0
Your Καλαθι
Φανταστικοί θάνατοι
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
«Λέμε "ο θάνατος" για να απλοποιήσουμε τα πράγματα, αλλά υπάρχουν τόσοι θάνατοι όσοι και άνθρωποι». Τη φράση αυτή του Μαρσέλ Προυστ διαλέγει ο Μισέλ Σνεντέρ για να μας εισαγάγει σε αυτό το πρωτότυπο όσο και συναρπαστικό δοκίμιο που αναφέρεται στο θάνατο μεγάλων μορφών της λογοτεχνίας, από τον Μονταίνιο ως τον Τρούμαν Καπότε. Με αφετηρία τις τελευταίες λέξεις που είπαν ή έγραψαν τριάντα έξι συγγραφείς, από το 16ο ως τον 20ό αιώνα, ο Σνεντέρ ανιχνεύει τη σχέση τους με το θάνατο και στοχάζεται πάνω σ' αυτό που ο Μπωντλαίρ αποκαλούσε «ύψιστη τέχνη», τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο κάποιος θα φύγει από τον κόσμο ολοκληρώνοντας το έργο του. Βαθυστόχαστο αλλά όχι πομπώδες, χωρίς να απευθύνεται μόνο σε ειδικούς της λογοτεχνίας, το δοκίμιο αυτό δεν είναι μια σειρά «μακάβριων περιγραφών», όπως θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, αλλά ένα βιβλίο γεμάτο ζωντάνια και συγκίνηση, που απευθύνεται σε όσους αγαπούν τη ζωή. Oι Φανταστικοί θάνατοι βραβεύτηκαν τo 2003 με το έγκυρο Βραβείο Medicis ως το καλύτερο δοκίμιο της χρονιάς.
«... συναρπαστικό. Το βιβλίο αυτό ανταποκρίνεται στην περιέργειά μας, στις προσδοκίες μας. Ταυτόχρονα είναι και ανυπόφορο, επειδή μας παραπέμπει συνεχώς στον ίδιο μας τον εαυτό. Αυτό όμως περιμένουμε πάντα από ένα πραγματικά ουσιώδες έργο».
Marie-Christine Gaudin
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στους «Φανταστικούς θανάτους» ο Μισέλ Σνεντέρ κατασκευάζει ένα μουσείο θνησκόντων συγγραφέων. Ενα προσωπικό μουσείο της φαντασίας. Το βιβλίο του αποτελείται από 39 κείμενα στα οποία περιγράφει, αναπλάθει, στοχάζεται, σχολιάζει τον θάνατο -τη στιγμή του θανάτου, την ultima verba- ισάριθμων συγγραφέων και διανοητών, από τον Μοντένιο, τον Πασκάλ, τον Πούσκιν ώς την Τσβετάγιεβα, τον Μπροχ, τον Ναμπόκοφ ή τον Καπότε. Το σημαντικό είναι ότι -όπως εξομολογείται ο ίδιος ο Σνεντέρ- το ενδιαφέρον του δεν είναι να αναπαραστήσει μια μακάβρια επίσκεψη σε ένα κενοτάφιο, αλλά γράφοντας το βιβλίο των «τελευταίων λόγων», να κάνει λογοτεχνία πάνω σε εκείνους που έκαναν λογοτεχνία: «Νιώθω στοργή για τη νοημοσύνη του συγγραφέα, την ύστατη αναλαμπή, και σφραγίζω την επινόηση της ζωής του με την πλαστή σφραγίδα της πραγματικότητας» [σελ. 194]. Με αυτόν το σκοπό συλλέγει τα παραδείγματα που τον ενδιαφέρουν και δομεί το βιβλίο ως μια ψύχραιμη μελέτη περιπτώσεων (case study): «Η παρηγοριά και ο θρήνος δεν αρμόζουν εδώ. Δεν πρόκειται για κάτι το δακρύβρεχτο, αλλά για μια συλλογή από ανέκδοτες ιστορίες». Αυτές είναι οι δύο συνιστώσες των «Φανταστικών θανάτων»: η μυθοπλασία ως μέθοδος και η συλλογή ως φόρμα.
Το βιβλίο αυτό αξίζει να το προσεγγίσουμε όχι ανεκδοτολογικά (απολαμβάνοντας την ποικιλία των θανάτων ετούτων των επώνυμων προσώπων), αλλά ως ένα δίκτυο νοημάτων γύρω από το θάνατο και τη λογοτεχνία. Δηλαδή, ως ένα σχόλιο για εκείνο το είδος της καλλιτεχνικής δημιουργίας που καταφεύγει σε αφηγήσεις. Και περισσότερο σε αφηγήσεις επί των αφηγήσεων, ώσπου στο τέλος να απομείνουν μονάχα οι λέξεις. Γιατί αυτό υποστηρίζει στους «Φανταστικούς Θανάτους» ο Σνεντέρ: ότι δεν γράφουμε ποτέ τίποτε άλλο, παρά μόνον επιστολές που απευθύνονται στους νεκρούς. Ο άνθρωπος που γράφει δεν περιμένει την αθανασία από τους μελλοντικούς αναγνώστες, δεν είναι αυτό το κίνητρο της γραφής. Οποιος γράφει δεν επιζητεί τις επευφημίες των ζωντανών, αλλά τις ομοιότητες με τους νεκρούς. Γι' αυτό η γραφή είναι η πιο φυσική από τις μεταφυσικές δραστηριότητες.
Ο Σνεντέρ μας αναγκάζει να επαναλάβουμε πολλές φορές τη λέξη θάνατος. Η δημιουργία αγγίζει το θάνατο. Οχι όμως ως υπέρβαση -όπως συχνά μυθολογείται- αλλά ως κατάφαση του θανάτου. Ενός θανάτου, εντούτοις, που ποτέ δεν είναι γλυκός στα χείλη. Ενός θανάτου απαίσιου, που πρέπει να τον καταπιείς, ακόμα και αν είναι σάπιος. Για τον Σνεντέρ δεν υπάρχει καλός θάνατος, δεν υπάρχει «ευ-θνήσκειν». Ο θάνατος δεν ολοκληρώνει τίποτα. Γι' αυτό ο Σνεντέρ αναρωτιέται «προς τι αυτή η ανόητη ιδέα πως ο θάνατος δεν κάνει λάθη, πως λέει την αλήθεια για εμάς, την απόλυτη αλήθεια με ακρίβεια;» [σελ. 227]. Το συμπέρασμα είναι ότι κανένας μας δεν μπορεί να πεθάνει ως «εγώ». Οτι πάντοτε πεθαίνουμε σαν να είμαστε κάποιος άλλος, κάποιος ξένος προς εμάς.
Είναι και αυτή μια παράφραση για την απουσία του νοήματος. Η ζωή του συγγραφέα ολοκληρώνεται, μα η γραφή απομένει πάντα στο προσχέδιο. Η μοίρα που διαισθάνονται οι συγγραφείς, η συνάντηση ανάμεσα σε ένα σώμα και σε μια νόηση, οφείλεται σε μια παρεξήγηση, σε κάτι τυχαίο και ψεύτικο. Ας το πούμε αλλιώς: ο συγγραφέας είναι ανίκανος να αντιληφθεί ακόμα και το τίποτε από το οποίο προήλθε και το άπειρο μέσα στο οποίο περικλείεται. Δεν μπορεί, λοιπόν, παρά να ζήσει μέσα σε μια αμυδρή οπτασία των πραγμάτων, επειδή δεν πρόκειται να γνωρίσει ούτε την αρχή ούτε το τέλος τους. Ακόμα και το τέλος, ο θάνατος, διαψεύδεται. Δεν έχεις ποτέ το θάνατο που φαντάζεσαι, που θέλεις, που φοβάσαι. Η θεμελιώδης μεταφορά της λογοτεχνίας είναι η ειρωνεία. Η λογοτεχνία αποκαθιστά με ένα κλείσιμο του ματιού όλα εκείνα που η ζωή μάς κάνει να χάνουμε. Τι μας διδάσκει, λοιπόν, ο Σνεντέρ για τους συγγραφείς; Οτι ήταν ήδη νεκροί αλλά δεν το γνώριζαν. Οτι μόνο στη λογοτεχνία μπορεί κανείς να βρει ανθρώπους που ξέρουν πώς να πεθάνουν. Οτι συγγραφέας είναι ο άνθρωπος που όταν τον ρωτήσεις ποιος είναι, εκείνος σου δείχνει τα βιβλία του. Οτι ο συγγραφέας που πεθαίνει είναι ένας άνθρωπος που εκείνη τη στιγμή του θανάτου μεταμορφώνεται σε βιβλίο.
Ο Μισέλ Σνεντέρ φτιάχνει με κάθε σελίδα έναν αντιφατικό «κόσμο ζωής» στα πρόθυρα του θανάτου. 'Η μάλλον μια μεταφορά για τη γραφή στα πρόθυρα του άλεκτου, του άρρητου, εκείνου που αναμφισβήτητα υπάρχει, αλλά δεν μπορεί να ειπωθεί με λέξεις και απέναντι στο οποίο οφείλουμε να σιωπούμε. Κι όμως, αυτήν τη μεταφορά του άφατου ο Σνεντέρ τη διατυπώνει με μια απίστευτα επακριβή γραφή, στην οποία οι λέξεις δεν θέλουν να αποδείξουν τίποτα. Ο λόγος του Σνεντέρ δεν είναι κριτικός, αλλά βαθύτατα αποδεκτικός. Ο Σνεντέρ δεν θέλει να είναι «δύσκολος» και ούτε απευθύνεται στην ελίτ των μυημένων στη λογοτεχνία. Αντιθέτως, οι «Φανταστικοί θάνατοι» μιλούν καθαρότερα σε εκείνους που είναι ευαίσθητοι στα απλά ζητήματα της ζωής.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/04/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις