0
Your Καλαθι
Οι ποδηλάτισσες ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
78%
78%
Περιγραφή
Κωνσταντινούπολη 1955.
Ένα δεκάχρονο κορίτσι κρατά ημερολόγιο.
Ίμβρος 1975.
Η μικρότερη αδελφή της, είκοσι χρόνια αργότερα, το διαβάζει και ανασυνθέτει τη ζωή τριών αδελφών που μεγαλώνουν σε ένα προάστιο του Βοσπόρου και στην Ίμβρο αργότερα.
Τρία κορίτσια αντιμέτωπα με τη μοίρα τους, η οποία ταυτίζεται με τη μοίρα του ελληνισμού της Πόλης.
Απο το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Επίκαιρο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το πρώτο βιβλίο της Ρέας Σταθοπούλου, μια και αγκαλιάζει το εκ νέου φλέγον Κυπριακό. Αν και με τον δικό του τρόπο, τον μυθοπλαστικό, και από μια πλευρά σήμερα πλέον ολωσδιόλου λησμονημένη, καθώς έχουμε συνηθίσει στο γαϊτανάκι γύρω από τη Μεγαλόνησο να εμπλέκονται Αγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι και λοιπές Μεγάλες Δυνάμεις, Τούρκοι και Ελλαδίτες. Και όμως τα σπασμένα στις δεκαετίες του '50 και του '60 τα είχε πληρώσει ένα άλλο κομμάτι του Ελληνισμού. Μόνο που, καθώς αυτό το κομμάτι έχει προ πολλού σχεδόν εξαφανιστεί, η Ιστορία μόλις που συγκρατεί τα όποια βίαια συμβάντα και τις επιβληθείσες νομοθετικές ρυθμίσεις. Τα αισθήματα και οι απόψεις εκείνων των ανθρώπων σβήνουν σιγά σιγά μαζί τους. Ο λόγος για τους Ρωμιούς της Πόλης και των περιχώρων της, από τα χωριά στον Βόσπορο και τα Πριγκιπόνησα ως τις αιγαιοπελαγίτικες νήσους Ιμβρο και Τένεδο.
Κωνσταντινουπολίτισσα η Σταθοπούλου, σχεδόν μισό αιώνα νεότερη του Χρήστου Ευελπίδη, για τον οποίον γράφαμε τις προάλλες, και το βιβλίο της έρχεται ως συνέχεια στις πολίτικες ιστορίες του, αν και πηδώντας από τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα που εκείνος είχε ζήσει στις δύο πρώτες μεταπολεμικές των δικών της εμπειριών. Ο Ασημάκης, αδελφός της γιαγιάς της ηρωίδας στο βιβλίο της Σταθοπούλου, όπως ο Μιχαλιός στο διήγημα του Ευελπίδη «H βασιλεία των Ρωμιών», αντίκρισε τον Νοέμβριο του 1918 το θωρηκτό «Αβέρωφ» αγκυροβολημένο απέναντι από το σπίτι τους και «έβαψε τη βάρκα του λευκή με γαλάζια γραμμή, της κρέμασε και μια ελληνική σημαία τόσο μεγάλη που η άκρη της φιλούσε το κύμα». Αποκοτιά που έγινε αιτία να φύγει για την Αμερική.
Τεχνίτης στα σιρίτια
Το βιβλίο της Σταθοπούλου ξεκινά από τη γενιά του Ασημάκη και της γιαγιάς Κλεονίκης, που πήρε άντρα πολύ μεγαλύτερό της, έναν τεχνίτη στα σιρίτια για τις στολές του τουρκικού στρατού, και απόκτησε τρεις κόρες και έναν γιο, που έφυγε και αυτός στην Αμερική. Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας η τρίτη κόρη, η Γλύκω, που έκανε και αυτή τρεις κόρες. Για να αποκτήσει μάλιστα το βιβλίο μυθιστορηματική πλοκή, αν και η συγγραφέας αποφεύγει να το χαρακτηρίσει μυθιστόρημα, πλάθεται ένα σκοτεινό μυστικό που σκιάζει τη ζωή της Γλύκως, με τρομερό επακόλουθο την αγανακτισμένη εξέγερση της μεσαίας κόρης της, της Νίκης, της πρώτης που το μαθαίνει. Οι κόρες της Γλύκως είναι η τρίτη γενιά και ουσιαστικά η τελευταία του Ελληνισμού της Πόλης. Ο τίτλος του βιβλίου, Οι ποδηλάτισσες, εμπνευσμένος από στίχο του Ελύτη, αναφέρεται στις ηρωίδες που είναι όλες τους ποδηλάτισσες, ανεξάρτητα αν γνωρίζουν να ποδηλατούν ή αν ποτέ τους δεν έχουν ανεβεί σε ποδήλατο, αφού έτσι και αλλιώς «μια ζωή πρέπει να τραβούν μπροστά, κρατώντας ισορροπίες».
Στο βιβλίο πλέκονται δύο αφηγήσεις. Το ημερολόγιο, που η δεκαετής Νίκη κρατούσε από τις 15 Ιουνίου 1955 ως τις 30 Ιουνίου 1956, όταν έμεναν ακόμη στο προικώο της Γλύκως, ένα τριώροφο σε «γραφικό και ήσυχο προάστιο στον Βόσπορο, σαράντα λεπτά με το βαποράκι από την Πόλη». Λόγος μικροπερίοδος και περιγραφικός, τελειώνει με τη μετακόμιση της οικογένειας στην Ιμβρο, τον τόπο του πατέρα της. Μετά τα Σεπτεμβριανά οι περισσότεροι έφευγαν για την Ελλάδα, αυτοί προτίμησαν την Ιμβρο, τότε ακόμη «ένα ελληνικό νησί». Το ημερολόγιο το ανακαλύπτει και το διαβάζει η μικρότερη κατά πέντε χρόνια αδελφή της, η Μαργαρίτα, καθώς ετοιμάζει τις βαλίτσες της για οριστική εγκατάσταση στην Ελλάδα το 1975. Χημικός, απόφοιτος του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, η μόνη Ελληνίδα στην τάξη της, διορίστηκε σε γυμνάσιο της Βοιωτίας. Διαφορετικοί χαρακτήρες οι δύο αδελφές και το βιβλίο παρακολουθεί την ενηλικίωσή τους, με τις ημερολογιακές καταγραφές να εναλλάσσονται με μια τριτοπρόσωποη αφήγηση, που ως επί το πλείστον παρακολουθεί την οπτική της Μαργαρίτας. Καθώς όμως η νεαρή κοπέλα αγνοεί ως την τελευταία σελίδα το μυστικό της Γλύκως, επεμβαίνει ο πανόπτης αφηγητής ξεδιπλώνοντας «το αμάρτημα της μητρός» της.
Γυναικείο μυθιστόρημα, γι' αυτό κάπως συναισθηματικό, ίσως σε ορισμένα σημεία και λίγο φλύαρο. Πόσοι ωστόσο σήμερα πια μπορούν να αφηγούνται ιστορίες και ανέκδοτα από τις αποκαλούμενες χαμένες πατρίδες, έστω και μακρηγορώντας; Τότε που «το φάσμα του Κυπριακού πρόβαλε απειλητικό» για τον Ελληνισμό της Πόλης και οι Πολίτες κορόιδευαν «την κακή πολιτική της Ελλάδας». Απαγορευμένες λέξεις για τα παιδιά, Κύπρος, Μακάριος και Διγενής. Ακόμη και όταν έλεγαν κιμπρίτ, σπίρτα στα τουρκικά, έτρεμαν μήπως κάποιος παρακούσει και νομίσει ότι λένε Κιμπρίς, δηλαδή Κύπρος, όπως ο αστυνόμος που άκουσε μια κυρία να μακαρίζει την τύχη μιας κοπέλας και παρανοώντας την πήρε στο καρακόλι να εξηγήσει τι έλεγε για τον Μακάριο.
Τα αστεία τελείωσαν
Αν και μετά τα γεγονότα της 6ης Σεπτεμβρίου του 1955, τα αντίποινα για το Κυπριακό, τα αστεία τελείωσαν. Οπως και στις ιστορίες ενός άλλου κωνσταντινουπολίτη συγγραφέα, του Γιώργου Βαλασιάδη, Και στα Ταταύλα χιόνι (Εκδόσεις Γαβριηλίδης), την οικογένεια της Γλύκως την προστατεύει από τις βιαιοπραγίες ένας τούρκος φίλος, προς υπογράμμιση της φιλικής συνύπαρξης, όταν ο τουρκικός όχλος δεν παρακινείται εκ των άνωθεν. Τότε ο φόβος ερήμωσε τα χωριά του Βοσπόρου. Μέσα στην επόμενη δεκαετία άλλαξε και η Ιμβρος. Το βιβλίο ζωντανεύει αυτή «τη μικρή Ελλάδα», με τις ειδυλλιακές εξοχές, τους χορούς και τα πανηγύρια, θυμίζοντας τοπωνύμια σβησμένα πλέον από τους χάρτες. Εως ότου η Τουρκία άρχισε να φέρνει εποίκους και τελικά, με τη νέα κρίση στην Κύπρο, στις 30 Ιουνίου του 1964, έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία στην Ιμβρο και στην Τένεδο, μέσα στη γενικότερη πολιτική αφελληνισμού των δύο νησιών.
Επειδή όμως αφηγούνται γυναίκες, πληθαίνουν οι ερωτικές ιστορίες, συμπληρώνοντας το ψηφιδωτό της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής εκείνες τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες· την ντροπή «μια Ρωμιά να πάρει Τούρκο», αλλά και πιο ανάλαφρες ιστορίες για δεισιδαιμονίες και προλήψεις, όπου προεξάρχουν οι γλαφυρές περιγραφές της πολίτικης κουζίνας. H συγγραφέας ποτίζει την αφήγηση με τη νοσταλγία για τα παιδικά και νεανικά της χρόνια, αν και η συγκίνηση ελέγχεται από την έγνοια της να παραθέσει τις αναγκαίες ιστορικές πληροφορίες. Πάντως ας μη σπεύσει κάποιος να αποδώσει εθνικιστικές προθέσεις, ως είθισται να αποκαλούνται, επί των ημερών μας, τα όποια πατριωτικά αισθήματα. Στην καρδιά του βιβλίου θάλλουν οι έρωτες ανάμεσα σε Ρωμιές και γοητευτικούς τούρκους στρατιωτικούς, όπως και στα μυθιστορήματα της M. Σκιαδαρέση Με το φεγγάρι στην πλάτη (Εκδόσεις Καστανιώτης) και του Θ. Γρηγοριάδη Τα νερά της Χερσονήσου (Εκδόσεις Κέδρος), όπου μουσουλμάνοι και Ελληνες ενώνονται «εις σάρκα μίαν».
MAPH ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 16-05-2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις