0
Your Καλαθι
Ασύμμετροι εταίροι
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ελλάδα στον Ψυχρό Πόλεμο 1953-1961
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Την άνοιξη του 1953, ο έλληνας πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος «προσέφερε» στον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών στρατιωτικές βάσεις «οπουδήποτε στο ελληνικό έδαφος». Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο αμερικανός επιτετραμμένος στην Αθήνα συμπέραινε ότι η ελληνική ηγεσία έπαιρνε σαφείς αποστάσεις από την «κατ' ουσίαν "αμερικανική" πολιτική» των προηγούμενων ετών. Λίγο αργότερα, ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μεμφόταν την αμερικανική πρεσβεία για την αιφνίδια πτώση της κυβέρνησής του. Το καλοκαίρι του 1961, όμως, στα μάτια των Αμερικανών η Ελλάδα έμοιαζε πάλι με «ένα καλό περίστροφο», έτοιμο να «ρίξει» στη μονομαχία Ανατολής-Δύσης. [...]
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις συνιστούν αναμφίβολα σημαντικό κεφάλαιο της μεταπολεμικής μας ιστορίας. Παρά ταύτα, μόνο τα τελευταία χρόνια άρχισαν να αποτελούν αντικείμενο συστηματικής ιστορικής έρευνας. Στις υπάρχουσες μονογραφίες, που αφορούν κυρίως τη δεκαετία του 1960, έρχεται να προστεθεί το ενδιαφέρον βιβλίο του Ιωάννη Στεφανίδη. Η μελέτη βασίζεται κυρίως στο αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών. Η συνεισφορά του βιβλίου του Γιάννη Στεφανίδη μπορεί να εντοπιστεί ειδικά σε δύο σημεία. Πρώτον, εισάγει με επιτυχία τον έλληνα αναγνώστη στις βασικές πτυχές της στρατηγικής σκέψης και σχεδιασμού των Ηνωμένων Πολιτειών τη δεκαετία του '50, δεκαετία κατά την οποία εξελίσσεται κυρίως ο Ψυχρός Πόλεμος. Η διαπραγμάτευση αυτής της πτυχής, βασιζόμενη σε καλή γνώση βιβλιογραφίας και αρχειακού υλικού, συμβάλλει αναμφίβολα στη διαμόρφωση από το ελληνικό κοινό μιας ευρύτερης, διεθνούς και όχι στενά «εθνοκεντρικής», οπτικής στην προσέγγιση διεθνών ζητημάτων τα οποία αφορούν πάντως άμεσα ή έμμεσα την Ελλάδα.
Δεύτερον, αντί να επιδίδεται στην αναζήτηση των επεμβάσεων των Ηνωμένων Πολιτειών στα εσωτερικά της Ελλάδας, προσπαθεί να διερευνήσει τις περιοχές πολιτικού ενδιαφέροντος και τις λύσεις που δόθηκαν στα ζητήματα που απασχόλησαν τις σχέσεις των δύο χωρών. Η αναζήτηση αυτή αποβαίνει καρποφόρα καθώς διερευνά με ψύχραιμο και αμερόληπτο τρόπο θέματα όπως η εγκατάσταση πυρηνικών οπλικών συστημάτων στη χώρα μας, η σύναψη συμφωνίας για την εγκατάσταση αμερικανικών βάσεων στον ελληνικό χώρο, το πρόβλημα της μείωσης της αμερικανικής βοήθειας αλλά και άλλες ειδικές πλευρές των διμερών σχέσεων όπως το εξωτερικό χρέος. Το συμπέρασμα από την ανάγνωση των κεφαλαίων αυτών είναι ότι η ελληνοαμερικανική σχέση δεν ήταν, με εξαίρεση λίγα χρόνια, ομαλή αλλά ταλαιπωρείτο από αποκλίσεις στα συμφέροντα και στην οπτική των δύο πλευρών. Αυτό, αν μη τι άλλο, δείχνει ότι η Ελλάδα και οι ελληνικές κυβερνήσεις, αν και αποτελούσαν τον αδύνατο εταίρο, δεν υπέκυπταν μηχανιστικά σε απαιτήσεις της Ουάσιγκτον αλλά προσπαθούσαν να μεγιστοποιούν τα οφέλη τους και να μειώνουν το κόστος των συναλλαγών τους.
Ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι από τα θέματα που διαπραγματεύεται ο συγγραφέας λείπει το Κυπριακό. Ο συγγραφέας, προσπάθησε, πιστεύω με επιτυχία, να περιγράψει τη δυσμενή επίδραση που είχε στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις η ανακίνηση και εξέλιξη του Κυπριακού την περίοδο 1954-59. Απέφυγε όμως να αναφερθεί στο ίδιο το πρόβλημα εκτιμώντας ότι η βιβλιογραφία της τελευταίας πενταετίας, στην οποία και ο ίδιος έχει συμβάλει, καλύπτει το θέμα ικανοποιητικά. Ενα άλλο στοιχείο που χαρακτηρίζει το βιβλίο του Στεφανίδη είναι η συγκέντρωση της προσοχής του συγγραφέα στις διακρατικές όψεις των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, ενώ η σημασία που αποδίδει στο πλαίσιο της μελέτης του σε θέματα διείσδυσης ή ανάμειξης των Ηνωμένων Πολιτειών στα εσωτερικά της Ελλάδας είναι σαφώς μικρότερη. Χαρακτηριστική από την άποψη αυτή είναι η διαπραγμάτευση από τον συγγραφέα δύο σημαντικών επεισοδίων της ελληνικής πολιτικής ιστορίας τη δεκαετία του '50: του διορισμού στην πρωθυπουργία του Κωνσταντίνου Καραμανλή και της ανατροπής του από την αποχώρηση 15 βουλευτών με επικεφαλής τους Γεώργιο Ράλλη και Παναγή Παπαληγούρα τον Μάρτιο του 1958. Και στις δύο περιπτώσεις ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών αποτελεί θέμα συζήτησης. Για δεκαετίες επικράτησε η αντίληψη ότι η επιλογή του Καραμανλή είχε επιβληθεί από την αμερικανική πρεσβεία προκειμένου να κλείσει γρήγορα το Κυπριακό με τρόπο ευνοϊκό για τα δυτικά στρατηγικά συμφέροντα. Αντιστοίχως η ανατροπή του πιστευόταν ότι είχε οργανωθεί από τον τότε αμερικανό επιτετραμμένο με σκοπό να υποχρεωθεί ο μακεδόνας πολιτικός στον συμβιβασμό, τον οποίο απέφευγε για περισσότερα από δύο χρόνια.
Ο συγγραφέας φαίνεται να υιοθετεί πιο ψύχραιμες προσεγγίσεις που βασίζονται σε πρόσφατες μελέτες των αμερικανικών αρχείων αλλά και στην ερμηνεία του πολιτικού πλαισίου της εποχής. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι για την ανάθεση της εντολής τον Οκτώβριο του 1955, εκτός από τη δεδομένη αμερικανική εκτίμηση για την ικανότητά του, βάρυνε κυρίως η πεποίθηση του βασιλιά Παύλου ότι ο Καραμανλής ήταν ο μόνος πολιτικός που θα μπορούσε να δώσει συνοχή και δυναμισμό στη φθαρμένη πλειοψηφία της Δεξιάς και να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για εκλογική νίκη της συντηρητικής παράταξης, παρά το αντιδυτικό ρεύμα που επικρατούσε στην κοινή γνώμη. Αντιστοίχως, για την προσωρινή ανατροπή του μακεδόνα πολιτικού τον Μάρτιο του 1958 ο Στεφανίδης σημειώνει ότι είναι απίθανο ο επιτετραμμένος να ανέτρεπε τις κατευθυντήριες γραμμές της αμερικανικής πολιτικής όπως τις είχε διαγράψει το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας τον Δεκέμβριο του 1957 και οι οποίες θεωρούσαν τον Καραμανλή τη μόνη διαθέσιμη αξιόπιστη επιλογή για την Ουάσιγκτον. Συμπληρώνει δε ότι ο ίδιος ο επιτετραμμένος, αν και δεν ήταν ικανοποιημένος με την πολιτική του Καραμανλή στο Κυπριακό, δυσφορούσε με την τακτική της αντιπολίτευσης στο ίδιο θέμα. Συνεπώς, σύμφωνα με τον συγγραφέα, δεν προχώρησε σε υπονόμευση της κυβέρνησης Καραμανλή καθώς δεν είχε εξασφαλίσει αξιόπιστη για τους Αμερικανούς εναλλακτική λύση.
Συμπερασματικά από την ανάγνωση του βιβλίου προκύπτει ότι την ελληνοαμερικανική σχέση χαρακτήριζε η «εξάρτηση» του ελάσσονος από τον μείζονα εταίρο, κατάσταση ενδεχομένως φυσιολογική, με δεδομένη την ασύγκριτη διαφορά ισχύος μεταξύ των δύο χωρών. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι οι διάφορες πλευρές των ελληνοαμερικανικών σχέσεων δεν μπορούν να μελετηθούν ψύχραιμα και ορθολογικά και αυτή η διάσταση της ορθολογικής μελέτης καθιστά το βιβλίο του Στεφανίδη ιδιαίτερα χρήσιμο.
Σωτήρης Ριζάς (ερευνητής στο Κέντρο Ερευνας της Ιστορίας της Ακαδημίας Αθηνών)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 12-01-2003
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στις 10 Ιανουρίου του 1957 ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ, απευθυνόμενος με διάγγελμά του στον αμερικανικό λαό, υπογράμμιζε τις αρχές του δικού του δόγματος για τις ΗΠΑ και τον κόσμο. Σημείωνε τότε χαρακτηριστικά ότι τα ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ είναι παγκόσμια, αφού καλύπτουν όλες τις ηπείρους και συνάμα κοινά με όλα τα ελεύθερα έθνη του κόσμου, τονίζοντας επιπλέον ότι αυτή η αλληλεξάρτηση συμφερόντων θα είχε ως προϋπόθεση τον απόλυτο σεβασμό για τα δικαιώματα και την ειρηνική συνύπαρξη όλων των λαών.
Το γνωστό δίλημμα στις διαχρονικές επιλογές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής είναι γι' άλλη μια φορά παρόν και επί προεδρίας Αϊζενχάουερ. Η Αμερική είναι «προορισμένη» να σώσει τον κόσμο, αφού πρώτα όμως πρέπει να τον ελέγξει με κάθε τρόπο και να τον προστατεύσει από το αντίπαλο δέος (τότε τους κομμουνιστές). Στην κοσμογονία που επήλθε μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όπου αυτοκρατορίες έσβησαν, θρόνοι αναποδογύρισαν και νέα έθνη-κράτη έκαναν την εμφάνισή τους στο διεθνές στερέωμα, η Αμερική, σύμφωνα με τον Αϊζενχάουερ, θα έπρεπε να προασπίσει στο πλαίσιο ενός ηθικοπολιτικού δόγματος αξιών και συμφερόντων την παγκόσμια ελευθερία πέρα από τις γεωγραφικές συντεταγμένες και τα εθνικά της συμφέροντα.
Στο πλαίσιο αυτό της συνύπαρξης υψηλών ιδεωδών και ρεαλιστικής πολιτικής έμελλε να κινηθούν και οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις της περιόδου 1953-1961, που πραγματεύεται ο Ι. Στεφανίδης στην τελευταία του μελέτη. Τα «μεγάλα λόγια», αλλά και τα «σκληρά έργα» συνυπάρχουν στην εξέταση της πορείας των δύο «ασύμμετρων εταίρων» μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Και οι δύο πλευρές γνωρίζουν εκ των προτέρων τους κανόνες του παιχνιδιού της «ασυμμετρίας».
Οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται να ελέγχουν πλήρως «τα ελεύθερα έθνη», προκειμένου να αντιμετωπίζουν επιτυχώς το αντίπαλο σοβιετικό στρατόπεδο. Στην περίπτωση της Ελλάδας, παρέχοντας οι ΗΠΑ οικονομική βοήθεια, στρατιωτική στήριξη και πολιτική κάλυψη στις κυβερνήσεις της συντηρητικής παράταξης κι έχοντας συνάμα το Θρόνο και το Στρατό ως θεματοφύλακες του φιλοδυτικού προσανατολισμού της χώρας, εξασφαλίζουν τη συστράτευσή της στον αντικομμουνιστικό πόλεμο. Αντιστρόφως, η ελληνική πλευρά προσπαθεί να καρπωθεί κάθε είδους βοήθεια που θα ενισχύει την κυρίαρχη ιδεολογία στο εσωτερικό της, δείχνοντας έργο στην οικονομία και στην ανάπτυξη της χώρας, αφήνοντας όμως ελεύθερο το πεδίο για τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ στα μεγάλα ζητήματα πολιτικής.
Συνήθως οι κανόνες επιβεβαιώνονται μέσα από τις εξαιρέσεις τους. Ο συγγραφέας δεν είχε μόνο τη δυσκολία να παρουσιάσει αντικειμενικά τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις της συγκεκριμένης περιόδου μέσα από τους κατά το μάλλον ή ήττον αποδεκτούς κανόνες της «ασυμμετρίας» μεγεθών και συμφερόντων, αλλά έπρεπε να αντιπαλέψει επιπλέον το διαχρονικό αξίωμα που συνοδεύει τις σχέσεις Ελλάδας-ΗΠΑ, αυτό δηλαδή της συνωμοσιακής θεώρησης των πραγμάτων. Η αντίφαση του κυπριακού προβλήματος ως προς τους παραπάνω κανόνες είναι ένα μεγάλο ερωτηματικό. Οι «πιστές, υπόδουλες, εξαρτημένες» κυβερνήσεις της εποχής με τα αντίστοιχα πρόσωπα διάλεξαν τη σύγκρουση με τις ηγέτιδες δυτικές δυνάμεις στο θέμα της Κύπρου. Στο «ψυχρό περιβάλλον» της γεωπολιτικής σκακιέρας της δεκαετίας του '50, τα ελληνικά δίκαια στο κυπριακό ζήτημα έμελλαν να συνιστούν μόνιμη αιτία «αναταραχής» στη συμμαχική οικογένεια, που με τη σειρά της προσπαθούσε να τα αντιμετωπίζει μέσω της πολιτικής των ίσων αποστάσεων, προκειμένου να μη θίγονται τα ευρύτερα συμφέροντα των ηγητόρων της Συμμαχίας.
Η μελέτη του Ι. Στεφανίδη έρχεται να επιβεβαιώσει με τον καλύτερο και επιστημονικά τεκμηριωμένο τρόπο τον κοινό τόπο, ότι δηλαδή η άσκηση εξωτερικής πολιτικής είναι συνυφασμένη με το εσωτερικό μέτωπο κάθε χώρας, αναλόγως του μεγέθους της και των στόχων της. Η Αμερική του Αϊζενχάουερ ήθελε να καρπωθεί τα γεωπολιτικά πλεονεκτήματα μετά τον Πόλεμο, αλλά και η κοινή της γνώμη «θύμιζε» με τον τρόπο της στον πρόεδρο τον ιεραποστολικό ρόλο της χώρας. Η Ελλάδα, από την πλευρά της, ταυτιζόμενη πλήρως με τις αμερικανικές επιλογές, έπρεπε να «θρέψει» τα παιδιά της και να τους δώσει μια προοπτική για το μέλλον, χωρίς όμως να αποφύγει τελικά τις πιέσεις στο εσωτερικό της για τα ευαίσθητα ζητήματα του Ελληνισμού. Η υπέρμετρη ασυμμετρία στο εξωτερικό περιβάλλον λειτουργεί αντιστρόφως ανάλογα στο εσωτερικό των κρατών.
Ο συγγραφέας παρουσιάζει με καλογραμμένο τρόπο όλες τις εσωτερικές και εξωτερικές παραμέτρους των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Με την εμπειρία του στην καταγραφή και την ανάλυση των αρχειακών πηγών έρχεται να προσθέσει στην ελληνική βιβλιογραφία άλλη μια μελέτη τεκμηρίωσης των γεγονότων και των δεδομένων της περιόδου που ερευνά. Ο αναγνώστης θα γνωρίσει με κατανοητό τρόπο τα ζητήματα ασφαλείας που αντιμετώπιζε η καθεμιά από τις δύο χώρες, οι ΗΠΑ και η Ελλάδα, σε σχέση με τις τότε εξελίξεις στη διεθνή σκηνή, ενώ ταυτόχρονα θα πληροφορηθεί αναλυτικά για τα συγκεκριμένα «καυτά» ζητήματα των πυρηνικών όπλων, των βάσεων, αλλά και της εξωτερικής βοήθειας. Η ανάγνωση όλων αυτών των θεματικών ενοτήτων γίνεται ακόμα περισσότερο ελκυστική με την παράθεση από το συγγραφέα όλων εκείνων των στοιχείων που αφορούν τα πρόσωπα-πρωταγωνιστές των εξελίξεων μέσα από τις τοποθετήσεις τους και τις αντιπαλότητές τους.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ Δ. ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ (επίκουρος καθηγητής)
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 28/02/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις