0
Your Καλαθι
Η μεθυσμένη γυναίκα
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Στην επιστροφή κάναμε μια στάση σε ένα μέρος που είχε καλά σουβλάκια. Εκεί παράγγειλα αρκετά, για να μη λέει η Λέλα ότι είμαι τσιγγούνης. Αλλά φαινόταν λίγο διστακτική, να μη φάει περισσότερο από όσα πρέπει και πω εγώ: «Πεινασμένη μας ήρθε στην εκδρομή». Ή «βρήκε και τρώει». Ήταν προσεκτική. Και άρχισα να τη χαρακτηρίζω. «Καλό κορίτσι δείχνει».
Έτσι πήραμε τη συνήθεια να πηγαίνουμε σε διάφορους κινηματογράφους. Άρχισα, όμως, να παρατηρώ ότι η πρώτη γνώμη που σχημάτισα για τη Λέλα, ότι είναι άσχετη, ότι είναι αταίριαστη με μένα στο πνεύμα, στο λόγο, έβγαινε αληθινή. Για ένα μήνα θα περνούσα καλά. Αλλά για περισσότερο δεν έκανε.
Η συμβίωση ενός ζευγαριού, ενός Έλληνα και μιας Αλβανής, μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του άνδρα που περιγράφει και προδιαγράφει το μέλλον της σχέσης. Πέρα από τις ιδεολογικές συγκλίσεις και αποκλίσεις, ο αντιφατικός και εντέλει αποδομητικός λόγος του κεντρικού ήρωα δεν αφήνει να διαφανεί κάποια αισιόδοξη προοπτική για το ζευγάρι, ενώ η γυναίκα προβάλλει ως κωμικοτραγική φιγούρα.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ακρως τολμηρό το ολιγοσέλιδο βιβλίο της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου (Βόλος, 1957). Η τολμηρότητα δεν εκφράζεται με εύκολες και αδιέξοδες προκλήσεις, αλλά αποτελεί μια πολύ εύστοχη, επιτακτική σχεδόν, συγγραφική επιλογή για την πραγμάτευση της ευαίσθητης θεματικής, του γάμου ενός Ελληνα και μιας Αλβανής. Η Σταυρακοπούλου υπερβαίνει και επιβάλλεται θαρραλέα στους σκοπέλους που αναπόφευκτα προκύπτουν κατά την ανάπτυξη της πλοκής. Οι δυσκολίες απορρέουν από το πάντρεμα ετερόκλητων και συνάμα ισοβαρών στοιχείων. Η προβληματική παρουσία και δραστηριοποίηση των μεταναστών, η επιφυλακτικότητα και συχνότερα η απροκάλυπτη εχθρότητα του κοινωνικού συνόλου και παράλληλα το βεβιασμένο μασκάρεμα αυτών σε μία πολιτικά ορθή, απελπιστικά εύθραυστη και αμήχανη δεκτικότητα, συγκροτούν το ένα σκέλος του θέματος. Το άλλο ακουμπά στο αχανές ζήτημα των σχέσεων, στην ανέλεγκτη ανάγκη της συντροφικότητας και της ασφάλειας και στο πώς μέσα από το πλησίασμα μπορεί να επισφραγιστεί ή να αμβλυνθεί η ατομικότητα. Μέσα από την επαφή γεννιέται η σύγκρουση. Η ερωτική έλξη, ιδιαίτερα, κυοφορεί άγριες εντάσεις, επιβάλλει οδυνηρές μεταμορφώσεις, βαριές παραχωρήσεις και υποχωρήσεις. Οταν η δυσανεξία σ' αυτές τις ανταλλαγές, σωματικές και ψυχικές, γίνεται παθολογική, η μονάδα -το ζευγάρι-- σταδιακά αποσυντίθεται στα αρχικά συστατικά της. Η συγγραφέας αφουγκράζεται με οξυμένες αισθήσεις τα στάδια αυτής της χημικής αντίδρασης και προδιαγράφει τη σφοδρότητά της, τοποθετώντας στο δοκιμαστικό σωλήνα ένα εύφλεκτο στοιχείο, μία ξένη, στην πλέον δύσπεπτη εκδοχή, μια γυναίκα αλβανικής καταγωγής.
Το κατηγορητήριο του συζύγου
Στο προηγούμενο μυθιστόρημά της «Οι δεξιώσεις» (2001), η Σταυρακοπούλου αποτύπωνε στο πρόσωπο του κεντρικού ήρωα την αντανάκλαση νεοελληνικών γνωρισμάτων, σφυρηλατημένων από τις αντιφάσεις της εξευρωπαϊσμένης Ελλάδας. Ο τωρινός αφηγητής συγγενεύει πρόδηλα με τον θαμώνα των δεξιώσεων στην πολιτιστική πρωτεύουσα του 1997. Και πάλι η Θεσσαλονίκη ο σκηνικός χώρος, όπου ζει η Σταυρακοπούλου, καθηγήτρια επίσης του Αριστοτελείου. Ο πρωτοπρόσωπος λόγος του ήρωα φανερώνει άνθρωπο λαϊκής τάξης που στερήθηκε την ανώτατη μόρφωση και αναπληρώνει το επονείδιστο γι' αυτόν κενό τσιμπολογώντας πνευματικές απολαύσεις, μεριμνώντας για την εκλέπτυνση του νου και των τρόπων του. Η επιχειρηματολογία του, ωστόσο, μαρτυρεί ότι οι πνευματικές τροφές έχουν μείνει αχώνευτες και ότι δεν επαρκούν για να εξαλείψουν την ανομολόγητη δυσφορία του για τις μείζονες μειονεξίες του, την οικονομική δυσπραγία και την κοινωνική αφάνεια. Ο σκεπτικισμός του, πρόχειρη επίφαση οξύνοιας, αποδεικνύεται επιλεκτικός, ενώ επιπρόσθετα δεν μετριάζει την εγωπάθειά του ούτε θίγει τη συγκαλυμμένη θρησκοληψία του, ίδιον των κατώτερων μορφωτικά και οικονομικά στρωμάτων. Ο μονόλογός του χρωματίζεται από απολογητικές προθέσεις. Σαν να απευθύνεται σ' ένα νοερό δικαστήριο, με τον τόνο κάποιου που πνίγεται από δίκιο, ο σύζυγος της μεθυσμένης γυναίκας εκθέτει το χρονικό του έγγαμου βίου. Η κατάληξη αποκαλύπτεται από τις πρώτες σελίδες. Ο πρωταγωνιστής επιστρέφει στα μικρά σημάδια που πρόλεγαν την αποτυχία της συνύπαρξης και ανασύρει τα αλλοτινά συναισθήματα προκειμένου να κατανοήσει πράξεις που τότε φάνταζαν αυτόματες, αυτονόητες. Παραδόξως, τα παράπονα, οι αμέλειες, οι εκρήξεις και η ανεπίτρεπτη υπομονή του, όλα όσα ανασκαλεύει εν τέλει, φωτίζουν το δικό του πρόσωπο και όχι αυτό της κατηγορουμένης. Στη φωνή του αχνοφέγγει μόνο η παρουσία και επιρροή της γυναίκας. Η ύπαρξή της περιορίζεται στην πυροδότηση των έμφυτων ιδιοσυγκρασιακών του γνωρισμάτων. Η Σταυρακοπούλου επικεντρώνεται στη σκιαγράφηση του άντρα, στοχεύοντας στην ανεπαίσθητη αναίρεση των ισχυρισμών του και τελικά στο ξεγύμνωμά του από κάθε προτέρημα που επικαλείται, όπως η πειθαρχία, η αυτοσυγκράτηση, η μεθοδικότητα. Του αφήνει περιθώριο να μιλήσει, μόνο για να τον εκθέσει. Η λεπτότητα με την οποία η συγγραφέας χειρίζεται την παγίδευση μέχρι την τραγελαφική έκθεση του ήρωά της, ανακόπτει την εύλογη αποστροφή για τις κενοσοφίες του.
Η επιτυχία της Σταυρακοπούλου δεν εξαντλείται στην επιδέξια αποσταθεροποίηση του πρωταγωνιστή. Διττό το επίτευγμά της. Αφ' ενός αποφεύγει να δώσει τον πρώτο λόγο στη γυναίκα, εγχείρημα παρακινδυνευμένο στο μέτρο που απαιτεί την υπόδειξη του σύνθετου, βεβαρημένου ψυχισμού ενός ατόμου κατ' ουσίαν διωκόμενου και ενδόμυχα σε αμυντική στάση, και φυσικά εγχείρημα επίπονο από γλωσσικής πλευράς. Αφ' ετέρου δρασκελίζει το πρόβλημα της αληθοφανούς αναπαράστασης της ανδρικής φωνής με το να φωτογραφίζει έναν χαρακτήρα ιδιόμορφο και ψυχικά ασταθή. Εναν χαρακτήρα αδιόρατα διαταραγμένο και ψυχαναγκαστικό, με δικαιολογημένες παρεκκλίσεις, αμφιθυμίες και ξεσπάσματα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο υπαινικτικός διάλογος μεταξύ των δύο προσώπων. Ενώ παρακολουθούμε την προαναγγελθείσα ρήξη τους, εξελικτικά διαπιστώνουμε εμφανείς συγκλίσεις μεταξύ τους. Ο άντρας τοποθετεί εξαρχής τη γυναίκα στο αντίθετο άκρο από εκείνον και απαριθμεί τις υστερήσεις της. Ξένη, επιρρεπής σε ύποπτες εργασίες, ανοικοκύρευτη, ακοινώνητη, ακαλλιέργητη, αλκοολική, εριστική, αγενής και ο κατάλογος συμπληρώνεται από παραπτώματα της καθημερινότητας. Αλλοτε Αλβανέζα κι άλλοτε Αλβανίδα, η γυναίκα λούζεται άτσαλες προσβολές που δεν εκφέρονται από έναν εκ πεποιθήσεως ρατσιστή αλλά από έναν δυσαρεστημένο σύζυγο. Η καταγωγή της αποτελεί το ευκολότερο έρεισμα του κατηγορητηρίου. Ενας χαρακτηρισμός που δεν μπορεί να ακυρωθεί ούτε όμως και να αγνοηθεί η υβριστική χροιά του. Ωστόσο, ο ξένος γίνεται το κάτοπτρο της ατομικότητας. Η γυναίκα αντικατοπτρίζει όλα όσα ο άντρας προσπαθεί να αποτινάξει και αυτό συνιστά προσβολή ανεπούλωτη. Ο ήρωας, παρά τις επιμελείς προσπάθειές του να διασφαλίσει ένα σεβάσμιο κοινωνικό πρόσωπο, βρίσκεται εγκλωβισμένος σε μια οικογένεια ετοιμόρροπη από τα καμώματα μιας αθεράπευτα ξένης. Το διαζύγιο τον φέρνει σε οικτρή οικονομική κατάσταση και τότε η εξουσία φαίνεται να αλλάζει χέρια. Ακόμα όμως και τότε, στερημένος το σπίτι του, τη δουλειά του και τα δύο παιδιά του, ο ακρογωνιαίος λίθος της υπεροχής του στέκει αμετακίνητος, παρήγορος. Εκείνη παραμένει Αλβανή.
Αποτυχημένη κοινωνικοποίηση
Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη, τιτλοφορημένα «ένταξη» και «αποκλεισμός», ενδεικτικά του κοινωνικού προσανατολισμού της συγγραφέα. Τα στάδια αφορούν στον ίδιο βαθμό αμφότερους τους ήρωες. Αποκομμένοι για διαφορετικές αιτίες από το ευρύτερο περιβάλλον, επιζητούν εναγωνίως την ενσωμάτωσή τους στον κοινωνικό ιστό προκειμένου να ξεφύγουν από την ανασφάλεια της θέσης τους. Η δημιουργία οικογένειας τους προσδίδει κοινωνική θαλπωρή ενώ οι συνέπειες του χωρισμού αποβαίνουν σημαντικές και για τους δύο. Η μεν περικλείνεται στη μειονότητα των μεταναστών, ο δε οπισθοχωρεί στο περιθώριο. Οπως προανέφερα, η Σταυρακοπούλου πλαγίως υπονομεύει τα λεγόμενα του αφηγητή, υποδεικνύοντας εμμέσως την κοινή προέλευση του ζευγαριού. Τετριμμένες διαφωνίες και συνηθισμένοι καβγάδες προηγούνται της σύγκρουσης. Μία από τις αφορμές, η σεξουαλική απροθυμία της συζύγου. Η τολμηρότητα που επισήμανα εισαγωγικά εκδηλώνεται σαφώς και στα σημεία όπου ο αφηγητής με εντυπωσιακή άνεση αναφέρεται στη σεξουαλική του δραστηριότητα. Γενικότερα, η συγγραφέας αναπαριστά με αμεσότητα και με χιούμορ τη συζυγική καθημερινότητα, φροντίζοντας να ενισχύει προοδευτικά την ένταση της βίας. Η αποτυχία της συμβίωσης, συνεπαγόμενη την αποτυχία της κοινωνικοποίησης, ασκεί έντονη ψυχολογική βία στα δύο πρόσωπα, τα οποία την εκτονώνουν ο ένας στην άλλη. Οταν η γυναίκα, περιχαρακωμένη στη βουβή περιφρόνηση, αρχίζει να εξωτερικεύει την επιθετικότητά της με θυμωμένες χειρονομίες που υποκαθιστούν τον χαλαρό ειρμό των φράσεών της, τα αποθέματα της λεκτικής βίας σώνονται. Η κακοποίηση απογυμνώνει και τους δύο. Η Αλβανή, δέκτης των χτυπημάτων και ταυτόχρονα υποκινητής τους, δικαιώνεται ως θύμα και από το σημείο αυτό μπορεί πλέον να φωνάξει τις διεκδικήσεις της. Τα επιχειρήματα του αφηγητή φυλλορροούν, ενώ η ειλικρινής απόγνωσή του απομένει το μοναδικό στοιχείο για την υπεράσπισή του.
Ο αξιοπρόσεκτα λεπτός χειρισμός ενός φαινομενικά απλού θέματος -ενός διαλυμένου γάμου- και η εξάπλωσή του σε πολλαπλά επίπεδα δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αν η συγγραφέας δεν είχε δουλέψει τόσο πολύ πάνω στη γλώσσα του ήρωά της. Γλώσσα προφορική, κοφτή, αναλυτική, απλοϊκή, άκομψη συχνά και ασύντακτη, ένα απολύτως κατατοπιστικό τεκμήριο για την ταυτότητα του κατόχου της και τη συγγραφική δεξιότητα.
Αν προστεθεί και το εξαιρετικό φινάλε της ιστορίας, μάλλον δεν μένει να ειπωθεί τίποτα περισσότερο πέραν του ευνόητου, σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, ότι το πέμπτο κατά σειρά βιβλίο της Σταυρακοπούλου είναι και το γοητευτικότερο της μακράς λογοτεχνικής διαδρομής της.
ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 29/12/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις