0
Your Καλαθι
Ανταποκρίσεις από την Τροία
Περιγραφή
Η ανακάλυψη της ομηρικής Τροίας στον λόφο Ισαρλίκ της Μικράς Ασίας από τον Ερρίκο Σλήμαν δεν είναι μια απλή αρχαιολογική ανακάλυψη. Είναι ένα από τα σημαντικότερα πολιτιστικά γεγονότα του ΧΙΧ αιώνα, που σηματοδοτεί την αγωνία του σύγχρονου κόσμου να ανακαλύψει το λυκυγές της ύπαρξής του. Κι ίσως να μην είναι τυχαίο που στην περιπέτεια αυτή πρωταγωνίστησε ένας τόσο «σύγχρονος» άνθρωπος, ένας άνθρωπος, της δράσης, ένας επιχειρηματίας, λάτρης του Ομήρου και αυτοδίδακτος αρχαιολόγος, που αποφάσισε να πιστέψει στη φαντασία του σε πείσμα της ακαδημαϊκής κοινότητας της εποχής του.[...]
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στα παράδοξα των ελληνικών μεταφράσεων και εκδόσεων θα πρέπει να καταγραφεί και η παραμέληση των βιβλίων του Ερρίκου Σλήμαν. Ούτε φειδωλός σε ανακοινώσεις των ευρημάτων του στάθηκε «ο ένδοξος γερμανός αρχαιολόγος» ούτε κατά τη διάρκεια των ανασκαφών τον διέκρινε τάση προς τη μυστικότητα. Το αντίθετο. Και ημερολόγια κρατούσε με λεπτομερείς καταχωρίσεις τόσο στην Τροία όσο και στις Μυκήνες. Και επιστολές έστελνε προς φίλους και κρατικές ή τοπικές αρχές. Και ανταποκρίσεις δημοσίευε σε ελληνικές και ευρωπαϊκές εφημερίδες. Μάλιστα η πρώτη μορφή των ανακοινώσεών του στον Τύπο βρίσκεται στις τελευταίες σελίδες των ημερολογίων του. Ταυτόχρονα, στο πεδίο των ανασκαφών, ετοίμαζε ακόμη και βιβλία και λευκώματα, με φωτογραφίες που τράβαγε ο ίδιος.
Ωστόσο ούτε τα ημερολόγιά του ούτε τα βιβλία του έχουν εκδοθεί στα ελληνικά, γλώσσα την οποία ο Σλήμαν κατείχε και έγραφε με αξιοζήλευτη άνεση, όπως άλλωστε και την αρχαία ελληνική και τη λατινική. Εν τούτοις το πρώτο βιβλίο του Σλήμαν περί «των τρωικών αρχαιοτήτων», που εκδόθηκε σχεδόν ταυτόχρονα, το 1874, στη γερμανική και στη γαλλική, θα μπορούσε ήδη από τότε να παρουσιαστεί και στα ελληνικά, αφού ο μεταφραστής του στα γαλλικά δεν ήταν άλλος από τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή.
Αύγουστο 1873, μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι στην Αθήνα ο Ραγκαβής, με εξημμένο ενδιαφέρον από τις γαλλικές εφημερίδες, «περί των εν Τροία ανασκαφών του κ. Σλήμαν». Γι' αυτό και έσπευσε να επισκεφθεί στο σπίτι του, στο Ιλίου Μέλαθρον, «τον περίεργον και φιλάρχαιον» άνδρα, άρτι αφιχθέντα εκ Τροίας, μετά του θησαυρού του Πριάμου. Τότε ο Σλήμαν του πρότεινε «την μετάφρασιν εις το γαλλικόν, επί 50 δρ. το φύλλον», και ο Ραγκαβής ξεκίνησε «αυθημερόν, και ανά έν συνήθως φύλλον την ημέραν μεταφράζων» ολοκλήρωσε το έργο την 7η Νοεμβρίου. Με την αμοιβή του ξόφλησε στον Διδότο το χαρτί των Απάντων του. Υποθέτουμε πως αν ο Σλήμαν του είχε ζητήσει και ελληνική μετάφραση, θα την πραγματοποιούσε με ακόμη μεγαλύτερη σπουδή.
Το έργο του Σλήμαν δεν προσείλκυσε τους έλληνες επιστήμονες. Κι ας πρόκειται για «τον πατέρα της μυκηναϊκής αρχαιολογίας», όπως τον έχουν αποκαλέσει. Δεν αποκλείεται σε αυτή την αμέλεια να λανθάνει κάποια πικρία για τον γερμανό έμπορο, που τους υπερφαλάγγισε κατά πολύ στο πεδίο της αρχαιολογικής έρευνας, παρ' ότι αυτοδίδακτος και ερασιτέχνης. Σήμερα, κάπως ανορθόδοξα, 110 χρόνια μετά τον θάνατο του Σλήμαν, εκδίδονται συγκεντρωμένα για πρώτη φορά κείμενά του στα ελληνικά. Και όπως φαίνεται το έναυσμα δόθηκε εντελώς συμπτωματικά. Τα ίχνη του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου αναζητούσε ο Γ. Λαγανάς, όταν εντόπισε τα δημοσιεύματα του Σλήμαν. Πρόκειται για τις, υπό μορφή επιστολών, ανταποκρίσεις του από την Τροία, στην «Εφημερίδα των Συζητήσεων». Κομματικό μεν όργανο του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη, ωστόσο μια εφημερίδα που στην εποχή της ξεχώριζε για την ποικίλη ύλη της και την ακριβόλογη δημοσίευση των ειδήσεων. Την ίδια εποχή ως πρωθυπουργός ο Δεληγιώργης υποστήριξε την πρόταση του Σλήμαν για την ίδρυση μουσείου που θα στέγαζε τον θησαυρό του Πριάμου, αλλά δεν κατόρθωσε να πείσει τη Βουλή, η οποία, φοβούμενη τις αντιδράσεις των Τούρκων, τελικά απέρριψε την προσφορά.
Στον τόμο, στο πρώτο και βασικό κεφάλαιο, συγκεντρώνονται 17 επιστολές, γραμμένες απευθείας στα ελληνικά και δημοσιευμένες στη διάρκεια τριών ετών: πέντε το 1871, από τις 10 Οκτωβρίου, όταν ο Σλήμαν ξεκίνησε με το φιρμάνι στο χέρι τις ανασκαφές στο Ισαρλίκ, ως τα τέλη Νοεμβρίου· έντεκα το 1872, από τον Απρίλιο ως τον Σεπτέμβριο, και μία, γραμμένη στην Αθήνα, τον Δεκέμβριο. Και μία τελευταία, τον Μάιο του 1873. Ο Γ. Λαγανάς συμπεριλαμβάνει ακόμη την «Περιήγησιν ανά την Τρωάδα κατά τον Μάιον του 1881», κείμενο δημοσιευμένο στο περιοδικό «Παρνασσός», Ιούνιο 1882, σε μετάφραση του συγγενούς του Σλήμαν, Π. Καστρωμένου. Επίσης ένα κείμενο για τις ανασκαφές του στην Πελοπόννησο (Πύλο, Φιγάλεια) και ένα δεύτερο, που αναφέρεται στην άλλη μεγάλη ανασκαφή του, στις Μυκήνες. Τέλος, δημοσιεύματα κυρίως του αρχαιολόγου Γεώργιου Νικολαΐδη, με διαφορετική ερμηνεία γύρω από την ακριβή θέση της ομηρικής Τροίας.
Ηδη από το 1488, όταν κυκλοφορούν στη Φλωρεντία, σε δύο τόμους, τα ομηρικά έπη, με τη φιλολογική επιμέλεια του μεγάλου δασκάλου της Αναγέννησης Δημήτριου Χαλκοκονδύλη και τη φροντίδα του πρώτου έλληνα τυπογράφου Δημητρίου Δαμιλά, αρχίζει να τίθεται το ερώτημα αν η Τροία ανήκει στην πραγματικότητα ή στη μυθολογία. Παρ' όλο που ο Σλήμαν διαβάζει, παιδί ακόμη, σαν παραμύθι την ιστορία του Τρωικού Πολέμου και την καταστροφή της πόλης του Πριάμου, πιστεύει, από μιας αρχής, πως το αρχαίον Ιλιον δεν υπάρχει μόνο στη φαντασία του Ομήρου «ως η των Ορνίθων πόλις υπήρχεν εν τη φαντασία του Αριστοφάνους». Με σταθερό γνώμονα τον Ομηρο αλλά και τους λοιπούς αρχαίους συγγραφείς, δέχεται ως υπόθεση εργασίας ότι η Ιλιάδα του Ομήρου στηρίζεται σε ιστορικά συμβάντα και επιπλέον ότι η Τροία δεν βρίσκεται στην τοποθεσία Βουνάρβασι, όπως πρώτος είχε υποστηρίξει το 1785 ο περιηγητής Lechevallier, αλλά βορειοδυτικότερα, στον λόφο Ισαρλίκ. Εικασία στην οποία θα παραμείνει σταθερά προσκολλημένος παρά τη γενικότερη δυσπιστία του τότε επιστημονικού κόσμου. Οπως αργότερα, με το ίδιο πείσμα, θα υποστηρίξει ότι οι περίφημοι μυκηναϊκοί τάφοι βρίσκονται εντός της Ακροπόλεως.
Οι ανταποκρίσεις από την Τροία του Σλήμαν έχουν χαρακτήρα ημερολογίου ανασκαφών. Αν και σπούδασε όψιμα αρχαιολογία, φαίνεται πως διέθετε πολλές από τις αρετές του επιστήμονα-ερευνητή. Εργατικός, συστηματικός, προπαντός πείσμων. Δεν κάμπτεται από τις ποικίλες αντιξοότητες· κωλυσιεργίες του οθωμανικού μηχανισμού, καιρικές συνθήκες, ατυχήματα ή τους απείθαρχους έλληνες εργάτες των ανασκαφών. Οι περιγραφές του χώρου και του τρόπου που εργάζεται είναι ακριβείς και λεπτομερείς. Καλός χρήστης της καθαρεύουσας η αφήγησή του είναι καίρια και παραστατική.
Κάθε εύρημα που φέρνει στο φως το ερμηνεύει και το κοινοποιεί. Ωστόσο δεν διστάζει, όπως προχωρούν οι ανασκαφές, να αναθεωρήσει μια χρονολόγηση ή κάποια εκτίμηση, ενώ συχνά προσκαλεί τους αναγνώστες, που τυγχάνουν θαυμαστές και γνώστες του Ομήρου, να τον φωτίσουν. Εχοντας το οικονομικό πνεύμα εμπόρου, παραθέτει σχολαστικά τον αριθμό και τις αμοιβές των εργατών, όπως και άλλα λογιστικά στοιχεία. Μερικές φορές εκστασιάζεται, και δεν διστάζει να το ομολογήσει, με κάποιους αρχέγονους τρόπους αποτελεσματικής αντιμετώπισης των κινδύνων που ενεδρεύουν στο ύπαιθρο. Οπως όταν μαθαίνει από τους εργάτες πως το αφέψημα του φιδόχορτου είναι αντίδοτο στο δάγκωμα του φιδιού. Εδώ ξυπνάει το εμπορικό του ένστικτο και σκέπτεται να το εξαγάγει στην Ινδία προς καταπολέμηση του τσιμπήματος της κόμπρας.
Με τις ανταποκρίσεις παρακολουθούμε την πορεία των ανασκαφών, αυτές όμως σταματούν απότομα, στις 23 Μαΐου 1873, οπότε και δεν μνημονεύεται η μεγάλη ανακάλυψη της 31ης Μαΐου. Παρ' ότι ο Σλήμαν κατ' επανάληψη δηλώνει πως στόχος του δεν είναι «η ανακάλυψη αγαλμάτων, ουδ' άλλων θησαυρών της τέχνης», αλλά μόνον «η αληθής της αρχαίας Τροίης τοποθεσία», εργαζόμενος «υπέρ της δόξης της φίλτατής του Ελλάδος» αδόκητα πέφτει πάνω σε ένα κιβώτιο με τον θησαυρό του Πριάμου, όπως ο ίδιος τον αποκάλεσε.
Το πλέον φανταχτερό και βαρύτιμο τμήμα του θησαυρού είναι τα κοσμήματα. Φορώντας τα η σύζυγός του Σοφία πόζαρε στον φωτογραφικό φακό και με την πολυδημοσιευμένη φωτογραφία της έγιναν ευρύτερα γνωστά. Πρόκειται για τη δεύτερη σύζυγο του Σλήμαν, τη θυγατέρα του αθηναίου εμπόρου κ. Καστρωμένου, που ο συναισθηματικός Ραγκαβής μας ανιστορεί πώς κατέκτησε τον Σλήμαν αποστηθίζοντας τους πρώτους 20 στίχους της Ιλιάδος. Από τον Ραγκαβή μαθαίνουμε και τα της μεγαλοπρεπέστατης κηδείας του Σλήμαν που έγινε κατά την επιθυμία του στην Αθήνα. «Ο διάσημος ανιχνευτής του Ιλίου, των Μυκηνών και της Τίρυνθος, ο ακάματος αρχαιοδίφης Σλήμαν» πέθανε στις 26 Δεκεμβρίου 1890, 68 ετών, από τις επιπλοκές κρυολογήματος στη Νεάπολη της Ιταλίας επιστρέφοντας στην Ελλάδα.
Καλοδεχούμενο το βιβλίο μέσα στο γενικότερο πνεύμα αμφισβήτησης της εποχής μας, που κλονίζει και τον «μύθο» του Σλήμαν. Το πρώτο νεότευκτης σειράς με τον γενικό τίτλο «Κυκεών», που ξεκινά ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, μετά την επιτυχή παρουσία της πεζογραφικής σειράς των ίδιων εκδόσεων.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 05-11-2000
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις