Το μοναστήρι της Πάρμας

Έκπτωση
10%
Τιμή Εκδότη: 20.45
18.41
Τιμή Πρωτοπορίας
Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €14.31
+
63248
Συγγραφέας: Σταντάλ
Εκδόσεις: Εξάντας
Σελίδες:675
Μεταφραστής:ΣΠΑΝΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/09/2005
ISBN:9789602560150
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Το Μοναστήρι της Πάρμας και το πρώτο του κεφάλαιο


Το συνολικό έργο έχει τρία κύρια θεματικά μοτίβα. Μια αναπόληση του Μιλάνου στα 1796, τον καιρό της κατάληψης της πόλης από τους Γάλλους του Ναπολέοντα, μια ρεαλιστική περιγραφή της μάχης του Βατερλώ από την οπτική γωνία ενός "κομπάρσου" και, τέλος τη σπαρταριστή απεικόνιση των ραδιουργιών σε μια μικρή ηγεμονική Αυλή των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα, όταν πλέον η Ιταλία έχει "κολλήσει" το μικρόβιο της εξέγερσης και αποζητά τον αέρα της ελευθερίας. Ξεκινώντας στις αρχικές ενότητες με ένα ζωηρό allegro ρυθμό, συνταιριάζοντας πειστικά και αβίαστα τις εκρήξεις της ιστορίας με τα ατομικά πεπρωμένα των χαρακτήρων του, ο Σταντάλ καταλήγει να στήσει στα επόμενα κεφάλαια το διασκεδαστικό θέατρο -κάτι σαν επιτραπέζιο παιγνίδι- του κλειστού αλλά πραγματικού κόσμου της δικής του Πάρμας.


Η αφήγηση ακολουθεί την οπτική του νεαρού, απονήρευτου και ενθουσιώδη ήρωα, δημιουργώντας ένα πανηγύρι αισθήσεων και περιπετειώδους χαράς. Συγγραφέας και αναγνώστης βλέποντας τα δρώμενα μέσα από την άδολη, παιγνιδιάρα ματιά του νεαρού, αντισταθμίζουν τη δεδομένη κυνική μελαγχολία του προσεχτικού, "παντογνώστη" παρατηρητή. Το κείμενο αποκτά μια χορευτική χάρη, που υπηρετείται επίσης από το φοβερά αποτελεσματικό χειρισμό του αφηγηματικού χρόνου. Στο πρώτο κεφάλαιο που σας παρουσιάζουμε εδώ, ο πάνδημος ενθουσιασμός και η ανακούφιση των Μιλανέζων από την έλευση του γαλλικού στρατού μεταφέρονται με απόλυτη πιστότητα χάρη στη δύναμη του ακατέργαστου ύφους. Μαγική η στιγμή που περιεχόμενο και μορφή δένονται τόσο αβίαστα.


H.M.





ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ


Το Μιλάνο στα 1796

Στις 15 Μαΐου 1796, έμπαινε στο Μιλάνο ο στρατηγός Βοναπάρτης, οδηγώντας τη νεαρή εκείνη στρατιά που, πριν από λίγο, είχε διαβεί τη γέφυρα του Λόντι. Κι όλος ο κόσμος έμαθε πως, ύστερα από τόσους αιώνες, φάνηκε πια ο διάδοχος του Καίσαρα και του Αλεξάνδρου. Η Ιταλία είδε με τα ίδια της τα μάτια, μέσα σε λίγους μήνες, τόσα θαύματα παλικαριάς και μεγαλοφυίας, που ξύπνησαν έναν λαό κοιμισμένο. Οκτώ μόλις μέρες πριν από τον ερχομό των Γάλλων, οι Μιλανέζοι τους έβλεπαν σαν έναν συρφετό, από ληστές, που πάντα το έβαζαν στα πόδια όταν αντίκρυζαν το στρατό της Αυτού Αυτοκρατορικής και Βασιλικής Μεγαλειότητας. Αυτό τουλάχιστον τους έλεγε και τους ξανάλεγε τρεις φορές την εβδομάδα μια εφημεριδούλα, μεγάλη όσο η παλάμη του χεριού, τυπωμένη σε βρώμικο χαρτί.

Τον Μεσαίωνα οι Λομβαρδοί δημοκράτες το είχαν δείξει πως ήταν παλικάρια, σαν τους Γάλλους. Καλά τους έκαναν λοιπόν οι Γερμανοί αυτοκράτορες και δεν άφησαν πέτρα πάνω στην πέτρα όταν πάτησαν την πόλη τους. Από τότε που έγιναν πιστοί υπήκοοι, η πιο σπουδαία τους δουλειά ήταν να τυπώνουν σονέτα πάνω σε μικρά μαντιλάκια από ροζ ταφτά, όταν γινόταν ο γάμος ενός νέου κοριτσιού από κάποια αριστοκρατική ή πλούσια οικογένεια. Κι αφού περνούσαν δυο-τρία χρόνια μετά από τη μεγάλη τούτη στιγμή της ζωής της, η κοπέλα αποκτούσε μόνιμο καβαλιέρο: μερικές φορές το επώνυμο του επιβήτορα, που διάλεγε πάντα η οικογένεια του συζύγου, κατείχε τιμητική θέση στο προικοσύμφωνο. Πόσο διαφορετική, από τα θηλυπρεπή αυτά ήθη, φάνταζε η βαθιά συγκίνηση, που τους συγκλόνισε με τον ξαφνικό ερχομό του γαλλικού στρατού! Σε λίγο ξεπρόβαλαν ήθη καινούρια, γεμάτα πάθος. Ένας λαός ολόκληρος ένιωσε, στις 15 Μαΐου 1796, πως όλα όσα είχε σεβασθεί ως τότε ήταν απίθανα γελοία, και πολλές φορές αηδιαστικά.



Η αναχώρηση του τελευταίου αυστριακού συντάγματος ήταν το σύνθημα για το γκρέμισμα όλων των παλιών ιδεών. Έγινε της μόδας να μη λογαριάζουν τη ζωή τους. Είδαν πως για να είναι ευτυχισμένοι έπρεπε, ύστερα από αιώνων αίσθηση μαλθακότητας, να αγαπήσουν την πατρίδα τους με αληθινό έρωτα και με ηρωικές πράξεις. Ήταν βυθισμένοι σε νύχτα βαθιά, όσο κρατούσε ο καχύποπτος δεσποτισμός του Καρόλου του 5ου και του Φιλίππου του 2ου. Γκρέμισαν τ' αγάλματά τους και, ξάφνου, όλα πλημμύρισαν φως. Τώρα και καμιά πενηνταριά χρόνια, κι ενώ η Εγκυκλοπαίδεια κι ο Βολταίρος συγκλόνιζαν τη Γαλλία, οι καλόγεροι διαλαλούσαν στον καλό λαό του Μιλάνου πως το να μαθαίνει κανείς γράμματα, ή ό,τι άλλο, στον μάταιο τούτο κόσμο, ήταν ένας κόπος ολότελα περιττός, και πως, πληρώνοντας με ακρίβεια τη δεκάτη στο παπά της ενορίας, κι εξιστορώντας του όλα τα μικροαμαρτήματά του, ήταν περίπου σίγουρος για μια καλή θέση στον Παράδεισο. Και για να αποδυναμώσει μια για πάντα το λαό αυτόν, που κάποτε ήταν τόσο φοβερός, κι όλα τα ψιλολογούσε, η Αυστρία του είχε εκχωρήσει, σε καλή τιμή, το προνόμιο να μη στέλνει κληρωτούς στον στρατό της.


Το 1796, ο μιλανέζικος στρατός είχε, όλους κι όλους, εικοσιτέσσερις μασκαράδες, ντυμένους στα κόκκινα, που φρουρούσαν την πόλη, σε συνεργασία με τέσσερα μεγαλόπρεπα συντάγματα Ούγγρων γρεναδιέρων. Η ελευθεριότητα των ηθών ήταν απεριόριστη, το ερωτικό όμως γεγονός να πρέπει να τα εξιστορεί κανείς όλα στον παπά της ενορίας, υπό ποινή κολασμού ακόμα και στον μάταιο ετούτο κόσμο, τον καλό λαό του Μιλάνου τον ταλαιπωρούσαν και μερικά ακόμα μοναρχικά περδικλώματα που, όσο να 'ναι, ήταν εξοργιστικά. Ο αρχιδούκας, λόγου χάρη, που έδρευε στο Μιλάνο, και κυβερνούσε εν ονόματι του αυτοκράτορα, είχε συλλάβει την επικερδή ιδέα να κάνει αυτός ο ίδιος το εμπόριο του σταριού. Κατά συνέπεια, απαγόρευε στους χωριάτες να πουλούν το στάρι τους, ώσπου η Αυτού Υψηλότης να γεμίσει τις αποθήκες της.
Τον Μάιο του 1796, τρεις μέρες μετά τον ερχομό των Γάλλων, ένας νεαρός, εκκολαπτόμενος ζωγράφος, λίγο τρελούτσικος, ονόματι Γκρο, που αργότερα έγινε διάσημος, και που τότε είχε έρθει μαζί με τον στρατό, άκουσε να εξιστορούν στο μεγάλο καφενείο των Σέρβι (πολύ της μόδας τον καιρό εκείνο) τα κατορθώματα του αρχιδούκα που, κοντά στ' άλλα ήταν και θεόρατος. Πήρε τον κατάλογο των παγωτών, τυπωμένο με αραιά στοιχεία πάνω σ' ένα φύλλο κίτρινο παλιόχαρτο και στην πίσω μεριά του φύλλου ζωγράφισε τον χοντρό αρχιδούκα. Ένας Γάλλος στρατιώτης τον λόγχιζε στην κοιλιά, κι αντί για αίμα έβγαινε από μέσα του μια απίθανη ποσότητα σταριού. Το πράγμα αυτό, επονομαζόμενο αστείο ή γελοιογραφία, ήταν άγνωστο στον τόπο εκείνο, που τον κυβερνούσε ώς τότε ένας κουτοπόνηρος δεσποτισμός. Ο Γκρο παράτησε το σκίτσο στο τραπέζι του καφενείου των Σέρβι. Θεωρήθηκε ουρανοκατέβατο θαύμα. Το τύπωσαν την ίδια νύχτα, και την άλλη πουλήθηκαν είκοσι χιλιάδες αντίτυπα. Την ίδια μέρα τοιχοκολλήθηκε μια ανακοίνωση που μιλούσε για μια πολεμική εισφορά έξι εκατομμυρίων φράγκων, για τις ανάγκες του γαλλικού στρατού, που μόλις πριν από λίγο είχε νικήσει σε έξι μάχες και κατακτήσει είκοσι χιλιάδες αντίτυπα.


Την ίδια μέρα τοιχοκολλήθηκε μια ανακοίνωση που μιλούσε για μια πολεμική εισφορά έξι εκατομμυρίων φράγκων, για τις ανάγκες του γαλλικού στρατού, που μόλις πριν από λίγο είχε νικήσει σε έξι μάχες και κατακτήσει είκοσι επαρχίες, μα που του έλειπαν μονάχα οι αρβύλες, τα πανταλόνια, τα ρούχα και τα πηλήκια. Η ευτυχία και η αγαλλίαση που πλημμύρισαν τη Λομβαρδία, μαζί με τους πάμπτωχους αυτούς Γάλλους, ήταν τόσο μεγάλες που μόνο οι παπάδες, και μερικοί αριστοκράτες, ένιωσαν το βάρος αυτής της εισφοράς των έξι εκατομμυρίων, που σε λίγο ακολουθήθηκε από πολλές άλλες. Οι Γάλλοι στρατιώτες γελούσαν και τραγουδούσαν όλη μέρα. Ήταν όλοι τους κάτω από τα εικοσιπέντε, και τον αρχιστράτηγο, που ήταν εικοσιεπτά χρονών, τον θεωρούσαν σαν το πιο ηλικιωμένο του στρατού τους. Η ευθυμία, τα νιάτα, η ανεμελιά ήταν η χαρούμενη απάντηση στα λυσσαλέα κηρύγματα των καλογέρων που, από έξι μήνες πριν, ανάγγελλαν, από του ύψους του ιερού άμβωνος, πως οι Γάλλοι ήταν τέρατα, υποχρεωμένοι, επί ποινή θανάτου, να τα κάψουν όλα και να σφάζουν όλο τον κόσμο. Και πώς τάχα κάθε σύνταγμα βάδιζε με την καρμανιόλα μπροστά.


Στα χωριά έβλεπες στην πόρτα κάθε καλυβιού τον Γάλλο φαντάρο να νανουρίζει το μωρό της γυναίκας του σπιτιού και, σχεδόν κάθε βράδυ, κάποιος τυμπανιστής, παίζοντας βιολί, αυτοσχεδίαζε έναν χορό. Κι επειδή οι καντρίλιες ήταν πολύ περίτεχνες και πολύπλοκες για να μπορέσουν οι στρατιώτες, που άλλωστε δεν τις ήξεραν, να τις διδάξουν στις γυναίκες του τόπου, εκείνες έδειχναν στους νεαρούς Γάλλους τη Μονφερίνα, τον Πηδηχτό κι άλλους ιταλικούς χορούς.


Οι αξιωματικοί είχαν βολευτεί, όπως-όπως, στα σπίτια των πλουσίων. Είχαν μεγάλη ανάγκη να συνέλθουν. Ένας υπολοχαγός, λόγου χάρη, που τον έλεγαν Ρομπέρ, πήρε ένα σημείωμα επίταξης για το παλάτι της μαρκησίας ντε Ντόνγκο. Ο αξιωματικός αυτός, ένας νεαρός επίστρατος αρκετά ζωηρούλης, είχε για μόνη περιουσία, μπαίνοντας σ' αυτό το παλάτι, ένα σκούδο των έξι φράγκων, που του είχαν δώσει στην Πλακεντία. Μετά το πέρασμα της γέφυρας του Λόντι, πήρε από έναν όμορφο Αυστριακό αξιωματικό, που τον είχε σκοτώσει μια μπάλα, ένα περίφημο πανταλόνι κίτρινο μπαμπακερό, κατακαίνουργο, και ποτέ ρούχο δεν ήρθε στην πιο κατάλληλη στιγμή.

Οι επωμίδες του ήταν από σκέτο μαλλί, και η τσόχα του αμπεχώνου του μανταρισμένη στο στρίφωμα των μανικιών, για να συγκρατηθούν κάπως τα κουρέλια. Μα υπήρχε και κάτι πιο θλιβερό. Οι σόλες των παπουτσιών του ήταν καμωμένες από ένα κομματιασμένο πηλήκιο, που κι αυτό είχε βρεθεί στο πεδίο της μάχης, πέρα από τη γέφυρα του Λόντι. Οι αυτοσχέδιες αυτές σόλες ήταν δεμένες με σπάγγους που ξεχώριζαν πάνω στα παπούτσια, κι όταν ο μέγας οικονόμος του Οίκου παρουσιάστηκε στο δωμάτιό του για να τον προσκαλέσει να δειπνήσει με την κυρία μαρκησία, ο υπολοχαγός Ρομπέρ βυθίστηκε σε θανάσιμη αμηχανία. Ο ιπποκόμος του κι αυτός πέρασαν τις δυο ώρες που τους χώριζαν από το μοιραίο δείπνο, προσπαθώντας να μπαλώσουν λίγο το αμπέχωνο και να μαυρίσουν, με μελάνι, τους αναθεματισμένους εκείνους σπάγγους στα παπούτσια. Τέλος, έφθασε η φοβερή στιγμή. "Ποτέ στη ζωή μου δεν ένιωσα τόσο άβολα, μου έλεγε αργότερα ο υπολοχαγός Ρομπέρ. Οι κυρίες φαντάζονταν πως είχα σκοπό να τις τρομάξω, και εγώ έτρεμα πιο πολύ από αυτές. Κοίταξα τα παπούτσια μου και δεν ήξερα πώς να κάνω για να βαδίσω με χάρη. Η μαρκησία ντελ Ντόνγκο, συνέχισε, ήταν τότε σ' όλη τη λάμψη της ομορφιάς της: την έχετε γνωρίσει, με τα τόσο ωραία μάτια, με μια γλύκα αγγελική, και τα όμορφα σκουρόξανθα μαλλιά της, που τόσο τέλεια σκιαγραφούσαν το χαριτωμένο της μακρουλό πρόσωπο. Είχα στην κάμαρά μου μια Ηρωδιάδα του Λεονάρντο ντα Βίντσι, που έμοιαζε σαν να ήταν δικό της πορτραίτο. Θέλημα Θεού ήταν, φαίνεται, να ξαφνιαστώ τόσο από την υπερφυσική ομορφιά της και να ξεχάσω το δικό μου ντύσιμο. Εδώ και δυο χρόνια μόνο άσχημα, άθλια πλάσματα έβλεπα στα γύρω από την Τζένοβα βουνά. Πήρα θάρρος και της είπα μερικές λέξεις θαυμασμού. Ήμουν όμως αρκετά λογικός, και δεν μακρηγόρησα στις φιλοφρονήσεις μου. Ενώ στριφογύριζα τις φράσεις μου, έβλεπα, μες στην ολομάρμαρη τραπεζαρία, δώδεκα υπηρέτες, κι άλλους καμαριέρηδες, ντυμένους, έτσι μου φαινόταν τότε, με άκρα μεγαλοπρέπεια. Φαντασθείτε πως οι μασκαράδες αυτοί είχαν όχι μόνο καλά παπούτσια μα και χρυσές πόρπες από πάνω. Έβλεπα, με την κόχη του ματιού μου όλα εκείνα τα ηλίθια βλέμματα στυλωμένα στα ρούχα μου, μπορεί μάλιστα και στα παπούτσια μου, και ήταν σαν μια μαχαιριά κατάκαρδα. Μπορούσα βέβαια, με μια μου λέξη, να τους τρομοκρατήσω όλους αυτούς. Πώς όμως να τους βάλω στη θέση τους, χωρίς να διακινδυνεύσω να τρομάξω τις κυρίες; Λέω κυρίες γιατί η μαρκησία, για να πάρει λίγο θάρρος, όπως μου το εξομολογήθηκε πολλές φορές αργότερα, είχε στείλει να φέρουν από το μοναστήρι, όπου ήταν οικότροφη εκείνο τον καιρό, την Τζίνα ντελ Ντόνγκο, αδελφή του συζύγου της, που αργότερα έγινε η θελκτική κόμισσα Πιετρανέρα. Κανείς, και στις πιο ευτυχισμένες του μέρες, δεν την ξεπέρασε σε ευθυμία, και σ' εκείνο το αξιολάτρευτο πνεύμα της, μα κανείς άλλος δεν έδειξε περισσότερο θάρρος και ψυχή πιο γαλήνια στις αναποδιές της μοίρας.


Η Τζίνα, που μπορεί να ήταν τότε δεκατριών χρονών, μα που φαινόταν δεκαοκτώ, όλο ζωντάνια και ειλικρίνεια, όπως την ξέρετε, τόσο πολύ φοβόταν μην ξεσπάσει στα γέλια, που δεν τολμούσε να βάλει μπουκιά στο στόμα της. Η μαρκησία, αντίθετα, με είχε τρελάνει με τις βεβιασμένες ευγένειές της. Έβλεπε καθαρά στα μάτια μου πως ήμουν έτοιμος να ξεσπάσω. Με μια λέξη, φαινόμουν γελοίος, κατάπινα την περιφρόνηση που μου έδειχναν, κι ύστερα λένε πως ένας Γάλλος είναι ανίκανος να το κάνει αυτό. Τέλος, μια ουρανοκατέβατη ιδέα άστραψε στο νου μου. 'Αρχισα να εξιστορώ στις κυρίες τη μιζέρια μου, τι υποφέραμε, δυο χρόνια συνέχεια, στα βουνά γύρω από την Τζένοβα, όπου μας κρατούσαν καθηλωμένους κάτι ηλίθιοι γερο-στρατηγοί. Εκεί, έλεγα, μας έδιναν ασινιάτα που δεν είχαν πέραση στον τόπο εκείνο, και τρεις ουγγιές ψωμί τη μέρα. Δεν είχαν περάσει ούτε δυο λεπτά από τη στιγμή που άρχισα να μιλάω, και η καλή μαρκησία είχε δάκρυα στα μάτια, και η Τζίνα είχε σοβαρευτεί. - Πώς! Κύριε υπολοχαγέ, με ρωτούσε, τρεις ουγγιές ψωμί! - Μάλιστα, δεσποσύνη. Μα από την άλλη, η διανομή ματαιωνόταν τρεις φορές την εβδομάδα και καθώς οι χωριάτες, στα σπίτια που μέναμε, ήταν πιο εξαθλιωμένοι από μας, τους δίναμε πάντα λίγο από το ψωμί μας.


Όταν σηκωθήκαμε από το τραπέζι, πρόσφερα το μπράτσο μου στη μαρκησία και την οδήγησα ως την πόρτα του σαλονιού. Ύστερα, γυρίζοντας βιαστικά πίσω, έδωσα στον υπηρέτη που με σέρβιρε στο τραπέζι το μοναδικό εκείνο σκούδο των έξι φράγκων, που γι' αυτό είχα πλάσει χίλια όνειρα. Οκτώ μέρες αργότερα, εξακολούθησε ο Ρομπέρ, όταν αποδείχθηκε πια πως οι Γάλλοι δεν κόβαν κανενός το κεφάλι, γύρισε και ο μαρκήσιος ντελ Ντόνγκο από το κάστρο του της Γκριάντα, πάνω στη λίμνη του Κόμο. Είχε λουφάξει παλικαρίσια εκεί μέσα, καθώς πλησίαζε ο στρατός, παρατώντας στην αντάρα του πολέμου την όμορφη και νέα γυναίκα του και την αδερφή του. Το μίσος που ο εν λόγω μαρκήσιος έτρεφε για μας ήταν ίσο προς τον φόβο του, δηλαδή απροσμέτρητο. Το παχύ, χλωμό και θεοσεβούμενο πρόσωπό του ήταν αστείο να το βλέπεις όταν μου έκανε τσιριμόνιες. Την άλλη μέρα μετά το γυρισμό του στο Μιλάνο, μου έδωσαν τρία ων τσόχα και διακόσια φράγκα κάπως, κι έγινα ο καβαλιέρος των κυριών, γιατί στο μεταξύ άρχισαν οι χοροί". Η ιστορία του υπολοχαγού Ρομπέρ ήταν περίπου η ιστορία όλων των άλλων Γάλλων. Αντί να κοροϊδέψουν τη μιζέρια των καλών αυτών στρατιωτών, τους λυπήθηκαν και τους αγάπησαν.

Η εποχή αυτή της απρόσμενης ευτυχίας και της μέθης κράτησε μόλις δύο χρονάκια. Η τρέλα ήταν τόσο έξαλλη και τόσο γενική, που θα μου ήταν αδύνατο να την εκφράσω αλλιώς, παρά μόνο με την ακόλουθη βαθυστόχαστη ιστορική παρατήρηση: ο λαός αυτός έπληττε επί εκατό έτη. Η ηδυπάθεια, η τόσο φυσική στις μεσογειακές χώρες, βασίλευε άλλοτε στην αυλή των Βισκόντι και των Σφόρτσε, των περίφημων εκείνων δουκών του Μιλάνου. Μα από το 1624, τη χρονιά που οι Ισπανοί κυρίευσαν τη χώρα, και την κυρίευσαν σαν βλοσυροί, καχύποπτοι, υπερφίαλοι αυθέντες που πάντοτε φοβόνταν τις εξεγέρσεις, η χαρά είχε πετάξει μακριά. Και ο λαός, που πάντα του παίρνει τα ήθη των αφεντάδων του, το μόνο που σκεφτόταν ήταν να εκδικηθεί την παραμικρή προσβολή με μια μαχαιριά, αντί να χαίρεται τις στιγμές που διαβαίνουν. Η τρελή χαρά, η ευθυμία, η ηδυπάθεια, η λήθη κάθε θλιβερού, ή έστω λογικού συναισθήματος, τόσο πολύ φούντωσαν, από τις 15 Μαΐου 1796, μέρα που οι Γάλλοι μπήκαν στο Μιλάνο, ως τον Απρίλιο του 1799, όταν διώχθηκαν από εκεί, ύστερα από τη μάχη του Κασάνο, ώστε αναφέρουν εκατομμυριούχους γερο-εμπόρους, γερο-τοκογλύφους, γερο-συμβολαιογράφους που, σε όλο αυτό το διάστημα, ξέχασαν να κατσουφιάζουν και να βγάζουν παράδες. Το πολύ-πολύ, μπορούσε κανείς να κάνει εξαίρεση για μερικές οικογένειες της υψηλής αριστοκρατίας, που είχαν αποσυρθεί στα εξοχικά τους παλάτια, κρατώντας τάχα πόζα για τη γενική αγαλλίαση και το λουλούδισμα που φούντωνε σ' όλες τις καρδιές. Είναι βέβαια αλήθεια επίσης πως οι πλούσιες αυτές αριστοκρατικές οικογένειες είχαν διακριθεί κατά δυσάρεστο τρόπο στην κατανομή των πολεμικών εισφορών, που είχε επιβάλλει ο γαλλικός στρατός. Ένας από τους πρώτους ήταν και ο μαρκήσιος ντελ Ντόνγκο. Βλέποντας γύρω του να βασιλεύει τόση ευθυμία, πείσμωσε και γύρισε πίσω στο μεγαλόπρεπο κάστρο του στην Γκριάντα, πέρα από το Κόμο. Οι κυρίες πήραν μαζί τους και τον υπολοχαγό Ρομπέρ. Το κάστρο ήταν χτισμένο σε μια τοποθεσία μοναδική ίσως στον κόσμο, σε ένα πλάτωμα πάνω από την εξαίσια λίμνη. Δεσπόζει σε ένα μεγάλο τμήμα της, κι ήταν άλλοτε μια οχυρή θέση. Ο Οίκος ντελ Ντόνγκο το έχτισε τον δέκατο πέμπτο αιώνα, όπως το μαρτυρούν, από όλες τις μεριές, οι μαρμάρινες πλάκες με τη βούλα του οικοσήμου του. Έβλεπες ακόμα τις κρεμαστές γέφυρες και τις βαθιές τάφρους, χωρίς πια νερό μέσα. Τα τείχη, ογδόντα πόδια ψηλά, και έξι πόδια πάχος, δεν φοβόνταν αιφνιδιασμούς. Γι' αυτό και ο μαρκήσιος αγαπούσε το κάστρο του. Είχε τριγύρω του εικοσιπέντε με τριάντα υπηρέτες, που τους θεωρούσε αφοσιωμένους του, αφού βέβαια τους μιλούσε πάντα με τη βρισιά στο στόμα, κι έτσι ο φόβος τον βασάνιζε λιγότερο από όσο στο Μιλάνο.


Ο φόβος αυτός δεν ήταν εντελώς αδικαιολόγητος. Αλληλογραφούσε τακτικότατα με έναν κατάσκοπο που η Αυστρία είχε τοποθετήσει στα ελβετικά σύνορα, τρεις λεύγες από την Γκριάντα, για να βοηθήσει στη δραπέτευση όσων αιχμαλωτίστηκαν στο πεδίο της μάχης. Ήταν κάτι που οι Γάλλοι στρατηγοί μπορούσαν να το πάρουν στα σοβαρά. Ο μαρκήσιος είχε αφήσει τη νεαρή γυναίκα του στο Μιλάνο. Εκείνη έδινε εντολές για τις υποθέσεις της οικογένειας, κι είχε και όλη τη φροντίδα να τα βγάζει πέρα με τις εισφορές που επέβαλαν στην Casa del Dongo, στον Οίκο ντελ Ντόνγκο, καθώς συνήθιζαν να τον λένε οι ντόπιοι. Προσπαθούσε να τις μειώσει, και αυτό την υποχρέωνε να βλέπει ορισμένους ευγενείς που είχαν δεχθεί να μπουν σε δημόσιες θέσεις, μα και μερικούς μη ευγενείς με μεγάλη επιρροή. Ένα σοβαρό περιστατικό συνέβη, εντωμεταξύ, στην οικογένεια. Ο μαρκήσιος είχε τακτοποιήσει το γάμο της αδερφής του Τζίνας με ένα πρόσωπο πλουσιότατο και υψηλότατης καταγωγής. Μόνο που τα μαλλιά του ήταν πουδραρισμένα. Αυτό έκανε την Τζίνα να τον υποδέχεται με χάχανα. Ύστερα από λίγο καιρό έκανε μια ν αποκοτιά και παντρεύτηκε τον κόμητα Πιετρανέρα. Ήταν, αλήθεια, ένας εξαιρετικός ευπατρίδης, πολύ καλοφτιαγμένος, η περιουσία του όμως είχε σιγά-σιγά χαθεί, καθώς περνούσε από πατέρα σε γιο και, το χειρότερο, ήταν φανατικός θιασιώτης των νέων ιδεών. Ο Πιετρανέρα υπηρετούσε σαν υπολοχαγός στην Ιταλική Λεγεώνα, κι αυτό βύθισε τον μαρκήσιο σε μαύρη απελπισία. Κόντευαν να περάσουν τα δύο αυτά τρελά κι ευτυχισμένα χρόνια που λέγαμε. Το Διευθυντήριο του Παρισιού, με ύφος καλοθρονιασμένου μονάρχη, έδειξε θανάσιμο μίσος για κάθε τι που δεν ήταν μέτριο. Οι ανίκανοι στρατηγοί που διόρισε στον στρατό της Ιταλίας έχασαν μια σειρά μάχες στις ίδιες εκείνες πεδιάδες της Βερόνας που, δυο χρόνια πριν, είδαν τα θαύματα του Άρκολε και του Λονάτο. Οι Αυστριακοί πλησίασαν ξανά στο Μιλάνο. Ο υπολοχαγός Ρομπέρ, που ήταν τώρα ταγματάρχης, και είχε πληγωθεί στη μάχη του Κασάνο, ήρθε να μείνει για τελευταία φορά στης φίλης τους, στης μαρκησίας ντελ Ντόνγκο. Ο αποχαιρετισμός ήταν θλιβερός. Ο Ρομπέρ έφυγε με τον κόμητα Πιετρανέρα, που ακολούθησε τους Γάλλους στην υποχώρησή τους προς το Νόβι. Η νεαρή κόμισσα, που ο αδερφός της αρνήθηκε να της δώσει το μερίδιό της από την πατρική περιουσία, ακολούθησε και εκείνη τον στρατό, ανεβασμένη σε ένα κάρο. Και τότε άρχισε μια περίοδος αντίδρασης κι επιστροφής στις παλιές ιδέες, που οι Μιλανέζοι βάφτισαν: tredici mesi (οι δεκατρείς μήνες) γιατί, πραγματικά, η καλή τους μοίρα θέλησε να μην κρατήσει παραπάνω από δεκατρείς μήνες, δηλαδή ως το Μαρένγκο, η επιστροφή αυτή στην ηλιθιότητα. Όλοι οι παλιοί, θεοσεβούμενοι, κατσούφηδες αρχοντάδες βγήκαν ξανά από το καβούκι τους για να διαφεντέψουν το κράτος και την κοινωνία: και δεν πέρασε πολύς καιρός και οι πιστοί των "υγιών" αντιλήψεων διαλάλησαν σε χώρες και χωριά πως οι Μαμελούκοι κρέμασαν τον Βοναπάρτη στην Αίγυπτο, καταπώς του άξιζε για τα τόσα κρίματά του.



Ανάμεσα σε όλους λοιπόν αυτούς που είχαν λουφάξει στα υποστατικά τους κρατώντας πεισματικά πόζα, και που τώρα γυρνούσαν διψασμένοι για εκδίκηση, ξεχώριζε για τη λύσσα του ο μαρκήσιος ντελ Ντόνγκο. Η εξαλλοσύνη του τον τοποθέτησε, φυσικά, στην αρχηγία του κόμματος. Οι κύριοι αυτοί, εντιμότατοι όταν δεν τους κατακυρίευε ο φόβος, που πάντα τους όμως έτρεμαν ολοσούσουμοι, κατάφεραν να γυροφέρουν τον Αυστριακό στρατηγό: Αρκετά χαζούλης καθώς ήταν, εύκολα πείσθηκε πως η αυστηρότητα αποτελούσε υψηλή πολιτική, και έβαλε να συλλάβουν εκατόν πενήντα δημοκράτες, ό,τι πιο εκλεκτό είχε τότε η Ιταλία. Ύστερα από λίγο καιρό τους εκτόπισαν στο Στόμιο του Κατάρο, και τους πέταξαν σε υπόγειες σπηλιές. Εκεί, η υγρασία και προπάντων η έλλειψη ψωμιού, απένειμαν σωστή και γρήγορη δικαιοσύνη σ' όλους αυτούς τους μασκαράδες.

Ο μαρκήσιος ντελ Ντόνγκο πήρε μεγάλη θέση και, καθώς ήταν και σιχαμερά τσιγκούνης, κοντά σε τόσα άλλα ωραία προτερήματα, περηφανεύτηκε δημόσια πως δεν έστελνε ούτε ένα σκούδο στην αδελφή του, την κόμισσα Πιετρανέρα. Κι εκείνη, πάντα τρελά ερωτευμένη, δεν ήθελε να αφήσει τον άντρα της και να γυρίσει πίσω, προτιμώντας να πεθάνει της πείνας στη Γαλλία, κοντά του. Η καλή μαρκησία ήταν απελπισμένη. Κατάφερε τέλος να ξεκλέψει μερικά μικρά διαμάντια από τη μπιζουτιέρα της, που ο άντρας της την ξανάπαιρνε κάθε βράδυ για να την κλειδώνει μέσα σε μια σιδερένια κάσα, κάτω από το κρεβάτι του: Η μαρκησία είχε δώσει στον άντρα της οκτακόσιες χιλιάδες φράγκα προίκα, κι έπαιρνε ογδόντα φράγκα το μήνα για τα ατομικά της έξοδα. Μέσα στους δεκατρείς μήνες που οι Γάλλοι ήταν διωγμένοι από το Μιλάνο, η τόσο ντροπαλή αυτή γυναίκα, με διάφορες προφάσεις δεν έβγαλε τα μαύρα από πάνω της. Και τώρα πρέπει να ομολογήσουμε πως, ακολουθώντας τα παράδειγμα πολλών σοβαρών συγγραφέων, αρχίσαμε την ιστορία του ήρωά μας έναν χρόνο πριν από τη γέννησή του. Το κύριο αυτό πρόσωπο δεν είναι, πραγματικά, άλλο από τον Φαμπρίς Βαλσέρα marchesino ντελ Ντόνγκο, όπως λένε στο Μιλάνο. Μόλις ακριβώς είχε μπει στον κόπο να γεννηθεί όταν διώχθηκαν οι Γάλλοι, και βρέθηκε, με την σύμπτωση της γέννησής του, να είναι ο δευτερότοκος γιος του τόσο μεγάλου αυτού άρχοντα, του μαρκήσιου ντελ Ντόνγκο, του οποίου γνωρίζετε ήδη την παχιά, κάτωχρη όψη, το ψεύτικο χαμόγελο και το άμετρο μίσος για τις νέες ιδέες. Όλη η περιουσία του Οίκου, θα πήγαινε, φυσικά, στον πρωτότοκο γιο Ασκάνιο ντελ Ντόνγκο, άξιο αντίγραφο του πατέρα του. Ήταν οκτώ χρονών κι ο Φαμπρίς δύο όταν, έτσι στα καλά καθούμενα, αυτός ο στρατηγός ο Βοναπάρτης, που όλοι οι αριστοκράτες από καλή γενιά νόμιζαν από καιρό κρεμασμένο, ροβόλησε από το βουνό του Αγίου Βερνάρδου και μπήκε στο Μιλάνο: η στιγμή εκείνη είναι, ώς σήμερα, μοναδική στην ιστορία. Φαντασθείτε ολόκληρο έναν λαό τρελά ερωτευμένο. Λίγες μέρες αργότερα, ο Ναπολέοντας κέρδισε τη μάχη του Μαρένγκο. Δεν χρειάζεται να πούμε τίποτα άλλο. Η μέθη των Μιλανέζων κορυφώθηκε. Μα, τούτη τη φορά, μπλέκονταν μέσα τους και σκέψεις εκδίκησης: είχαν διδάξει το μίσος στον καλό αυτό λαό. Δεν πέρασε πολύς καιρός κι είδε να καταφθάνουν όσοι δημοκράτες είχαν απομείνει από τους εκτοπισμένους στο Στόμιο του Κατάρο. Ο γυρισμός τους γιορτάστηκε σαν εθνική επέτειος. Τα χλωμά τους πρόσωπα, τα μεγάλα τους έκπληκτα μάτια, τα αδυνατισμένα τους μέλη, σχημάτιζαν μια παράξενη αντίθεση με τη διάχυτη σε όλους χαρά. Και ο ερχομός τους σήμανε τα σύνθημα του φευγιού για τις πιο εκτεθειμένες προσωπικότητες.

Ο μαρκήσιος ντελ Ντόνγκο ήταν από τους πρώτους που το έσκασε για το κάστρο της Γκριάντα. Οι αρχηγοί των μεγάλων αυτών Οίκων ήταν όλο μίσος και φόβο. Οι γυναίκες τους όμως, και οι κόρες τους, αναθυμόνταν τις χαρές της πρώτης παραμονής των Γάλλων, και νοσταλγούσαν το Μιλάνο και τους εύθυμους χορούς που, αμέσως μετά το Μαρένγκο, οργανώθηκαν στην Casa Tanzi, στη Λέσχη Χορού. Λίγες μέρες μετά από τη νίκη αυτή, ο Γάλλος στρατηγός, στον οποίο είχαν αναθέσει την τήρηση της τάξης στη Λομβαρδία, αντιλήφθηκε πως όλοι οι κολλήγοι των αφεντάδων, κι όλες οι γριές χωριάτισσες δεν συλλογίζονταν καν την καταπληκτική εκείνη νίκη του Μαρένγκο, που είχε αλλάξει τη μοίρα της Ιταλίας και είχε επιτρέψει να κατακτηθούν δεκατρείς οχυρές θέσεις σε μια μέρα, μα άλλο δεν είχαν στο νου τους από μια προφητεία του αγίου Τζιοβίτα, του πρώτου στη σειρά πολιούχου της Μπρέσια. Σύμφωνα με τον ιερό τούτο λόγο, οι επιτυχίες των Γάλλων και του Ναπολέοντα θα σταματούσαν δεκατρείς ακριβώς εβδομάδες μετά από το Μαρένγκο. Αυτό που κάπως δικαιολογεί τον μαρκήσιο ντελ Ντόνγκο κι όλους τους χολιασμένους ευπατρίδες της επαρχίας, είναι ότι πίστευαν αληθινά στην προφητεία αυτή, δεν έπαιζαν κωμωδία. Όλοι τους είναι ζήτημα αν είχαν διαβάσει στη ζωή τους τέσσερα βιβλία όλο και όλο. Έκαναν λοιπόν ανοιχτά τις ετοιμασίες τους για να γυρίσουν στο Μιλάνο, όταν θα τέλειωναν οι δεκατρείς εβδομάδες. Ο καιρός όταν θα τέλειωναν οι δεκατρείς εβδομάδες. Ο καιρός όμως κυλούσε και η Γαλλία είχε όλο και καινούριες επιτυχίες. Γυρίζοντας στο Παρίσι, ο Ναπολέοντας, με σοφά διατάγματα, έσωζε την Επανάσταση στο εσωτερικό, όπως την είχε σώσει στο Μαρένγκο ενάντια στους ξένους. Τότε οι Λομβαρδοί ευπατρίδες, που είχαν κουρνιάσει στα κάστρα τους, ανακάλυψαν ξαφνικά πως είχαν λάθος εννοήσει, στην αρχή, την πρόρρηση του πολιούχου αγίου της Μπρέσια: δεν επρόκειτο για δεκατρείς εβδομάδες, μα για σωστούς δεκατρείς μήνες. Μα κύλησαν και οι δεκατρείς εκείνοι μήνες, και η τύχη της Γαλλίας φαινόταν να μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Ας πετάξουμε τώρα γοργά πάνω από δέκα χρόνια προόδου και ευτυχίας, από το 1800 ώς το 1810. Τα πρώτα ο Φαμπρίς τα πέρασε στο κάστρο της Γκριάντα, δίνοντας και παίρνοντας μπόλικες γροθιές με τα χωριατόπουλα, και μη μαθαίνοντας τίποτε, ούτε καν να διαβάζει. Αργότερα τον έστειλαν στο Κολλέγιο των Ιησουιτών, στο Μιλάνο. Ο μαρκήσιος απαίτησε να του μάθουν τα λατινικά, όχι βέβαια από τα βιβλία των παλιών εκείνων γραφιάδων που όλο για δημοκρατίες μιλούν, μα από έναν μεγαλόπρεπο τόμο, στολισμένο με πάνω από εκατό γκραβούρες, αριστουργήματα των καλλιτεχνών του 17ου αιώνα. Ήταν η λατινική γενεαλογία των Βαλσέρα, μαρκησίων ντελ Ντόνγκο, αρχιεπίσκοπο της Πάρμας. Επειδή η ιστορία των Βαλσέρα ήταν στενά δεμένη με τη στρατιωτική τους δόξα, οι γκραβούρες αναπαρίσταναν άφθονες μάχες, όπου πάντα κάποιος ήρωας με τ' όνομα της οικογένειας έδινε δυνατές σπαθιές. Το βιβλίο άρεσε πολύ στο νεαρό Φαμπρίς. Η μητέρα του, που τον λάτρευε, έπαιρνε πότε-πότε λεφτά για τα ταξίδια αυτά, δανειζόταν από την κουνιάδα της, τη θελκτική κόμισσα Πιετρανέρα. Μετά την επιστροφή των Γάλλων, η κόμισσα είχε γίνει μια από τις πιο λαμπρές κυρίες της αυλής του πρίγκιπα Ευγένιου, αντιβασιλέα της Ιταλίας. Όταν ο Φαμπρίς έκανε την πρώτη του μετάληψη, η κόμισσα κατάφερε να αποσπάσει, από τον πάντα αυτοεξόριστο μαρκήσιο, την άδεια να τον παίρνει, πότε-πότε, από το Κολλέγιο. Τον βρήκε κάπως αλλόκοτο, έξυπνο ωστόσο, πολύ σοβαρό. Ήταν ένα όμορφο αγόρι, που η παρουσία του στο σαλόνι της κοσμικής κυρίας δεν ήταν και τόσο αταίριαστη. Ήταν όμως αμόρφωτος, όσο δεν παίρνει, μόλις που ήξερε να γράφει. Η κόμισσα, που ενθουσιαζόταν πάντα με ό,τι καταπιανόταν, υποσχέθηκε την προστασία της στον διευθυντή του ιδρύματος, αν ο ανιψιός της Φαμπρίς έκανε καταπληκτικές προόδους στις σπουδές του. Έτσι, στο τέλος της χρονιάς μάζεψε άφθονα βραβεία. Και εκείνη, για να τον βοηθήσει να τα αξίζει στ' αλήθεια, έστελνε και τον έπαιρναν κάθε σαββατόβραδο, και πολλές φορές γύριζε πίσω στους δασκάλους τους την Τετάρτη μονάχα, ή την Πέμπτη. Τους Ιησουίτες, παρ' όλο που ο πρίγκιπας αντιβασιλέας τους αγαπούσε σφόδρα, τους έδιωχναν από την Ιταλία, σύμφωνα με τους νόμους του Βασιλείου. Ο ηγούμενος λοιπόν του Κολλεγίου, άνθρωπος καπάτσος, κατάλαβε όλο το όφελος που μπορούσε να εκμαιεύσει από τις σχέσεις του με μια γυναίκα παντοδύναμη στην αυλή. Δεν παραπονέθηκε ποτέ για τις απουσίες αυτές. Και ο Φαμπρίς, πιο αμόρφωτος από ποτέ άλλοτε, κέρδισε, στο τέλος του χρόνου, πέντε πρώτα βραβεία. Κατόπιν τούτου, η περιφανής κόμισσα Πιετρανέρα, συνοδευόμενη από τον σύζυγό της, στρατηγό-διοικητή μιας από τις μεραρχίες της φρουράς, παρευρέθη στην απονομή των βραβείων των Ιησουιτών. Και ο ηγούμενος έλαβε συγχαρητήρια από τους ανωτέρους τους. Η κόμισσα έπαιρνε μαζί τον ανιψιό της σε όλες τις φαντασμαγορικές εκδηλώσεις που λάμπρυναν την τόσο σύντομη βασιλεία του αξιαγάπητου πρίγκιπα Ευγένιου. Τον είχε κάνει, με την επιβολή που ασκούσε, αξιωματικό των ουσάρων, και ο Φαμπρίς, σε ηλικία δώδεκα χρονών, έφερε τη στολή τους. Μια μέρα, η κόμισσα, γοητευμένη από την όμορφη κορμοστασιά του, ζήτησε από τον πρίγκιπα να του απονείμει μια θέση αυλικού ακολούθου, πράγμα που σήμαινε πως ο Οίκος ντελ Ντόνγκο προσχωρούσε στο καθεστώς. Μα την άλλη μέρα, χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλο το κύρος της, ώστε ο αντιβασιλέας να ευδοκήσει να μη θυμηθεί αυτό το αίτημα, στο οποίο τίποτα δεν έλειπε, εκτός από τη συγκατάθεση του πατέρα του μέλλοντος ακολούθου, συγκατάθεση που βέβαια εκείνος θα την αρνιόταν, δημιουργώντας έτσι ένα πρώτης τάξεως σκάνδαλο. Ο μαρκήσιος, που συνέχιζε να κρατά πόζα, ανατρίχιασε μαθαίνοντας αυτή την αποκοτιά και βρήκε κάποια πρόφαση για να καλέσει πίσω στην Γκριάντα τον νεαρό Φαμπρίς. Η κόμισσα περιφρονούσε αφάνταστα τον αδελφό της. Τον θεωρούσε σαν ένα αξιοθρήνητο χαζό, που θα ήταν μοχθηρός, αν είχε ποτέ τη δύναμη στα χέρια του. Είχε όμως ξετρελαθεί με τον Φαμπρίς και έτσι, ύστερα από δέκα χρόνια σιωπής, έγραψε στον μαρκήσιο για να απαιτήσει να έρθει ξανά ο ανιψιός κοντά της. Το γράμμα της έμεινε αναπάντητο. Σαν γύρισε στο φοβερό αυτό παλάτι, το χτισμένο από τον πιο πολεμόχαρο πρόγονό του, ο Φαμπρίς το μόνο που ήξερε ήταν τα όπλα και τα άλογα. Ο κόμης Πιετρανέρα, ξετρελαμένος με το παιδί όσο κι η γυναίκα του, τον έβαζε πάνω σε ένα άλογο και, συχνά, τον έπαιρνε μαζί του στην επιθεώρηση. Φθάνοντας στο κάστρο της Γκριάντα, ο Φαμπρίς, με τα μάτια κατακόκκινα ακόμα από τα δάκρυα που έχυσε αφήνοντας τα ωραία σαλόνια της θείας του, δεν βρήκε παρά τη μητέρα τους και τις αδελφές του, με τα όλο πάθος χάδια τους. Ο μαρκήσιος κλειδωνόταν στο γραφείο του, μαζί με τον πρωτότοκο γιο του, τον "μαρκεζίνο" Ασκάνιο. Κατασκεύαζαν κρυπτογραφημένες επιστολές που είχαν την τιμή να στέλνονται στη Βιέννη. Πατέρας και γιος εμφανίζονταν μόνο στις ώρες των γευμάτων. Ο μαρκήσιος έλεγε και ξανάλεγε, με ύφος, πως μάθαινε στον φυσικό του διάδοχο να κρατά, με διπλογραφικό σύστημα, τους λογαριασμούς των προϊόντων, για καθένα χωριστά, από τα κτήματά του.
Στην πραγματικότητα, ο μαρκήσιος κρατούσε πολύ ζηλόφθονα την εξουσία του, ώστε να μιλάει γι' αυτά τα πράγματα σε ένα γιο, αναγκαστικό κληρονόμο του αδιαίρετου και αξεχώριστου από τον τίτλο τιμαρίου του. Τον χρησιμοποιούσε για να κρυπτογραφεί γράμματα επείγοντα, δεκαπέντε με είκοσι σελίδες το καθένα, που, δυο-τρεις φορές την εβδομάδα, έστελνε στην Ελβετία, απ' όπου έπαιρναν την άγουσα προς τη Βιέννη. Ο μαρκήσιος πίστευε πως έτσι έκανε γνωστή στους νόμιμους αυθέντες του την εσωτερική κατάσταση του βασιλείου της Ιταλίας, που ούτε ο ίδιος όμως δεν γνώριζε. Τα γράμματά του ωστόσο είχαν επιτυχία, και να γιατί. Ο μαρκήσιος έβαζε κάποιον έμπιστό του να μετράει, πάνω στον μεγάλο δρόμο τους στρατιώτες του τάδε γαλλικού ή ιταλικού συντάγματος που άλλαζε στρατωνισμό και, γνωστοποιώντας το γεγονός στην αυλή της Βιέννης, φρόντιζε πάντα να ελαττώνει, κατά ένα τέταρτο, και παραπάνω, τον αριθμό των στρατιωτών. Οι κατά τα άλλα γελοίες αυτές επιστολές, είχαν το μεγάλο προσόν να διαψεύδουν άλλες, πιο πιστές στην αλήθεια, και γι' αυτό άρεσαν. Έτσι, λίγο καιρό μετά από τον ερχομό του Φαμπρίς στο κάστρο, είχε απονεμηθεί στον μαρκήσιο το μετάλλιο ενός διακεκριμένου τάγματος: ήταν το πέμπτο που λάμπρυνε τη στολή του ως αυλάρχη. Θλιβόταν, αλήθεια, που δεν τολμούσε να επιδείξει τη στολή τούτη έξω από το γραφείο του. Δεν επέτρεπε όμως ποτέ στον εαυτό του να υπαγορεύσει ένα επείγον γράμμα πριν ντυθεί το ολοκέντητο ένδυμα, και το στολίσει με όλα τα παράσημά του. Θα το θεωρούσε υψίστη έλλειψη σεβασμού, αν έκανε αλλιώς. Η μαρκησία είχε εκπλαγεί με τις χάρες του γιου της. Είχε διατηρήσει μία αλληλογραφία δυο-τρεις φορές το χρόνο, με τον στρατηγό κόμητα του Α, ήταν το τωρινό όνομα του υπολοχαγού Ρομπέρ. Η μαρκησία απεχθανόταν το γιο της για διάφορα πράγματα, τρομοκρατήθηκε με την αμάθειά του. "Αν εμένα που δεν ξέρω τίποτα, μου φαίνεται τόσο λίγο μορφωμένος", έλεγε μέσα της, "ο Ρομπέρ που είναι σοφός, θα θεωρούσε τέλεια αποτυχημένη τη μόρφωσή του.Στις μέρες μας όμως, για να πάει κανείς μπροστά, πρέπει να έχει κάποια αξία".


Μια άλλη ιδιομορφία του παιδιού της την ξάφνιασε κι αυτή πολύ: ο Φαμπρίς είχε πάρει στα σοβαρά όλα τα θρησκευτικά που του είχαν διδάξει στους Ιησουίτες. Παρ' όλο που και η ίδια ήταν πολύ θεοσεβούμενη, ο φανατισμός του νεαρού την κατατρόμαξε. "Αν ο μαρκήσιος είναι αρκετά έξυπνος για να μαντέψει το μέσο αυτό επιρροής που μπορεί να έχει, θα μου κλέψει την αγάπη του γιου μου". Έκλαψε πολύ, και η αγάπη της για τον Φαμπρίς φούντωσε. Η ζωή στο κάστρο, που το κατοικούσαν και τριάντα με σαράντα υπηρέτες, ήταν πολύ θλιβερή. Έτσι ο Φαμπρίς περνούσε τις μέρες τους κυνηγώντας, ή αρμενίζοντας με βάρκα πάνω στη λίμνη. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός και είχε γίνει φίλος με τους αμαξάδες και τους ανθρώπους των στάβλων. Όλοι τους ήταν φανατικοί οπαδοί των Γάλλων και κορόιδευαν ανοιχτά τους θεοσεβούμενους του μαρκήσιου ή τους πρωτότοκου γιου του. Το μεγάλο αστείο που τους διασκέδαζε ήταν ότι τα κατσούφικα αυτά προσώπατα έβαζαν πούδρα στα μαλλιά τους, κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση των αφεντάδων τους.

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!