Σε παραλήρημα
40%
Περιγραφή
Σε φόρμα παραληρητικού μονόλογου, ο πρωταγωνιστής διασωληνωμένος στην εντατική, πότε σε κώμα και πότε σε διανοητική εγρήγορση, προσπαθεί να βρει απαντήσεις στα εφιαλτικά ερωτήματα υπαρξιακού και πολιτικού περιεχομένου - που ξεπηδούν από μέσα του μήπως και καταφέρει να διασώσει την ψυχή και τη συνείδησή του.
Ένα βιβλίο που θα ταράξει τους καταχραστές της Εξουσίας και θα συζητηθεί πολύ στα «καφενεία» της Βουλής και των δημοσιογράφων. Μια καταγγελία που θα διαβάσουν ανήσυχοι στο Μέγαρο Μαξίμου, αλλά και στα ανακριτικά και εισαγγελικά γραφεία, γραμμένη με πάθος, ειλικρίνεια και πολύ χιούμορ...
Ένα αφήγημα που διαβάζεται με μια ανάσα, αφού ο καταιγιστικός ρυθμός, η αγωνία και το χιούμορ δεν αφήνουν τον αναγνώστη να το αφήσει. Σε γλώσσα καθημερινή, σκληρή και ποιητική, με καυστικό χιούμορ που διαβρώνει τη «μηδενική ανοχή στη διαφθορά» και τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα «σοβαρότητα, υπευθυνότητα, ταπεινότητα» και με στοχασμούς πάνω στην απελπισία, το θάνατο και την υπαρξιακή κάθαρση και λύτρωση, ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να περισώσει ό,τι έχει απομείνει από την μέχρι τότε αλαζονική προσωπικότητά του για να καταφέρει να επιβιώσει καταγγέλλοντας ο ίδιος πια την πολιτική διαφθορά που υπηρετούσε και σιχτιρίζει αηδιαστικά και λυτρωτικά την Εξουσία και τους πολιτικάντηδες. Σίγουρα, κάποιοι θα βρεθούν «Σε παραλήρημα» μόλις το διαβάσουν και θα μας κάνει όλους πιο απαιτητικούς σχετικά με την δημοκρατία και την δικαιοσύνη.
Ένα βιβλίο σοκ, για την ελληνική πραγματικότητα της διεφθαρμένης Εξουσίας, γραμμένο από τον «πιο πολιτικοποιημένο συγγραφέα» -όπως τον έχουνε χαρακτηρίσει- του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου και λογοτεχνίας.
Κριτική:
Γιώργος Σκούρτης: φανταστικό ντοκουμέντο με πρότυπο τον Χρήστο Ζαχόπουλο
Εγώ, ο πανίσχυρος ανθρωπάκος
Με πρότυπο την υπόθεση Ζαχόπουλου, ο Γιώργος Σκούρτης περιγράφει έναν κόσμο εξουσίας όπου ο ενδιάμεσος προσκυνάει τον ανώτερό του και συμπιέζει μέχρι ασφυξίας τον υφιστάμενό του, ενώ στην κορυφή προβάλλεται ένας μανδύας «σεμνότητας και ταπεινότητας» εξόχως υποκριτικός
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΟΥΡΤΗΣ, ΣΤΟ ΝΕΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟ «ΣΕ ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ»,
ΠΙΑΝΕΙ ΤΟΝ ΤΑΥΡΟ ΑΠΟ ΤΑ ΚΕΡΑΤΑ. ΒΑΖΕΙ ΤΟΝ
ΧΡΗΣΤΟ ΖΑΧΟΠΟΥΛΟ- ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΤΟΝ ΚΑΤΟΝΟΜΑΖΕΙΝΑ
ΠΑΡΑΛΗΡΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ ΣΕ ΕΝΑΝ
ΜΟΝΟΛΟΓΟ- ΠΟΤΑΜΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΛΗΓΕΙ ΣΕ ΜΙΑ ΣΥΝΟΛΙΚΗ
ΠΟΛΙΤΙΚΟΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. ΚΑΙ ΛΕΕΙ
ΕΝΤΕΛΕΙ ΑΠΟΛΑΥΣΤΙΚΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΟΛΟΙ ΘΑ ΗΘΕΛΑΝΚΑΙ
ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ ΘΑ ΗΘΕΛΑΝ- ΔΗΜΟΣΙΑ ΝΑ ΠΟΥΝ
ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΟΛΜΟΥΝ
«Όταν φτάνεις στο χείλος του γκρεμού, οι μόνοι που στέκονται δίπλα σου είναι αυτοί που θα σε σπρώξουν», λέει ο ήρωας του Γιώργου Σκούρτη. Μελοδραματικό ακούγεται, ειδικά για την περίπτωση του συγκεκριμένου ήρωα. Είναι ανθρώπινο πάντως. Ο Χρήστος Ζαχόπουλος- γιατί αυτός είναι ο ήρωας του έργου, κι ας μην κατονομάζεται- δικαιούται να λέει ό,τι θέλει, κυρίως δε να σκέφτεται ό,τι θέλει- ούτε η πρόθεση ούτε βέβαια και η σκέψη γενικώς μπορεί να «ποινικοποιηθεί». Γι΄ αυτό και είναι αξιόλογο το εύρημα του Γιώργου Σκούρτη να βάλει τον παραλίγο αυτόχειρα να μονολογεί, χωρίς κανείς να τον ακούει. Ο Χρήστος Ζαχόπουλος παραληρεί στο κρεβάτι του πόνου. Είναι σε κώμα αλλά ζει, οι γιατροί από πάνω του δεν είναι σίγουροι ότι έχει τις αισθήσεις του και ότι ακούει και καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω του, εκείνος όμως μόλις έχει ξυπνήσει και σκέφτεται.
Παραληρεί γιατί παραληρηματική είναι πάντα η σκέψη, παραληρεί γιατί σιγά σιγά θυμάται και φρίττει, παραληρεί γιατί προσπαθεί να μετρήσει τη νέα κατάσταση και τη δική του θέση μέσα σ΄ αυτήν. Παραληρεί επίσης γιατί η κατάστασή του αυτή δίνει στον Γιώργο Σκούρτη το τέλειο άλλοθι να παραληρήσει κι εκείνος χύνοντας στο χαρτί όση χολή μπορεί να διαθέτει κανείς για αυτό το ύποπτο και παρακμιακό πολιτικό σύστημα το οποίο δίνει τον τόνο στη ζωή μας. Χολή με τον τρόπο που μόνο ο Σκούρτης ξέρει να ρίχνει, με μία γλώσσα- μείγμα εύστοχων παρατηρήσεων ενός διαβασμένου ανθρώπου και αγοραίων ύβρεων. Το ένα δεν αποκλείει το άλλο βεβαίως, αν και η αγοραία φρασεολογία που χρησιμοποιείται εδώ παραπέμπει μάλλον σε τρελόγερο παρά σε αμήχανο, «κατεδαφισμένο» γραμματέα υπουργείου.
Θα μπορούσε να μιλάει έτσι ο Χρήστος Ζαχόπουλος; Η απάντηση εντέλει είναι ναι. Όχι γιατί πράγματι στη ζωή μιλάει αναγκαστικά έτσι. Αλλά γιατί, πρώτον, πολλοί είναι οι πολιτικοί που εμφανίζονται στο γυαλί τύπος και υπογραμμός και στον ιδιωτικό τους βίο μιλάνε με όρους λαχαναγοράς. Δεύτερον, γιατί μόνο μια τέτοια γλώσσα μπορεί να αποτυπώσει το μέγεθος της απώλειας ήθους στην κοινωνία αυτή και κάποιος που έχει φτάσει στο σημείο να πέσει από τον τέταρτο δικαιούται να αισθάνεται την ελευθερία να τη χρησιμοποιήσει. Και τρίτον αλλά όχι έσχατον, επειδή πρέπει να αμυνθεί για να επιζήσει. Τι καλύτερη άμυνα από το να βρίζεις και να σιχτιρίζεις τους άλλους; Κάποιος που περνάει μια τέτοια περιπέτεια όπως ο Χρήστος Ζαχόπουλος έχει, θεωρητικά τουλάχιστον, την ανάγκη να υποβιβάσει όσο το δυνατόν περισσότερο το ανθυγιεινό περιβάλλον που τον έθρεψε, ώστε να νιώσει ότι δεν είναι μόνος στον πάτο του πηγαδιού και ότι θα μπορέσει να αντιμετωπίσει όλους εκείνους που θα τον κοιτούν χαιρέκακα από το χείλος.
«Γιατί έπεσα;», αναρωτιέται ο ανώνυμος «Ζαχόπουλος» προσπαθώντας να θυμηθεί. «Με εκβίαζαν; Ήμουνα σίγουρος ότι θα με πετάξουν και έπεσα μόνος μου; Έκανα τίποτα λαμογιές; Για να μην κάνω κακό στους πολιτικούς άρχοντές μου; Επειδή πρόδωσα; Επειδή θα με έστηναν στα έξι μέτρα; Μπορεί και όλα μαζί. Μάλλον με “έπεσαν”, δεν φούνταρα εγώ από δικιά μου φρίκη, οι άλλοι με έσπρωξαν...», λέει.
Ο γραμματέας που πέφτει από τον τέταρτο δεν είναι μια απλή αφορμή να κάνει κανείς λογοτεχνικό ντόρο γύρω από μία υπόθεση που συντάραξε την κοινή γνώμη. Η αλήθεια είναι ότι η ιστορία του έχει χαρακτήρα γνήσιας τραγωδίας με κωμικά στοιχεία, πρόκληση για κάθε πεζογράφο. Ποιο είναι το κωμικό στοιχείο; Ότι ο «Ζαχόπουλος» βρέθηκε ανήμπορος σε δωμάτιο νοσοκομείου, να σκέφτεται μήπως τον μεταχειριστούν σαν Σάββα Ξηρό. Μήπως δηλαδή του συμπεριφερθούν σαν εχθρό του συστήματος χωρίς καν το ηρωικό, «επαναστατικό» άλλοθι, παραδομένο ταυτόχρονα στη χλεύη του κόσμου.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια διπλή συγγραφική ευκαιρία: αφενός να καταγραφούν οι ψυχολογικές διαταραχές και διακυμάνσεις ενός ανθρώπου που πέρασε ξυστά από τον θάνατο χωρίς να γνωρίζει αν έχει οριστικά επιστρέψει, και αφετέρου να γίνει μια συνολική κριτική του πολιτικού συστήματος και της κοινωνικής παρακμής. Από τα δύο ο Σκούρτης επιλέγει να γείρει την πλάστιγγα προς το δεύτερο. Ίσως χάνει εκεί μια ευκαιρία να μεγαλουργήσει, παρ΄ όλο που η ψυχολογική αστάθεια του εκπεσόντος αξιωματούχου δεν είναι απούσα και εκφράζεται μέσα από την- αναπόφευκτη αυτοκριτική του. Η οποία δεν καταλήγει- και σωστά- σε νέα αυτοκαταστροφική διαδικασία, αλλά σε επικράτηση του ενστίκτου της επιβίωσης, έστω και σε έναν συζητήσιμο τόνο που σε ένα βαθμό δικαιώνει τον «ήρωα»: «Ότι κάποτε υπήρξες, ιδού η απόδειξη: έπαιξες κι έχασες. Αυτό δεν σε κάνει “λούζερ”. Είσαι νικητής της ζωής και του θανάτου». Ούτως ή άλλως, για την ανθρώπινη κωμωδία πρόκειται. Ο Γιώργος Σκούρτης, σε ένα από τα σπάνια λυρικά ξεσπάσματά του στο βιβλίο, λέει: «Κι απορούσα πάντα γιατί από όλα τα θηλαστικά μόνο ο άνθρωπος βάζει τα κλάματα μόλις γεννηθεί. Από την ξαφνική πρόσκρουση στο μολυσμένο ανθρώπινο περιβάλλον; Μπα. Μάλλον επειδή από την πρώτη πρώτη στιγμή αρχίζει αυτός ο απελπισμένος αγώνας με τον θάνατο. Πεθαίνουμε συνέχεια».
Η... ΣΥΝΟΥΣΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Η πολιτική κριτική είναι ανελέητη. Ο Σκούρτης παρουσιάζει έναν κόσμο απόλυτα κυνικό, με τον αξιωματούχο να γλείφει τους αποπάνω και να εκμεταλλεύεται ψυχρά τους αποκάτω. Ο «Ζαχόπουλος» αυτοχαρακτηρίζεται «πανίσχυρος ανθρωπάκος» και ο Σκούρτης σατιρίζει, μέσα από τη φωνή του συζύγους, ερωμένες, γραμματείς, «βαθιά λαρύγγια» και «γ... κώλους» («η συνουσία στην εξουσία», λέει κάπου), κυρίως όμως τους ίδιους τους αξιωματούχους (και τις «πατσές» τους)
που βρέθηκαν να έχουν εξουσία και τους αρέσει να την ασκούν. Ακόμη και την κορυφή της εξουσίας, τον «Μεγάλο Σεμνό», όπως τον λέει (και όλοι καταλαβαίνουμε ποιος είναι). Ο ίδιος ο νοσηλευόμενος πρώην αξιωματούχος δεν διστάζει να πει:
«Κάθαρμα είμαι. Και μ΄ αρέσει. Με στηρίζουν ένα σωρό άλλα καθάρματα. Κι αυτό μ΄ αρέσει. Μια κοινωνία καθαρμάτων. Γουστάρω. Η ζωή είναι Εξουσία των καθαρμάτων. Ενάντια στην ηλίθια μάζα. Κι αυτό μ΄ αρέσει. Πολύ».
Μανώλης Πιμπλής, Τα Νέα, 28/6/2008
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις