0
Your Καλαθι
Η φωνή ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
35%
35%
Περιγραφή
Ο ήρωας, στριφνός, μονόχνωτος, μονομανής, τόσο στα είκοσι πέντε του όσο και στα σαράντα πέντε του, βγαίνει κάθε φορά από τα αδιέξοδά του με τη βοήθεια συγγενών ή φίλων, έννοιες που απορρίπτει γενικώς. Στο μνημιατρείον του παρελαύνουν τα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, αλλά και της, μέσω αφηγήσεων, Εθνικής Αντίστασης. Κύριο μέλημά του είναι να αναδείξει το μέτρο των παθών, εάν αυτό σημαίνει κάτι. Γι' αυτόν το μέτρο των παθών, είναι η εναλλακτική λύση απέναντι στη δικτατορία της λογικής, μιας λογικής που έχει οδηγήσει την ανθρωπότητα στα ειδεχθέστερα εγκλήματα κατά του ορθού λόγου. Η απώλεια του πατέρα είναι η απώλεια του νοήματος, η λειψή πραγματικότητα, η διαστροφή της. Μάταια προσπαθεί να επανεύρει τον πατέρα ή το νόημά του, υποκαθιστώντας τον με τον έρωτα, την έκσταση, την ομορφιά, την επικοινωνία και ό,τι θεωρεί ως νηπενθές φάρμακο: φιλολογία, φιλοσοφία, ιστορία, αφήγηση, μύηση στα βάθη του μύχιου και τον ξηρό αέρα του νου. Στο τέλος όμως καταφέρνει να αγαπήσει τα αδιέξοδά του. Είναι πλέον ελεύθερος να πονά και να χαίρεται όπως ο ίδιος νομίζει με την ελευθερία; Ένα από τα προβλήματα του ήρωα είναι εάν μπορεί να κινηθεί εντός ενός δοκιμιακού μυθιστορήματος ή ενός μυθιστορηματικού δοκιμίου, αλλά μάλλον αδυνατεί να το λύσει...
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το βιβλίο του Σταματόπουλου έρχεται σε μια δύσκολη περίοδο για την ελληνική λογοτεχνία, το στοχασμό, την ελληνική κοινωνία. Στις μέρες μας κινούμαστε με υπερβολική ταχύτητα, αναζητώντας τη φαινομενική απόδραση από όσους χαλκεύουν τα δεσμά της ομοιομορφίας και της ανελευθερίας σε κάθε δραστηριότητα.
Ακολουθώντας αυτούς τους φρενήρεις ρυθμούς και ο ίδιος ο αφηγητής - συγγραφέας έρχεται αντιμέτωπος με τη φωνή. Η συνάντηση δεν μπορούσε παρά να γίνει στην εθνική οδό, το κατεξοχήν φετίχ του Νεοέλληνα, που αποτελεί το άλλοθι για την καθημερινότητά του. Ο ξεθεμελιωμός της καθημερινότητας, το ατελείωτο κυνήγι των επαγγελματικών ευκαιριών, ο κυνισμός και η μοναξιά στην πόλη έχουν ως αντίβαρό τους το εξοχικό, τα τριήμερα, τη φυγή.
Σ' αυτή τη φυγή ο αφηγητής έρχεται αντιμέτωπος με τη φωνή. Χώρος, τα διόδια της Μάνδρας, κοντά στην Ελευσίνα. Το καντράν στο ραδιόφωνο σβήνει κι ακούγεται μια φωνή, που λειτουργεί ως το μνημιατρείο του, ως αφορμή δηλαδή να κάνει έναν προσωπικό απολογισμό αλλά και να σχολιάσει μέσω του τελευταίου κοινωνικά, πολιτικά, υπαρξιακά θέματα.
Γιατί, όμως, ο συγκεκριμένος χώρος; Ισως, γιατί φέρει εμφανή τα σημάδια μιας μνήμης, στην οποία επιστρέφει ο συγγραφέας, που την αγνοούμε. Ισως, γιατί ο συγγραφέας επιθυμεί να επανανοηματοδοτήσει τις λέξεις, να εγχύσει σ' αυτές μνήμες και συνδηλώσεις που παρασύρονται από μεταγενέστερες αναφορές, σύμφωνα με τις οποίες η Ελευσίνα ως τοπωνύμιο επανέρχεται στο λεξιλόγιο των υβριδίων Νεοελλήνων του Λεκανοπεδίου μόνο κατά τις εξόδους των τριημέρων και των διακοπών.
Ισως ακόμη, η φωνή εμφανίζεται εκεί όπου οριοθετείται συμβολικά το Λεκανοπέδιο ως έκφραση της πολτοποίησης της νεοελληνικής κοινωνίας, σύνθλιψης της νεοελληνικής μνήμης. «Νηπενθές φάρμακο είναι τα άκρα της ζωής, διότι εκεί αντιλαμβανόμαστε το ολίγιστον και τη ματαιότητά της. Δεν είναι ερασιθάνατα τα άκρα, διακωμωδούν απλώς τις απέλπιδες προσπάθειες να αποκτήσουν εξουσία και πλούτο» (σ. 35). Παραφράζοντας τα λόγια του Σταματόπουλου, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα άκρα του Λεκανοπεδίου, τα διόδια, τον βοηθούν να αντιληφθεί τη ματαιόδοξη κενότητα του νεοελληνικού πολιτισμού, όπως έχει αποτυπωθεί στο Λεκανοπέδιο με τις στρεβλώσεις της κοινωνίας, του πολιτισμού, του περιβάλλοντος.
Εκεί στα άκρα «μεγαλουργεί η ζωή», κατά τον ίδιο, «στην οδύνη και στην έκσταση». Αυτή η συνεχής παλινδρομική κίνηση από το Λεκανοπέδιο στην επιχώρια μήτρα του και τούμπαλιν προξενεί εσωτερικούς κραδασμούς, που ενεργοποιούνται με βιολογικές απώλειες και φιλοσοφικο-πολιτικές αναδιατάξεις.
Η φωνή, συνεπώς, εμφανίζεται στον κατάλληλο χώρο, εκεί όπου απελευθερώνονται τα συναισθήματα, τα οποία είναι απαραίτητος εξοπλισμός για την εσωτερική του καταβύθιση, για την απογύμνωσή του από τη χρηστική, ταξινομητική λογική του αστικού κέντρου. Σ' αυτό το οριακό σημείο ο αφηγητής - συγγραφέας «σβήνει» το καντράν του από όλους τους σταθμούς εκπομπής πληροφοριών και σύγχυσης, ετοιμάζοντας τον εαυτό να ταξιδέψει σ' έναν διαφορετικό χρόνο, να προσεγγίσει τον εαυτό του με διαφορετικό τρόπο. Είναι ο οριακός χώρος που του υποβάλλει την άποψη ότι «δυτικός πολιτισμός δείχνει την απέχθειά του, αντί για σεβασμό, προς τον ξένο, τον διαφορετικό» (σ. 11).
Ο συγγραφέας, κινούμενος στα άκρα της ζωής και ευρισκόμενος στον οριακό χώρο των διοδίων, υποβάλλεται σε βασανιστικές ομολογίες για τις σκιές που αιχμαλώτισαν σε άνυδρους τόπους τη γενιά του. Η διάθεση για πολιτισμική επικοινωνία και βίωση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού αντιμετωπίστηκε ως έκφραση εθνικιστικών συμπεριφορών, γεγονός που εμπόδισε τη συναισθηματική και πνευματική γονιμοποίηση με έναν πολιτισμό που ήταν δίπλα μας. Από την άλλη, ο λαϊκός πολιτισμός ταυτίστηκε με τη συντήρηση και την αποστέωση, ενώ η επιχείρηση για ανίχνευση κοινών στοιχείων στο πλαίσιο της μακράς διάρκειας εξορίστηκε από την οπτική των μεταπολιτευτικών γενεών.
Ο αφηγητής του Σταματόπουλου έχει το προνόμιο να ακούει κάθε Σάββατο τη «φωνή», που τον οδηγεί σε απαγορευμένες ατραπούς, απελευθερώνει το χέρι του και τον οδηγεί στην αποθεώση των συναισθημάτων ως συστατικού στοιχείου του πολιτισμού, σ' αντίθεση με τη συναισθηματική ερημία της παθητικότητας.
Η «φωνή» του Σαββάτου στα διόδια της Μάνδρας είναι η αφορμή να επανεξετάσει τη σχέση του με το παρελθόν. Του δίνει την ευκαιρία να ανασυγκροτήσει τη μνήμη του. «Πίνω ένα τσίπουρο στο καφενείο και σκέφτομαι ότι το μόνο μέλλον είναι το χθες. Το χθες που διαρκεί. Τι θα ήμαστε χωρίς τη μνήμη;» (95) και πιο κάτω. «Το μόνο μέλλον είναι το παρελθόν μας, η ανάγκη να διερευνήσουμε τις δονήσεις της πρωτοζωής, τα σκοτάδια της, τα αχαλίνωτα πάθη».
Για τον Σταματόπουλο η μνήμη είναι ο μόνος τρόπος να αποκτήσει περιεχόμενο η ζωή. Στην περίπτωσή του η μνήμη δεν περιορίζεται χρονικά από ιστορικές περιοδολογήσεις και πολιτικά στερεότυπα. Η μνήμη του καταβυθίζεται στην απεραντοσύνη της πολιτισμικής του κληρονομιάς, που ξεκινάει από τους αρχαίους χρόνους και φτάνει ώς τους απλούς χωριανούς του, οι οποίοι του μεταγγίζουν τη βιωμένη σοφία για τις ιστορικές περιπέτειες, το τσίπουρο, το χτίσιμο του σπιτιού, την αλληλεγγύη, την ανθρωπιά. «Τίποτε δεν μπορεί να σταματήσει τον όλεθρο παρά μόνο η χλόη των αναμνήσεων.(...) Οι αναμνήσεις είναι η κραυγή που έγινε πεταλούδα και τρυγάει την γύριν της ωριμότητας με χείλος δροσερό και στιλπνό. Αιμάσσον και τρεμάμενο. Η ανάμνηση είναι η ζώπυρη δύναμη για την εκτίναξη του νου στις βουνοκορφές του συναισθήματος. Εκεί όπου κατοικούν η άγρια λύπη και η άγρια χαρά, εκεί όπου δεσπόζουν τα δάκρυα της ψυχής, εκεί όπου το αίμα κοχλάζει και σπαρταρά, εκεί όπου συντελείται ο οργανισμός τους σμιξίματος του χρόνου» (σ. 31).
Κεντρική φιγούρα σ' αυτό το σμίξιμο με το χρόνο είναι η μορφή του πατέρα, που αποτελεί και το μέσον για τη μετάγγιση της μνημονικής λειτουργίας. Πρόκειται για μια πατριαρχική, αρχετυπική φιγούρα που λειτουργεί ως κιβωτός μνήμης και πολιτισμικού διαμεσολαβητή για τον αφηγητή. «Ηταν μέγας βλάσφημος, εργασιομανής, γερός πότης και πάντα συγκινημένος» (σ. 23). Ο αφηγητής μέσα από την καταβύθιση στη μνήμη ξαναβρίσκει τον πατέρα του. Ανασταίνει τον πατέρα του, κι αυτό γίνεται μέσα από το θάνατό του. «Η απώλεια των γονιών είναι αμετάδοτη εμπειρία» (σ. 23) επισημαίνει ο συγγραφέας. Ωστόσο, το πένθος είναι μια πράξη ζωής, με αφορμή για επανοικείωση του απόντος προσώπου. «Μέσα σ' αυτό το πένθος κατόρθωσα να τραυλίσω επιτέλους τις συλλαβές της ωριμότητας και να εκδιώξω κάπως τον πνευματικό και ψυχολογικό ζόφο». (σ. 24)
Η απώλεια των σωμάτων, επώδυνη διεργασία, γίνεται αφορμή ώστε να λειτουργήσει το πένθος ως «διαδικασία εσωτερίκευσης του τεθνεώτος» (σ. 129). Αυτό συμβαίνει και την περίπτωση του αφηγητή. Η απώλεια ενεργοποιεί τη διαδικασία οικειοποίησης της σκέψης του, της συμπεριφοράς του. Είναι η αφορμή για ομολογία των χρεών προς τον γεννήτορα. Αφήνεται ελεύθερος να θρηνήσει και να κλάψει, να πονέσει, γιατί ο «πόνος είναι μεταρσίωση, βύθισμα, προοίμιο συναισθηματικής ευρυχωρίας. Ο πόνος είναι σάρκα και αίμα μαζί, ουρλιαχτό και γαλήνη (σ. 92)
Η επανοικειοποίηση του πατέρα του συνιστά πράξη κατάφασης προς ό,τι αντιπροσωπεύει ως παραδειγματική επιτομή μιας συμπεριφοράς, ενός ψυχισμού, ενός συστήματος αξιών, μιας σχέσης με το περιβάλλον.
Είναι η απουσία αυτού του παραδείγματος που τον οδήγησε στο χωριό του, στην επιχώρια μήτρα, όπου εναποθετεί το σαρκιό του, υπογραμμίζοντας την πρόθεσή του να βιώσει το νόημα, ακόμη και της φθοράς, να δοκιμάσει κάθε συναίσθημα σε όλη την έντασή του. Εκδηλώνει την πρόθεσή του να αποκαθαρθεί από τις φοβίες του ανθρώπου της πόλης, που ολοκληρώνει τον κύκλο της ζωής με διαμεσολαβημένες εμπειρίες.
Ανεξάρτητα από τι και ποιος βρίσκεται πίσω από τη «φωνή» (πατέρας, γυναίκα, παιδιά), το βέβαιο είναι ότι το βιβλίο του Σταματόπουλου είναι η «φωνή» της γενιάς του που επιχείρησε να κόψει τον ομφάλιο λώρο με πολλά πράγματα, ανακαλύπτοντας -κάποιοι νωρίτερα, άλλοι επώδυνα κι άλλοι καθόλου- τη ματαιότητα αυτής της πράξης τους. Είναι η «φυγή» ρέκβιεμ και δοξαστικό της γενιάς του.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΥΔΙΚΟΣ (Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας)
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 18/08/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις