0
Your Καλαθι
Ένας άνθρωπος παντός καιρού ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Η ζωή και το έργο του μεγάλου Έλληνα κωμικού Θανάση Βέγγου
Έκπτωση
58%
58%
Περιγραφή
Ο αρχαίος Έλλην ήταν ωραίος, αθλητικός, με νουν και σώμα υγιές· ο διαχρονικός Έλληνας είναι ωραίος σαν Έλληνας, σαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Αθανάσιο Διάκο, σαν τον Σίμωνα Μπολιβάρ· ο Νεοέλληνας πώς είναι; Σαν τον Θανάση Βέγγο: σκονισμένος.
Ο ρόλος του Βέγγου ερμηνεύεται σε σχέση με την ανάγκη που πέρασε τον Θανάση από τη γή στην οθόνη κι εκεί τον καθιέρωσε: την ανάγκη του κόσμου να έχει απέναντί του έναν δίμορφο Θανάση. Το ρεαλιστικό φουκαρά, μια και τον άλλον τον υπερρεαλιστή, τον εκδικητή της πολύπαθης περιπλάνησής του. Ανάγκη τυφλή όπως αυτή που γέννησε, μετά από αιώνες, τον Θανάση τον Νεοέλληνα. Πάντως, ο Βέγγος είναι δημιούργημα μιας τέτοιας ανάγκης και, κατά συνέπεια, επαναφέρει και διακωμωδεί τα τραγικά συμβάντα της φυλής. Εύκολα μπορεί στη μυθοπλασία των ταινιών του, να ξεχωρίσει το Καλό από το Κακό (κύριο χαρακτηριστικό στο χαρακτήρα του Θανάση) σύμφωνα με την παραδοσιακή ηθική, μα η παραπέρα εξέλιξη του μύθου δεν αφήνει περιθώρια συνθέσεων, παράθυρα λύσεων. Βαδίζει μέσα από συνεχείς συγκρούσεις σ' ένα κοινωνικά στάσιμο πεδίο. Μόνη λύση η υπέρβαση, με το σύστημα των δικών του αυτοματικών λειτουργιών ή ακολουθώντας ενστικτώδικα τα τυχαία συμβάντα που διέπονται από βουλές αγνώστων θεών.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Από τα χρόνια της Μακρονήσου στην επαγγελματική επιτυχία και στην καταξίωση. Μια εργοβιογραφία για τον λαϊκό ηθοποιό αλλά και για τη δύσκολη πορεία της ελληνικής κοινωνίας το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Το βιβλίο «Ένας άνθρωπος παντός καιρού» αναφέρεται στη ζωή και στο έργο του ταλαντούχου ηθοποιού Θανάση Βέγγου (σε αυτόν ανήκει η ιδέα του τίτλου), δεν είναι ωστόσο βιογραφία, αυτοβιογραφία, δοκίμιο ή μελέτη. Ο Γιάννης Σολδάτος (Λευκάδα, 1952), ιδρυτής του εκδοτικού οίκου Αιγόκερως, σεναριογράφος και σκηνοθέτης, συγγραφέας μυθιστορημάτων, διηγημάτων, καθώς και της πολύτομης Ιστορίας του ελληνικού κινηματογράφου αλλά και της κριτικής βιογραφίας του Αλέξη Δαμιανού και του Ζαν Λυκ Γκοντάρ, σε τούτο το βιβλίο επιχειρεί μια πρώτη προσέγγιση του ανθρώπου και ηθοποιού Βέγγου. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης, αποφεύγοντας συνειδητά να αναμειγνύεται στα θεωρητικά, κριτικά ή δημοσιογραφικά κείμενα που τον αφορούν, δεν συμμετείχε με οποιονδήποτε τρόπο στο εγχείρημα, απλώς πρόσφερε στον συγγραφέα τη συνδρομή του στη συγκέντρωση του υλικού. Το βιβλίο αποτελείται από μια κριτική παρουσίαση του ηθοποιού με τίτλο «Θανάσης ο νεοέλληνας και Θανάσης Βέγγος», ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα, μια σύντομη κριτική θεώρηση ή παρουσίαση των 100 και πλέον ταινιών στις οποίες συμμετείχε, αποσπάσματα από συνεντεύξεις του, κείμενα και κριτικές των Μαργαρίτας Παπαγεωργίου, Νίκου Κούνδουρου, Ντίνου Κατσουρίδη, Γιώργου Λαζαρίδη, Κώστα Χατζηχρήστου, Ντίνου Δημόπουλου, Γρηγόρη Γρηγορίου, Κώστα Γεωργουσόπουλου, Γιώργου Σαββίδη, Μιρέλλας Γεωργιάδου, Γιάννη Μπακογιαννόπουλου, Ζαννίνο, Τάκη Παπαγιαννίδη, Κώστα Σταματίου, Γιώργου Πηλιχού, Διαμάντη Λεβεντάκου, Κώστα Πάρλα, Ερρίκου Θαλασσινού, Αντώνη Μοσχοβάκη, Χρήστου Βακαλόπουλου, Σωτήρη Κακίση, Δημήτρη Κολιοδήμου, Θόδωρου Αγγελόπουλου και Βασίλη Ραφαηλίδη. Τα κείμενα συνοδεύονται από πλούσιο εικονογραφικό υλικό: φωτογραφίες από ταινίες, γυρίσματα και στιγμές της προσωπικής ζωής ανάμεσά τους και μία σπάνια από τη θητεία του στη Μακρόνησο, εξώφυλλα περιοδικών κ.ά.
Ο Θανάσης Βέγγος γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο το 1926. Ήταν το μοναχοπαίδι του κυρ-Βασίλη και της κυρα-Ευδοκίας που κατάφεραν να δώσουν στον Θανάση μόνο τις εγκύκλιες σπουδές. Ο πατέρας Βέγγος, υπάλληλος στο εργοστάσιο της Ηλεκτρικής Εταιρίας στο Φάληρο, αγωνίστηκε επί Κατοχής για να το σώσει από την ανατίναξη που σχεδίαζαν οι Γερμανοί οι μαρτυρίες λένε πως το εργοστάσιο σώθηκε χάρη στις προσπάθειες αυτού ακριβώς του ανθρώπου, ο οποίος στη συνέχεια απολύθηκε από τη δουλειά του εξαιτίας των αριστερών φρονημάτων του. Αλλά και ο Θανάσης αντιμετώπισε την εκδικητικότητα του κράτους: βρέθηκε στη Μακρόνησο, το κολαστήριο και τόπο μαρτυρίου για χιλιάδες αριστερούς φαντάρους αλλά και πολίτες. Εκεί, στον κατ' ευφημισμόν «νέο Παρθενώνα», ο νεαρός Θανάσης βίωσε τον εξευτελισμό, έμαθε να υπομένει, υιοθέτησε την αξιοπρέπεια ως στάση ζωής και ταυτόχρονα γνώρισε τη συντροφική αλληλεγγύη. Εκεί επίσης συνδέθηκε φιλικά με τον Νίκο Κούνδουρο, τον άνθρωπο που θα άλλαζε την πορεία της ζωής του. Ήταν το 1953 όταν τον κάλεσε ο Κούνδουρος να παίξει στη «Μαγική πόλη», την πρώτη ταινία της καριέρας του: υποδύεται τον πωλητή λεμονιών στη λαχαναγορά, μέλος μιας παρέας νεαρών βιοπαλαιστών. Ο ήρωας λέγεται Θανάσης ο Βέγγος παίζει τον εαυτό του, όνομα που θα τον ακολουθεί στη συνέχεια σε πολλές άλλες ταινίες και θα μπαίνει αργότερα και στους τίτλους των ταινιών του («Ο Θανάσης, η Ιουλιέτα και τα λουκάνικα», «Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;», «Θανάση, πάρε τ' όπλο σου», «Δικτάτωρ καλεί Θανάση», «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας» κτλ.), όταν βέβαια δεν μπαίνει το επώνυμό του («Είναι ένας τρελός τρελός Βέγγος», «Δόκτωρ Ζι-Βέγγος», «Ένας Βέγγος για όλες τις δουλειές»).
Στον «Δράκο», τη δεύτερη ταινία του Κούνδουρου, ο Βέγγος υποδύεται τον μπάρμαν σε ένα κέντρο διασκέδασης, ο οποίος είναι συγχρόνως και μπράβος του αρχηγού μιας συμμορίας απατεώνων. Εκεί θα φάει τις τρεις πρώτες θεαματικές φάπες, που θα ανοίξουν τους ασκούς της σφαλιάρας η οποία καταδιώκει τον Θανάση Βέγγο σε ολόκληρη την κινηματογραφική σταδιοδρομία του. Έτσι ο εκφραστικός ηθοποιός με τη φαλάκρα, το συμπαθητικό πρόσωπο, την αβέβαιη έκφραση, μπήκε δυναμικά στον χώρο του κινηματογράφου, χωρίς να έχει προϋπηρεσία στο θέατρο. Ήταν ένας ερασιτέχνης που για να επιβιώσει έκανε ένα σωρό δουλειές κυρίως του φροντιστή σε ταινίες, δουλειές κοπιαστικές, επίπονες και γλίσχρα αμειβόμενες. Στη συνέχεια πήρε την άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος, γράφτηκε στο σωματείο, έπαιξε στο θέατρο και πήρε σημαντικότερους ρόλους. Μολονότι συμμετείχε σε αρκετές ενδιαφέρουσες και ονομαστές ταινίες («Το κορίτσι με τα μαύρα» του Μιχάλη Κακογιάννη, «Ο Μιμίκος και η Μαίρη» του Γρηγόρη Γρηγορίου, «Ο Ηλίας του 16ου» του Αλέκου Σακελλάριου, «Μανταλένα» του Ντίνου Δημόπουλου, «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασσέν, «Ψηλά τα χέρια, Χίτλερ» του Ροβήρου Μανθούλη, «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου» του Παντελή Βούλγαρη, «Το βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, «Το αίνιγμα» του Γιάννη Σολδάτου), ως κινηματογραφικός τύπος καθιερώθηκε από άλλες κωμικές παραγωγές όπου ενσάρκωνε τον μέσο Ελληνα: τον φουκαρά, τον γκαφατζή, τον αγαθό, τον περιδεή, τον αγχωμένο, τον κυνηγημένο, αλλά και τον καπάτσο.
Αυτό το παιδί για όλες τις δουλειές διαμόρφωσε έναν μοναδικό λαϊκό κινηματογραφικό ήρωα, ολοκληρωμένο και αναγνωρίσιμο, με σταθερά χαρακτηριστικά. Ο Βέγγος, δημιούργημα της ανάγκης για ρεαλιστική απεικόνιση του σύγχρονου Αθηναίου, στο πλαίσιο της φαρσοκωμωδίας, κινηματογραφικού είδους που συγκινούσε πλατιά στρώματα του ελληνικού λαού, ερμήνευσε τον άνεργο, τον πολυτεχνίτη και ερημοσπίτη, τον τίμιο και εργατικό, τον αμήχανο και πολυμήχανο, που κάνει κάθε είδους δουλειά για να επιβιώσει. Σε αυτή την προσπάθειά του μετατρέπεται σε μια αεικίνητη φιγούρα, έναν κλόουν, έναν έλληνα Σαρλό, ή καλύτερα στον Καραγκιόζη αυτοπροσώπως. Ωστόσο η φαρσοκωμωδία δεν είναι ρεαλιστική, ξεφεύγει από τα όρια της πραγματικότητας, και ο Βέγγος βρίσκει την ευκαιρία να εισέλθει σε αυτήν ως υπερρεαλιστικό στοιχείο, να παλέψει με την πείνα και την ανασφάλεια, να φέρει τον κόσμο πάνω κάτω. Για να το επιτύχει αυτό στην εντέλεια έπρεπε να περάσει στη σκηνοθεσία, μα και στην παραγωγή των ταινιών του (κάτι που τον οδήγησε σε οικονομική καταστροφή), ώστε να ενσαρκώσει το όραμά του, το όραμα της απόλυτης ελευθερίας, να υπερβεί τις συμβάσεις, «να χτίσει τη δική του Οκτάνα», σύμφωνα με τον Σολδάτο.
Το βιβλίο «Ένας άνθρωπος παντός καιρού» δεν είναι σημαντικό απλώς και μόνο επειδή παρουσιάζει, σκιαγραφεί, κρίνει, επαινεί έναν μεγάλο έλληνα ηθοποιό, μα και για έναν ακόμη λόγο: επειδή παράλληλα δίνει στοιχεία για την ελληνική ιστορία, την πολιτική κατάσταση των δεκαετιών του '50, του '60 και του '70, μα και για τον ελληνικό κινηματογράφο. Γιατί ο ηθοποιός Θανάσης Βέγγος αναπαράστησε στη μεγάλη οθόνη καλύτερα από κάθε άλλον ομότεχνό του τον Έλληνα της εποχής του, τον Έλληνα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα.
Φίλιππος Φιλίππου, ΤΟ ΒΗΜΑ, 03-12-2000
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις