Φλέρυ Νταντωνάκη
Περιγραφή
Η Φλέρυ Νταντωνάκη στον Τιπούκειτο. Η Φλέρυ Νταντωνάκη στην Ρωμαϊκή Αγορά, στο Πολύτροπο. Oι εξαίσιες βραδιές στον Πύργο των Αθηνών. Η Φλέρυ Νταντωνάκη εδώ κι εκεί, ένας φωτεινός ίσκιος που τραγούδησε υπέροχα. Ένα πλάσμα που δεν στάθηκε πουθενά. Έζησε και πέρασε τραγουδώντας. Κι ένα βιβλίο που αφουγκράζεται τη θαμπάδα του φθαρμένου βινύλιου, που «ακούει» έκθαμβο κάποιες στιγμές της ζωής της, χρόνια μετά...
Ο Γιάννης Bach Σπυρόπουλος, συνεργάτης και αγαπημένος φίλος της Φλέρυς Νταντωνάκη, καταθέτει ένα συγκινημένο κείμενο από στιγμές που έζησε κοντά της. Στιγμές που την συνόδεψε στο πιάνο, βραδιές “κονσέρτων” αξέχαστες σε χώρους ασφυκτικά γεμάτους με κοινό απλό και επώνυμο, τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, τον Σταμάτη Κραουνάκη, τον Γιώργο Νταλάρα -αλλά όχι μόνο αυτό. Κυρίως, δίνει με συγκλονιστικό τρόπο αυτό που υπήρξε η Φλέρυ Νταντωνάκη, «ένα κορίτσι που ’χε κρύψει το πρόσωπό του στις παλάμες». Πώς κινήθηκε, πώς υπήρξε «η Κορυφαία, που τραγουδούσε και για τους οπλαρχηγούς και για τους προδότες», πώς οι συγκλονιστικές της ερμηνείες δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η έκφραση μιας συγκλονιστικής και συγκλονισμένης προσωπικότητας. Μιας ευαίσθητης ύπαρξης που χανόταν σε περιπάτους στην αμμουδιά, στο νησάκι της Κυράς της Ρω, σε όνειρα και ηλιοβασιλέματα… Δεν πρόκειται για εξαντλητική καταγραφή του βίου της, αλλά για κείμενο που την παρακολουθεί και την φωτίζει μοναδικά, μέσα από την αγάπη ενός ανθρώπου που την έζησε όσο χρειάστηκε ώστε να κατανοήσει την μοναδικότητά της.
Σημείωμα του εκδότη: Αλήθεια, πώς είναι δυνατόν να μιλήσεις για την Φλέρυ Νταντωνάκη με λέξεις και όχι με νότες; Κι όμως, γίνεται, γιατί πάντοτε η αγάπη είναι εφευρετική. Ο Γιάννης Bach Σπυρόπουλος καταφέρνει να δώσει εδώ ένα τραγουδισμένο τεκμήριο αγάπης. Ένα λογοτέχνημα “μελισμένο” από την ίδια την προσωπικότητα που περιγράφει. Δεν είναι κείμενο για την Φλέρυ Νταντωνάκη, αλλά κείμενο όπου κυριαρχεί η Φλέρυ Νταντωνάκη. Ένα κείμενο που έρχεται να τεκμηριώσει με τον τρόπο της λογοτεχνίας ότι μια τόσο μεγάλη προσωπικότητα, ακόμα κι αν το θέλαμε, δεν μπορεί να ξεχαστεί. Ένα κείμενο που αναβλύζει μουσική.
Ο Γιάννης Bach Σπυρόπουλος για το βιβλίο του:
«Σαν ημερολόγιο μόνο θα μπορούσε να γίνει ένα πορτραίτο για τη Φλέρυ.
Από την αρχή έψαχνα ένα κούρδισμα, έπρεπε να θυμηθώ την τονικότητα εκείνης της περιόδου, να φανερωθεί η ροή αυτής της ιερής περσόνας και της συνάντησης με τη φωνή της που τραγουδούσε για το ανέφικτο, και το πιάνο μου.
Καλό ταξίδι.
9 Μαρτίου ’05
Αθήνα»
Απόσπασμα από το βιβλίο
Από το κεφάλαιο Ο Πύργος των Αθηνών
Δεν με άκουγε, είχε απομακρυνθεί πολύ μέσα στο σκοτάδι, στην άκρη της παραλίας, στην αρχή μου φαινόταν τελείως παράλογη μια τέτοια βόλτα, αλλά σιγά-σιγά άρχισε να γίνεται σαν ένα ξεχασμένο ραντεβού που ήταν η καταλληλότερη στιγμή να συμβεί, κάτι σαν αποστολή, που δεν μου ’χε πει τίποτα γι’ αυτήν η Φλέρυ, ενώ αυτή γνώριζε με ακρίβεια χειρουργείου την ώρα και την ημέρα για κάτι τέτοιο.
Προσπάθησα να το δικαιολογήσω λογικά λέγοντας «έλα τώρα» το χατίρι της κάνω, αλλά μόλις συναντήθηκα μ’ αυτό, το άλλοθι κατέρρευσε και έμεινα απέναντι σ’ αυτό το γυμνό αδιαπραγμάτευτο. Κάτι τρέχει εδώ, είπα, κάτι που το προβάλλει αυτή σαν εκτόπλασμα, ανατρίχιασα σ’ αυτή τη σκέψη και τη φώναξα, δεν απάντησε και αυτό με πανικόβαλε, άρχισα να αισθάνομαι πως με παρακολουθεί κάτι με τσουρουφλισμένο πρόσωπο και με μάτια από θρυμματισμένα γυαλιά, έπρεπε να βγω από αυτόν τον κύκλο, δεν μπορούσα να κινηθώ όμως όπως στο όνειρο, ένιωσα δύσπνοια και είχαν μουδιάσει τα δάχτυλά μου, νόμιζα πως τα μαλλιά μου έσταζαν αίμα, κάθισα σταυροπόδι στην άμμο και έκρυψα το πρόσωπό μου μέσα στις χούφτες μου.
Άπνοια, ο αέρας είχε πέσει αναίσθητος στην άμμο, τουλάχιστον να πέρναγε κανένα αυτοκίνητο, ένα κοπάδι αγριόσκυλα ούρλιαζε, μας μυρίστηκαν, για μας κατεβαίνουν απ’ το διαβολοβούνι σκέφτηκα. Σχεδόν ταυτόχρονα, από την επόμενη παραλία ακούστηκε σαν να τους απαντάει ανοίγοντας τρύπες στο σκοτάδι η φωνή της, σαν σφαίρες στίχους, και ποιήματα θραύσματα από όποιο τραγούδι είχε τραγουδήσει, σταδιακά άρχισε να τραγουδάει μια ακατάληπτη μελωδία διωγμένη από παντού, ένα παζλ από χιλιάδες τραγούδια που είχε ακούσει και είχε πει και άλλα που δεν είχε πει ποτέ της, σε ασυνήθιστα ψηλούς τόνους σειρήνα, νεράιδα, λάμια, το τοπίο είχε αρπάξει φωτιά, το κυβερνούσε όπου ήθελε αυτή, ένα καράβι φορτωμένο άγνωστα ακραία σχήματα, και με σαλταρισμένο πάνω του όποιον μοναχικότερο και έκπτωτο δεν είχε ποτέ χαϊδευτεί στο κεφάλι και καλωσοριστεί μ’ αυτόν τον τρόπο, η Φάτα Μοργκάνα ήταν καταμεσής στο κατάστρωμα σ’ έναν θρόνο με δύο πυρσούς από πίσω της, μ’ όλο το βασίλειο των σκιών, και του κόκκινου. Η θάλασσα άρχισε να στέλνει μια μυρωδιά όπως η έγκυος, τίποτα δεν ήταν στέρεο όπως είχα συνηθίσει να κρατιέμαι από αυτό, ένα ρευστό χαώδες σαν κινούμενη άμμος, βούλιαζα, πνιγόμουνα, είχα χάσει τους ορίζοντες, είχε μετατοπιστεί ο άξονας, η τάξη των πραγμάτων όπως τα γνώριζα.
Ένα στοιχείο, ένα γνώριμο σχήμα να κάνω έναν ειρμό, όλα τρέχανε προς αυτήν τη Βακχεία ξέφρενα, ένιωθα από υδράργυρο, φοβόμουν να κοιτάξω τα χέρια μου, δεν θα είναι όπως θυμάμαι, θα είναι σαν θρυμματισμένο άγαλμα, ο μόνος που δεν έτρεξε προς τα εκεί να σκαρφαλώσει στο καράβι είμαι, έδεσε όλο το σύμπαν αυτή και το αρμένιζε, πάει, πάει το ξημέρωμα, πάει η νύχτα, πάει η αρχή, η μέση, το τέλος.
Μάξιμουμ έσπειρες μάξιμουμ θα πάρεις δειλέ, χέστη «Μπαχ», άρχισα να τραυλίζω, τα σκυλιά είχαν έρθει δίπλα μου και με ακουμπούσαν με τις σιχαμένες υγρές μύτες τους στα χέρια τέσσερα τεράστια κοπρόσκυλα, άρχισε να με γειώνει λίγο αυτό, τουλάχιστον ο σκύλος είναι εδώ τετράποδος και σκυλοπεινάει και σκυλοδιψάει, σκουπιδοταϊσμένοι σκύλοι που κουνούσαν τις ουρές τους, είπα, και πήρα τις παλάμες μου από τα μάτια, τώρα κάτι θα εκραγεί, είπα, θα τ’ ανοίξω να το δω, θα σηκωθούν τα πάντα ψηλά με την έκρηξη, εγώ, τα σκυλιά, τα βράχια, τα μαλάκια, τα ψάρια, τα πάντα!
Ξαφνικά ξεμπριζώθηκαν όλα μονομιάς νέκρα, μόνο οι βρωμερές ανάσες των σκυλιών ακούγονταν και ένα χθόνιο κρουστό, μια γκρανκάσα εκεί στο μέρος της καρδιάς, ένα subwoofer.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις