0
Your Καλαθι
Το σπίτι με τις δύο πόρτες
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Το σπίτι με τις δύο πόρτες είναι η ιστορία ενός αρχοντικού των Αμπελακίων του 18ου αι. Κατά ένα μέρος αποτελεί χρονικό, γιατί στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα, κατά ένα άλλο όμως είναι μυθοπλασία. Έτσι, συμβάντα της οικογένειας που κατοικεί το αρχοντικό επί πολλές γενιές συμπτύσονται και μεταλλάσσονται ελεύθερα, ενώ άλλα καθαρώς ιστορικά της γνωστής Συνεταιριστικής Κοινότητας βαίνουν παράλληλα.
Η δομή του μυθιστορήματος ανατρέπει τον ευθύγραμμο ιστορικό χρόνο και, ανακυλκώνοντάς τον μέσα στα λεπτομερώς περιγραφόμενα δωμάτια του αρχοντικού, τον αναγκάζει να κινείται ανάλογα με τις απαιτήσεις του χώρου. Τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα είναι σαν να προκαλούν τη γραφή να ομολογήσει αξεδιάλυτες προσωπικές αλήθειες και πανανθρώπινους προβληματισμούς.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Δεν υπάρχει κτίσμα, ερειπωμένο ή κλειστό, που να μην ασκεί πάνω μου μιαν ακατανίκητη έλξη. Εχω καβαλήσει χορταριασμένες μάντρες παλιών ξενοδοχείων, έχω σεργιανίσει σε διαδρόμους και δωμάτια, έχω παραβιάσει μισάνοιχτα παράθυρα σ' εξοχικές επαύλεις στη Σύρο, έχω σπρώξει τις πολυκαιρισμένες πόρτες στην παλιά χαρτοποιία των Ροβιών, έχω ισορροπήσει σε σάπιες σκάλες και πατώματα στ' αρχοντικά της κερκυραϊκής Περίθειας, έχω παραμερίσει μ' αγωνία ξύλα και γκρεμίδια στην αγορά της Σμύρνης, ψάχνοντας μισοκαμένες τοιχογραφίες μπελ επόκ... Κι όλα αυτά, γιατί υπάρχει η αύρα μιας περασμένης ζωής που άνθησε πίσω απ' τους τοίχους, κι άφησε τα ίχνη της ανεξίτηλα στις θέες των παραθύρων (ποτέ ένα παράθυρο δεν ανοίγεται τυχαία!), στα σκαλιστά ντουλαπόφυλλα κάποιας κρεβατοκάμαρας αλλοτινής (όσα δεν μπόρεσαν οι τελευταίοι ένοικοι να ξηλώσουν), στο σηκωμένο σιδερένιο ντιβάνι μιας σοφίτας με τη θάλασσα να στραφταλίζει ολόγυρα, που κάποτε, τέλος εποχής, το 'γειραν όρθιο στον τοίχο ελπίζοντας πως και του χρόνου θα 'ρθουν, και δεν ευδοκίμησαν ξανά ποτέ... Με τραβάει το -ό,τι ξέμεινε, ακόμα κ' η μαυρίλα γύρω απ' τους διακόπτες, να δείχνει ποια χέρια σβήναν κι άναβαν το φως... Από τ' ασήμαντα μαντεύω την επιμέλεια ή την αδιαφορία του στερνού κλεισίματος, διακρίνοντας καρφωμένα στα λιγοστά απομεινάρια τα μάτια της ψυχής τού ιδιοκτήτη...
Πόσο μάλλον, λοιπόν, να 'χεις δικό σου αρχοντικό -το «παλιό θωρηκτό», καθώς το λέει η συγγραφέας-, σε ιστορική κοινότητα απ' τις λίγες, στ' Αμπελάκια, και να μην ανιχνεύεις ξένων πέρασμα, παρά, ν' αγγίζεις τις ρίζες των δικών σου στις πέτρες του απάνω, ν' αφουγκράζεσαι ψιθύρους μακρινών προγόνων, χαμένων στην αχλύ της μνήμης. Η ιδέα είναι καλή, ικανή να στήριζε ένα μυθιστορικό χρόνικό, ή κ' ένα μυθιστόρημα καθαυτό, όταν μάλιστα το σπίτι διαθέτει δύο πόρτες, όπως αυτό της Β. Σολωμού - Ξανθάκη!
Από τις πρώτες σελίδες φαίνεται πως ξέρει να γράφει. Ξεκινάει μ' έναν εμπνευστικό οιωνό της μοίρας, αντίστοιχο των θυέστειων δείπνων, καλά δοσμένον, κι αρχίζει να περνάει σιγά σιγά σε δωμάτια και σε πρόσωπα που τα στοίχειωσαν! Αν, ωστόσο, μερικές από τις ιστορίες (ο Καρέμ, οι μεταξοσκώληκες κ' η απαγωγή του πατέρα με την τραγελαφική δημόσια καταδίκη του) θα μπορούσαν να σταθούν και σαν αυτόνομα διηγήματα, χάρη στην ευρηματικότητα, το πλαστικό τους δόσιμο ή το βάρος των βιωμάτων που υπόκεινται και δίνουν στο λόγο φτερά, κάποια άλλα δεν καταφέρνουν να αρθούν στο δέον ύψος, λειτουργούν απλά επισωρευτικά πάνω στον δεδομένο μίτο, κι αραιώνουν μονάχα το μύθο -μιας και κατά το παλιό λόγιο: «σωριάζοντας την Οσσα πάνω στο Πήλιο δεν φτάνεις τον Ολυμπο των θεών»...
Ακόμα, ενώ τα πρώτα κεφάλαια είναι πιο σφιχτά, πιο δεμένα κ' επιμελημένα, όσο προχωράει η συγγραφέας αφήνεται σε παρεκβάσεις, σε κρίσεις και διαλογισμούς και πετάγματα του μυαλού στο σήμερα, από τους Δίδυμους πύργους και τους βομβαρδισμούς της Σερβίας ώς τον Πύρρο Δήμα και τους «τίμιους καημούς» του Χρ. Γιανναρά ή τις χαζοαπόψεις Κορδάτου -πράγματα όλα αυτά που «ξενερώνουν» τον αναγνώστη και καταστρέφουν τη μαγεία του αφηγήματος.
Και λέω «αφήγημα», διότι εντέλει μόνο μυθιστόρημα δεν είναι, καθώς επαγγέλλεται ο υπότιτλός του. Μπορεί να ονομαστεί ιστορικό αφήγημα, μαρτυρία, κατάθεση, αναμνήσεις εξομολόγηση, ή ότιδήποτε συναφές, αλλ' όχι μυθιστόρημα. Λείπουν και η πολυπρισματική θεώρηση (χαρακτηριστική του είδους στα λαμπρότερά του δείγματα), και οι πολλαπλοί άξονες παραλλήλων δρωμένων, μα κ' η συγκρότηση κάποιου ενιαίου νοήματος μένει αβληχρή, ενώ η απλή κινητικότητα μπρος - πίσω μες στο χρόνο, με συνδετικό κρίκο το δίπορτο σπίτι, δεν αρκεί...
Μα οι αδυναμίες δεν σταματούν εδώ. Με μιαν αδιαφορία, θα 'λεγες, γιαγιάς που ακολουθεί τον καταρράκτη της μνήμης της, παραβλέπει τυπικούς κανόνες λογοτεχνικής γραφής- πράγμα ασυγχώρητο για δημιουργό που 'χει δώσει με το «Γάμο» της έν' απ' τα πιο συγκινητικά κείμενα της νεοελληνικής πεζογραφίας. Περιπίπτει σε κουραστικές επαναλήψεις, όπως το Trinity όπου σπούδασε ο ξάδερφος Βλαδίμηρος κι αναφέρεται 4 τουλάχιστον φορές, σε διαφορετικές περιστάσεις και σελίδες ( ως εάν είχε τόση σημασία πια!) ή ο παιδικός διαβήτης, που η επανερχόμενη διαρκώς αναφορά του από γενιά σε γενιά και μ' όλες τις λεπτομέρειες και τις θεραπείες και τις σύριγγες, αποδυναμώνει τον εφιάλτη κ' εξατμίζει εντέλει τη δραματικότητά του, αντί μιας μόνης μνείας, που θα γιγάντωνε τη σκιά του πάνω στις ζωές των αδικοχτυπημένων. Παίρνοντας αντίθετα ο δέκτης την πίκρα λίγη λίγη και με δόσεις, μιθριδατίζεται στο τέλος, κι αντί να συγκλονιστεί μπροστά στο δράμα, ανιά για κάτι που του 'ναι γνωστό κι από καιρό προεξαγγελμένο...
Θα 'χα κι άλλα να πω για το κεφάλαιο της επανεύρεσης με τον Βλαδίμηρο στο Δουβλίνο, λ.χ., που παρά τις υποφώσκουσες εντάσεις μοιάζει μάλλον τουριστική ξενάγηση στην ιρλανδική πρωτεύουσα και μένει ξέταιρο -αλλά θα το αντιμετωπίσω ως κατάθεση ψυχής, ξέσπασμα αυθόρμητο, που δεν σηκώνει κριτική- το δέχεσαι ως έχει ή το προσπερνάς.
Μιλώντας ωστόσο για «κατάθεση ψυχής» δεν μπορεί να μη μου ανεβεί ένα θεμελώδες ερώτημα προς τη συγγραφέα:
Από τα καταβολικότερα βιώματα του βιβλίου είναι το του πατέρα, που μολονότι -κατά τη δική της ομολογία- άνθρωπος προοδευτικός, δάσκαλος εμπνευστικός και φάρος για όλους γύρω του, πέφτοντας θύμα της ευρύτατης και δυστυχώς σήμερα ακόμα ελάχιστα παραδεκτής «κόκκινης τρομοκρατίας» στην ύπαιθρο επί Εμφυλίου, απάγεται κ' εκτελείται άδικα, ενώ οι δήμιοί του επί καιρό, αναίσχυντα, στέλναν και ζήταγαν ρούχα και φαγητό, κοροϊδεύοντας τους δικούς του, πως τάχα ζει κ' εκδίδει εφημερίδα στο βουνό... Πως λοιπόν, λίγες σελίδες παρακάτω, η ίδια η κόρη τού εκτελεσμένου ομολογεί ότι προσχώρησε ενηλικιωνόμενη στην αριστερή ιδεολογία; Δεν ήταν η ίδια εκείνη η «κακή» σταλινική, παρά μια «ροζ» των αναθεωρητικών της διανόησης; Και δεν είδε πως «ροζ» ήταν και «διανουμενίστικη» γιατί δεν είχε τα δόντια της σοβιετικής αρκούδας από πίσω, και πως αν τα 'χε, διόλου δεν θα διέφερε απ' την άλλη, την κατακόκκινη εκείνων που τόσο αδίστακτα χύσαν το αίμα του πατέρα της;... Και δεν θα 'τριβαν τα χέρια τους όσοι ξέροντας πως της σκότωσαν τον πατέρα, θα την έβλεπαν, αν όχι με τους ίδιους τους σταυρωτήδες του, πάντως με τους «συνοδοιπόρους» τους; Γιατί ποιον ξεγέλασαν στ' αλήθεια οι «θεωρητικές τους διαφορές» όλων αυτών των «μαντριών»; Ενα μαντρί για τους κόκκινους (από Μαοϊκούς έως τους πιο αμφισβητίες «αναθεωρητικούς), έν' άλλο για τους μπλε (απ' τους τραμπούκους ώς τους ήσυχους μημουαπτικούς αστούς), άντε κ' ένα στο κέντρο, για τους προοδευτικούς ma non troppo!.. Τ' άλλα μόνο στους αφελείς πουλήθηκαν κατά καιρούς! Ετσι τουλάχιστον τα βλέπουν καθαρότερα, όσοι βλέπουν, ιδίως μετά την πτώση του υπαρκτού Σοσιαλισμού, που τόσες και τόσες άνομες συναλλαγές κράταγε κρυμμένες στα σπλάχνα του... Κι όλα αυτά, βέβαια, ας μη θεωρηθούν ποτέ ως αίτημα τάχα να πέρναγε στ' αντίπαλο στρατόπεδο! Αλλά στάση προσωπική δεν υπάρχει; Αγώνας εκτός στάνης κόκκινης, πράσινης ή άλλου χρώματος;...
Θα 'λεγε κανείς πως ένα λογοτέχνημα δεν καθιστά υπόλογο τον δημιουργό του για τις πολιτικές του ιδέες -έχω όμως την εντύπωση πως εν προκειμένω η συγγραφέας την εκκαλεί την κρίση. Κ' οι νέες γενιές αυτά τα ερωτήματα θα 'χουν. Αυτά τα «παράδοξα» θ' απαιτούν να τους εξηγηθούν...
Ασφαλώς απ' το «Σπίτι με τις δυο πόρτες» πολλά θάχουν ν' αποκομίσουν οι Αμπελακιώτες. Πόσα και πόσα δεν γράφει για τη ζωή, για πρόσωπα και πράγματα της μεγάλης κι ισχυρής αυτής κοινότητας, για τον περίφημο συνεταιρισμό, για μυστικά εφτασφράγιστα κι αινίγματα σκοτεινά στους ξένους, που περνούν σαν μύγες μονάχα βιαστικές απ' το σημερινό τουριστικό χωριό. Θα μείνει χρήσιμο ασφαλώς, σαν μια γλαφυρή καταγραφή ενός επιβλητικού σκελετού κάποιου προϊστορικού θηρίου, αλλά η Λογοτεχνία πέρα από επιμέρους θραύσματα ευαίσθητης γραφής, λίγα έχει ν' αποκομίσει...
ΣΤΑΝΤΗΣ Ρ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 11/11/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις