει περίπου στην τύχη τους τα ευρήματά του.
Οσο εξελίσσεται η δράση τόσο ο αφηγητής δεν ξέρει πώς να χειριστεί τους σπαστικούς παρακρατικούς του, επαναφέροντας από ένα σημείο και μετά εντελώς μηχανικά τα εξαρχής υπερτονισμένα γνωρίσματά τους: χωρίς να αλλάζει βαθμίδα, χωρίς να δίνει μια ζωτική διέξοδο στην υπερσυσσώρευσή τους, αλλά και χωρίς να τα διαφοροποεί ούτε κατ' ελάχιστον εσωτερικά. Ετσι, όμως, η επιδίωξη της ελεεινής μορφής για την υπόσταση των ηρώων μένει στα μισά του δρόμου (ή εκφυλίζεται σε μιαν ακατάσχετη και χωρίς καμία έμπνευση κοπρολογία) και οι ίδιοι χάσκουν σαν φερέφωνα ενός καθοδηγητή ο οποίος έχει αποσυρθεί προ πολλού και πανηγυρικά από τα δρώμενα. Η χειρότερη ώρα, από αυτή την άποψη, για το βιβλίο του Σκαμπαρδώνη είναι ο διασκορπισμός των παρακρατικών μέσα στο πλήθος που έχει συγκεντρωθεί για την υποδοχή του Ντε Γκολ. Αποσυνδεδεμένοι επί της ουσίας από τα εξωτερικά γεγονότα και το ζωντανό, αεικίνητο παλμό της συγκέντρωσης (χαλκομανίες πάνω σε μια τρέμουσα επιφάνεια), οι παλικαράδες του Σκαμπαρδώνη ψελλίζουν για μια ύστατη φορά τις κοντόθωρες μαγκιές και τις φαντασιακές αποκοτιές τους, ενώ το φως της αυλαίας πέφτει εν αμηχανία και σιωπή. Το σπαρακτικό τζέρτζελο, για το οποίο προετοιμαστήκαμε στην αρχή, δεν έρχεται ποτέ, η πρώτη, όλο φλόγα αγριάδα των προσώπων σβήνει κατά τον πιο άδοξο τρόπο και οι πάντες τρέχουν να βουτήξουν σε μιαν απέραντα χαλαρή, αν όχι και καταφανώς ξινισμένη σούπα.
Απομένουν η ζωηράδα του πολιτικού κλίματος και η πρωτοτυπία της επιλογής των πρωταγωνιστών, για τις οποίες έλεγα πρωτύτερα. Με αυτούς, ωστόσο, τους όρους μάλλον δεν φτάνουν.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 01/09/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις