0
Your Καλαθι
Ο βασιλιάς του φλίπερ
Διηγήματα
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Ποιος είναι ο βασιλιάς του φλίπερ και γιατί τα ζώα στήνουν παγίδες; Δεκαπέντε διηγήματα, δεκαπέντε μέλη του σώματος σε οργασμό. Τα μέλη εκφράζονται, εκπέμπουν, εκρήγνυνται. Η αφήγηση της Έρσης Σωτηροπούλου συγκλονίζει με απόλυτη φυσικότητα, απελευθερώνοντας το χιούμορ και τη φαντασία μιας ξεχωριστής ματιάς πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα της ζωής. Μετά το Βασιλιά του φλιπέρ, η προοπτική του κόσμου γύρω μας δεν μένει πια η ίδια.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Διαβάζοντας τη συλλογή των 15 διηγημάτων «Ο βασιλιάς του φλίπερ» της Έρσης Σωτηροπούλου έχεις την αίσθηση ότι οι ιστορίες διαδραματίζονται σε ένα τοπίο διαποτισμένο από πανικό, με πρωταγωνιστές οι οποίοι παραλύουν από φόβο μπροστά στο τίποτα και όπου οι πάντες λαμβάνουν μέρος σε ένα μαραθώνιο ακινησίας που τον απολαμβάνουν. Οι πρωταγωνιστές των διηγημάτων δέκα ακραιφνώς διηγήματα και πέντε ελλιποβαρείς αφηγήσεις σε κάνουν να σκέφτεσαι κάτι που είπε ο Τρούμαν Καπότε: «Οι περισσότεροι άνθρωποι σηκώνονται το πρωί όχι επειδή έχει καμιά σημασία αν θα σηκωθούν αλλά επειδή δεν θα είχε καμία σημασία αν δεν σηκώνονταν».
Οι ήρωες της Σωτηροπούλου είναι μάλλον αντιήρωες αυτοσαρκαζόμενοι και αυτοαναιρούμενοι έχοντας πλήρη συναίσθηση της πραγματικότητας. Οι 10 από τις 15 ιστορίες της συλλογής καταλήγουν σε μια φάρσα, όπου ένα με απόλυτη φυσικότητα υπόγειο ρεύμα ανεξέλεγκτου αισθήματος φυγής κυριεύει τους πάντες και τα πάντα.
Από το πρώτο κιόλας διήγημα, «Ο βασιλιάς του φλίπερ», σε κυνηγάει η αίσθηση του ανολοκλήρωτου, λες και υπό μορφή ναφθαλίνης έχει ραντίσει τους επιβάτες ενός οχήματος προς το πουθενά, καθώς οι τέσσερις φίλοι, δυο Έλληνες, αδελφή και αδελφός, και ένα ζευγάρι Ιταλοί, η Βάνα και ο Έντζο, χάνονται με ένα Φίατ κάπου στη Στερεά Ελλάδα για να καταλήξουν στη στάνη ενός γιδοβοσκού. Ο τσοπάνης τούς φιλοξενεί αλλά εκείνοι ζουν στον κόσμο τους, μεθυσμένοι και ναρκωμένοι από τις περιποιήσεις του και της γυναίκας του, από τις ρέγγες και τη φασολάδα, από τις πατάτες και τα ωμά κρεμμύδια από το περιβόλι τους, από τις μυρωδιές της φύσης και από τη νύχτα που πλησιάζει ενώ δεν ξέρουν πού θα κοιμηθούν. Ένας παραλογισμός και μια ανησυχία καλύπτουν ως πέπλο ομίχλης τους τέσσερις με το Φίατ. Το δώρο της γυναίκας του γιδοβοσκού, ένα κομμάτι φέτα σε ένα τουλουπάνι, καθώς περιφέρεται αφάγωτο μέσα στο Φίατ «η φέτα στάζει στα πόδια της Βάνα» και αρχίζει να μυρίζει ενοχλητικά, καταλήγει το σύμβολο της ημιτελούς απόδρασης από τις αστικές εμμονές των Ελλήνων και των Ιταλών. Τελικά, και για να έχουν ήσυχη τη συνείδησή τους, λίγο έξω από τους Δελφούς, και επειδή η φέτα άρχισε να βρωμάει, «την πέταξαν σε ένα πάρκινγκ πάνω στο δρόμο». Το διήγημα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε οποιαδήποτε χώρα καθώς συμβολίζει την ακαθόριστη αλλά βαθύτατη ανάγκη φυγής των ανθρώπων από τα πάντα.
Στο δεύτερο διήγημα, «Πού είναι η πιάτσα Ναβόνα;», πάλι ένα ζευγάρι Ιταλών, η Ναντίν και ο Μπρούνο, οδηγώντας, έχουν χαθεί μέσα στην πόλη τους όχι σε ξένη χώρα, όπως στο προηγούμενο διήγημα προσπαθώντας να πάνε στην πιάτσα Ναβόνα. Προς τα πού πέφτει η πιάτσα Ναβόνα; Είναι προς τα δεξιά; Είναι προς τα αριστερά; Ποια είναι η σωστή κατεύθυνση; Θα πάνε προς τον Τίβερη πρώτα ή από την πλατεία Φαρνέζε; Πού είναι τέλος πάντων η πλατεία Ναβόνα; Αυτά είναι ερωτήματα βασανιστικά για τους δύο κατοίκους της Ρώμης που έχουν αποπροσανατολισθεί. Μέσα στο αυτοκίνητο η Ναντίν κοιτάζει με δυσπιστία τον Μπρούνο. Ο Μπρούνο κοιτάζει τη Ναντίν σαν να είναι μια ξένη. «Δεν ξέρεις τίποτα», φωνάζει η Ναντίν στον Μπρούνο, «η μόνη διαφορά μας είναι ότι εγώ παραδέχομαι πως δεν ξέρω, πως έχω μπερδευτεί, ενώ εσύ...». Αμφιβάλλουν και οι δυο τους, χωρίς λόγο, για τον σωστό δρόμο προς την πλατεία Ναβόνα. Τα νεύρα τους είναι τσακισμένα και, όταν φθάνουν κάποτε στην πιάτσα Ναβόνα, όπου πίνουν έναν καφέ ή ένα ποτό στο αγαπημένο τους στέκι, δεν ξέρουν πώς θα επιστρέψουν στο σπίτι τους: βγαίνοντας από την πλατεία θα πρέπει να στρίψουν αριστερά ή δεξιά; Φυσικά, το βασικό ερώτημα δεν είναι προς τα πού πέφτει η πλατεία Ναβόνα αλλά προς τα πού βαδίζει η σχέση της Ναντίν με τον Μπρούνο, ποια κατεύθυνση έχει πάρει η ζωή τους, έτσι καθώς συγκρούεται με τη μικροαστική ανία και με την έλλειψη εμπιστοσύνης.
Στο διήγημα «Γκολφ στα στρείδια» ο αφηγητής καίγεται από τις φλόγες της χαμένης του αγάπης για την Π., σύζυγο οδοντιάτρου. Ακόμη και σε οργανωμένη εκδρομή σε απομακρυσμένο νησί συμμετέχει για να «βρεθεί» κοντά στο αντικείμενο του πόθου του. Εκείνη, όμως, η Π., αγνοώντας τον έρωτά του, ποτέ δεν φθάνει στο νησί. Δεν θα μάθουμε πολλά πράγματα για την Π., εκτός του ότι είναι μια γυναίκα μικροκαμωμένη και στρουμπουλή και ότι φοράει τσόκαρα, χωρίς κάλτσες, χειμώνα-καλοκαίρι. Το φετίχ του αφηγητή πρέπει να είναι ο έρωτάς του με την Π. και όχι η ίδια η Π. Φαίνεται να χαίρεται πιο πολύ τις βόλτες έξω από το σπίτι της μήπως και τυχαία τη συναντήσει παρά αν τη συναντούσε και της έλεγε πόσο την αγαπά. Ψυχικές στρεβλώσεις, με άλλα λόγια, πάνω στις οποίες ασκείται το ψυχικό σθένος του αφηγητή.
Στο διήγημα «Πόπη και Πωλέτ» η Πωλέτ ξεκινάει σπρώχνοντας το καροτσάκι στους διαδρόμους ενός σουπερμάρκετ για τα ψώνια ενός δείπνου. Πρόκειται για νεφρά σος με μουστάρδα και, φυσικά, ο αθώος αναγνώστης περιμένει στην εξέλιξη του διηγήματος: να γίνουν τα ψώνια, να γίνει το μαγείρεμα, να έρθουν οι καλεσμένοι και να σερβιρισθεί το δείπνο. Τίποτε από όλα αυτά δεν συμβαίνει. Η Πωλέτ, που είναι το επαγγελματικό όνομα της Πόπης («όταν έπιασε δουλειά σ' αυτό το κομμωτήριο, το πρώτο που έκαναν ήταν να αλλάξουν το όνομά της. Από Πόπη έγινε Πωλέτ»), μπλέκει σε ένα λαβύρινθο στυλ φιλμ νουάρ μέσα στο σουπερμάρκετ: αναζητώντας τα υλικά της συνταγής γραμμένα σ' ένα χαρτάκι, καταλήγει στα ενδότερα του καταστήματος, όπου πέφτει πάνω στον κρεοπώλη τον οποίο πιάνει να αυνανίζεται μπροστά σε σκισμένα περιοδικά ακουμπώντας την πλάτη του στο κουφάρι ενός ζώου. Όλα μετατρέπονται σε έναν εφιάλτη, σε μια κακή φάρσα. Η Πωλέτ υπνωτίζεται και παραλύει από πανικό, είναι έτοιμη να λιποθυμήσει, τα χέρια της τρέμουν, η καρδιά της χτυπά δυνατά... Και, φυσικά, το δείπνο πάει περίπατο...
Μέσα σε αυτό το κλίμα κινούνται τα 10 από τα 15 διηγήματα του «Βασιλιά του φλίπερ», ένα κλίμα άκρως ποιητικό με τάση προς τη σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων και της ζωής και με σφιχτή και μινιμαλιστική γραφή, όπου το ανολοκλήρωτο και το ημιτελές στέλνουν τα δικά τους μηνύματα. Τα διηγήματα έχουν μια οικουμενικότητα από την άποψη ότι καταπιάνονται με θέματα που απασχολούν ανθρώπους οποιασδήποτε ανεπτυγμένης χώρας, μέσα από ένα imago που απελευθερώνει ενώ ταυτόχρονα εκπέμπει και την ηχώ ενός κόσμου που, ακίνητος, κατευθύνεται προς το τίποτα.
Η τεχνική της Έρσης Σωτηροπούλου είναι πολύ προσωπική, όπως πολύ προσωπική είναι και η οπτική γωνία από την οποία βλέπει τα θέματά της. Η συγγραφέας, πότε ως άνδρας πότε ως αδελφή πότε ως σύζυγος πότε ως κόρη και πότε ως υποψήφιος εραστής, μπαίνει για τα καλά στο πετσί των πρωταγωνιστών της και αφηγείται χωρίς πλατειάσματα και με μεγάλη άνεση τους διαφορετικούς κόσμους τους γιατί κατέχει τη γοητεία και τη χάρη να κερδίζει το ενδιαφέρον του απαιτητικού αναγνώστη. (Η μόνη επιφύλαξη που έχω με τη συλλογή «Ο βασιλιάς του φλίπερ» είναι ότι σε αυτήν παρείσφρησαν πέντε «κομμάτια» που δεν έχουν σχέση με διήγημα και που αποδυναμώνουν το σύνολο της συλλογής. Είναι τα «Βήματα», οι «Μέρες εξαγνισμού», «Ο κύριος Νίκος Νίκου», το «Αγάπη μου, σε μισώ» και «Το όνειρο της Π.»).
ΚΡΙΤΙΚΗ
Διαβάζοντας τη συλλογή των 15 διηγημάτων «Ο βασιλιάς του φλίπερ» της Έρσης Σωτηροπούλου έχεις την αίσθηση ότι οι ιστορίες διαδραματίζονται σε ένα τοπίο διαποτισμένο από πανικό, με πρωταγωνιστές οι οποίοι παραλύουν από φόβο μπροστά στο τίποτα και όπου οι πάντες λαμβάνουν μέρος σε ένα μαραθώνιο ακινησίας που τον απολαμβάνουν. Οι πρωταγωνιστές των διηγημάτων δέκα ακραιφνώς διηγήματα και πέντε ελλιποβαρείς αφηγήσεις σε κάνουν να σκέφτεσαι κάτι που είπε ο Τρούμαν Καπότε: «Οι περισσότεροι άνθρωποι σηκώνονται το πρωί όχι επειδή έχει καμιά σημασία αν θα σηκωθούν αλλά επειδή δεν θα είχε καμία σημασία αν δεν σηκώνονταν».
Οι ήρωες της Σωτηροπούλου είναι μάλλον αντιήρωες αυτοσαρκαζόμενοι και αυτοαναιρούμενοι έχοντας πλήρη συναίσθηση της πραγματικότητας. Οι 10 από τις 15 ιστορίες της συλλογής καταλήγουν σε μια φάρσα, όπου ένα με απόλυτη φυσικότητα υπόγειο ρεύμα ανεξέλεγκτου αισθήματος φυγής κυριεύει τους πάντες και τα πάντα.
Από το πρώτο κιόλας διήγημα, «Ο βασιλιάς του φλίπερ», σε κυνηγάει η αίσθηση του ανολοκλήρωτου, λες και υπό μορφή ναφθαλίνης έχει ραντίσει τους επιβάτες ενός οχήματος προς το πουθενά, καθώς οι τέσσερις φίλοι, δυο Έλληνες, αδελφή και αδελφός, και ένα ζευγάρι Ιταλοί, η Βάνα και ο Έντζο, χάνονται με ένα Φίατ κάπου στη Στερεά Ελλάδα για να καταλήξουν στη στάνη ενός γιδοβοσκού. Ο τσοπάνης τούς φιλοξενεί αλλά εκείνοι ζουν στον κόσμο τους, μεθυσμένοι και ναρκωμένοι από τις περιποιήσεις του και της γυναίκας του, από τις ρέγγες και τη φασολάδα, από τις πατάτες και τα ωμά κρεμμύδια από το περιβόλι τους, από τις μυρωδιές της φύσης και από τη νύχτα που πλησιάζει ενώ δεν ξέρουν πού θα κοιμηθούν. Ένας παραλογισμός και μια ανησυχία καλύπτουν ως πέπλο ομίχλης τους τέσσερις με το Φίατ. Το δώρο της γυναίκας του γιδοβοσκού, ένα κομμάτι φέτα σε ένα τουλουπάνι, καθώς περιφέρεται αφάγωτο μέσα στο Φίατ «η φέτα στάζει στα πόδια της Βάνα» και αρχίζει να μυρίζει ενοχλητικά, καταλήγει το σύμβολο της ημιτελούς απόδρασης από τις αστικές εμμονές των Ελλήνων και των Ιταλών. Τελικά, και για να έχουν ήσυχη τη συνείδησή τους, λίγο έξω από τους Δελφούς, και επειδή η φέτα άρχισε να βρωμάει, «την πέταξαν σε ένα πάρκινγκ πάνω στο δρόμο». Το διήγημα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε οποιαδήποτε χώρα καθώς συμβολίζει την ακαθόριστη αλλά βαθύτατη ανάγκη φυγής των ανθρώπων από τα πάντα.
Στο δεύτερο διήγημα, «Πού είναι η πιάτσα Ναβόνα;», πάλι ένα ζευγάρι Ιταλών, η Ναντίν και ο Μπρούνο, οδηγώντας, έχουν χαθεί μέσα στην πόλη τους όχι σε ξένη χώρα, όπως στο προηγούμενο διήγημα προσπαθώντας να πάνε στην πιάτσα Ναβόνα. Προς τα πού πέφτει η πιάτσα Ναβόνα; Είναι προς τα δεξιά; Είναι προς τα αριστερά; Ποια είναι η σωστή κατεύθυνση; Θα πάνε προς τον Τίβερη πρώτα ή από την πλατεία Φαρνέζε; Πού είναι τέλος πάντων η πλατεία Ναβόνα; Αυτά είναι ερωτήματα βασανιστικά για τους δύο κατοίκους της Ρώμης που έχουν αποπροσανατολισθεί. Μέσα στο αυτοκίνητο η Ναντίν κοιτάζει με δυσπιστία τον Μπρούνο. Ο Μπρούνο κοιτάζει τη Ναντίν σαν να είναι μια ξένη. «Δεν ξέρεις τίποτα», φωνάζει η Ναντίν στον Μπρούνο, «η μόνη διαφορά μας είναι ότι εγώ παραδέχομαι πως δεν ξέρω, πως έχω μπερδευτεί, ενώ εσύ...». Αμφιβάλλουν και οι δυο τους, χωρίς λόγο, για τον σωστό δρόμο προς την πλατεία Ναβόνα. Τα νεύρα τους είναι τσακισμένα και, όταν φθάνουν κάποτε στην πιάτσα Ναβόνα, όπου πίνουν έναν καφέ ή ένα ποτό στο αγαπημένο τους στέκι, δεν ξέρουν πώς θα επιστρέψουν στο σπίτι τους: βγαίνοντας από την πλατεία θα πρέπει να στρίψουν αριστερά ή δεξιά; Φυσικά, το βασικό ερώτημα δεν είναι προς τα πού πέφτει η πλατεία Ναβόνα αλλά προς τα πού βαδίζει η σχέση της Ναντίν με τον Μπρούνο, ποια κατεύθυνση έχει πάρει η ζωή τους, έτσι καθώς συγκρούεται με τη μικροαστική ανία και με την έλλειψη εμπιστοσύνης.
Στο διήγημα «Γκολφ στα στρείδια» ο αφηγητής καίγεται από τις φλόγες της χαμένης του αγάπης για την Π., σύζυγο οδοντιάτρου. Ακόμη και σε οργανωμένη εκδρομή σε απομακρυσμένο νησί συμμετέχει για να «βρεθεί» κοντά στο αντικείμενο του πόθου του. Εκείνη, όμως, η Π., αγνοώντας τον έρωτά του, ποτέ δεν φθάνει στο νησί. Δεν θα μάθουμε πολλά πράγματα για την Π., εκτός του ότι είναι μια γυναίκα μικροκαμωμένη και στρουμπουλή και ότι φοράει τσόκαρα, χωρίς κάλτσες, χειμώνα-καλοκαίρι. Το φετίχ του αφηγητή πρέπει να είναι ο έρωτάς του με την Π. και όχι η ίδια η Π. Φαίνεται να χαίρεται πιο πολύ τις βόλτες έξω από το σπίτι της μήπως και τυχαία τη συναντήσει παρά αν τη συναντούσε και της έλεγε πόσο την αγαπά. Ψυχικές στρεβλώσεις, με άλλα λόγια, πάνω στις οποίες ασκείται το ψυχικό σθένος του αφηγητή.
Στο διήγημα «Πόπη και Πωλέτ» η Πωλέτ ξεκινάει σπρώχνοντας το καροτσάκι στους διαδρόμους ενός σουπερμάρκετ για τα ψώνια ενός δείπνου. Πρόκειται για νεφρά σος με μουστάρδα και, φυσικά, ο αθώος αναγνώστης περιμένει στην εξέλιξη του διηγήματος: να γίνουν τα ψώνια, να γίνει το μαγείρεμα, να έρθουν οι καλεσμένοι και να σερβιρισθεί το δείπνο. Τίποτε από όλα αυτά δεν συμβαίνει. Η Πωλέτ, που είναι το επαγγελματικό όνομα της Πόπης («όταν έπιασε δουλειά σ' αυτό το κομμωτήριο, το πρώτο που έκαναν ήταν να αλλάξουν το όνομά της. Από Πόπη έγινε Πωλέτ»), μπλέκει σε ένα λαβύρινθο στυλ φιλμ νουάρ μέσα στο σουπερμάρκετ: αναζητώντας τα υλικά της συνταγής γραμμένα σ' ένα χαρτάκι, καταλήγει στα ενδότερα του καταστήματος, όπου πέφτει πάνω στον κρεοπώλη τον οποίο πιάνει να αυνανίζεται μπροστά σε σκισμένα περιοδικά ακουμπώντας την πλάτη του στο κουφάρι ενός ζώου. Όλα μετατρέπονται σε έναν εφιάλτη, σε μια κακή φάρσα. Η Πωλέτ υπνωτίζεται και παραλύει από πανικό, είναι έτοιμη να λιποθυμήσει, τα χέρια της τρέμουν, η καρδιά της χτυπά δυνατά... Και, φυσικά, το δείπνο πάει περίπατο...
Μέσα σε αυτό το κλίμα κινούνται τα 10 από τα 15 διηγήματα του «Βασιλιά του φλίπερ», ένα κλίμα άκρως ποιητικό με τάση προς τη σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων και της ζωής και με σφιχτή και μινιμαλιστική γραφή, όπου το ανολοκλήρωτο και το ημιτελές στέλνουν τα δικά τους μηνύματα. Τα διηγήματα έχουν μια οικουμενικότητα από την άποψη ότι καταπιάνονται με θέματα που απασχολούν ανθρώπους οποιασδήποτε ανεπτυγμένης χώρας, μέσα από ένα imago που απελευθερώνει ενώ ταυτόχρονα εκπέμπει και την ηχώ ενός κόσμου που, ακίνητος, κατευθύνεται προς το τίποτα.
Η τεχνική της Έρσης Σωτηροπούλου είναι πολύ προσωπική, όπως πολύ προσωπική είναι και η οπτική γωνία από την οποία βλέπει τα θέματά της. Η συγγραφέας, πότε ως άνδρας πότε ως αδελφή πότε ως σύζυγος πότε ως κόρη και πότε ως υποψήφιος εραστής, μπαίνει για τα καλά στο πετσί των πρωταγωνιστών της και αφηγείται χωρίς πλατειάσματα και με μεγάλη άνεση τους διαφορετικούς κόσμους τους γιατί κατέχει τη γοητεία και τη χάρη να κερδίζει το ενδιαφέρον του απαιτητικού αναγνώστη. (Η μόνη επιφύλαξη που έχω με τη συλλογή «Ο βασιλιάς του φλίπερ» είναι ότι σε αυτήν παρείσφρησαν πέντε «κομμάτια» που δεν έχουν σχέση με διήγημα και που αποδυναμώνουν το σύνολο της συλλογής. Είναι τα «Βήματα», οι «Μέρες εξαγνισμού», «Ο κύριος Νίκος Νίκου», το «Αγάπη μου, σε μισώ» και «Το όνειρο της Π.»).
Ντίνος Σιώτης, ΤΟ ΒΗΜΑ, 06-09-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις