0
Your Καλαθι
Οι Αντιγόνες
Ο μύθος της Αντιγόνης στην λογοτεχνία, τις τέχνες και την σκέψη της Εσπερίας
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Στον αστερισμό των επτά σωζόμενων τραγωδιών του Σοφοκλή, η Αντιγόνη θεωρείται το λαμπρότερο αστέρι. Αυτή η υπερβολική, συχνά, εκτίμηση αφορούσε άλλοτε τη μορφή της ηρωίδας, άλλοτε το ίδιο το έργο, άλλοτε έναν ασαφή συνδυασμό και των δύο.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το βιβλίο του Τζορτζ Στάινερ «Οι Αντιγόνες» είναι ένα εντυπωσιακό καλειδοσκόπιο γνώσεων, αναγνώσεων και ερμηνειών, ένας εκπληκτικός συνδυασμός εγκυκλοπαιδικής ευρυμάθειας, κριτικής οξύνοιας, αναλυτικής ικανότητας και στοχαστικού βάθους. Ο Στάινερ επιχειρεί εδώ να βρει απαντήσεις σε ένα κεντρικό ερώτημα: γιατί δεν υπάρχει τέλος για την Αντιγόνη; Γιατί δεν αναπαύεται εν ειρήνη στην αρχαιολογία της σκέψης, αλλά συνεχίζει εδώ και αιώνες να επιβάλλεται και να επανέρχεται στη φαντασία και το στοχασμό της Δύσης; Γιατί διαρκεί ως ζωντανή κληρονομιά στη συλλογική μνήμη και συγκεντρώνει πάντα το ενδιαφέρον και την προτίμηση των ποιητών, των φιλοσόφων, των ψυχολόγων και των καλλιτεχνών;
Το ερώτημα αυτό τίθεται ξανά και ξανά, καθώς ο Στάινερ επισκοπεί και αναλύει τις κυριότερες αναγνώσεις ερμηνείας, μεταφράσεις και αναπαραστάσεις της Αντιγόνης του Σοφοκλή. Ο Χέγκελ, ο Γκέτε, ο Κίρκεγκορ, ο Χέλντερλιν πρότειναν φιλοσοφικές αναγνώσεις και ερμηνείες που αφήνουν τα ίχνη τους στις μεταγενέστερες ή και στις σύγχρονες αναλύσεις του μύθου της Αντιγόνης. Ο πλούτος των ερωτημάτων, που θέτει το έργο του Σοφοκλή, παράγει διαφορετικές απαντήσεις από γενιά σε γενιά και γονιμοποιεί ποικίλες ευαισθησίες. Η συναρπαστική γοητεία της Αντιγόνης και η μεγάλη επίδραση που άσκησε στη σκέψη και στην τέχνη εγείρουν μείζονα πνευματικά ζητήματα, που υπερβαίνουν το πεδίο της φιλολογικής ερμηνείας. Μέσα από το μύθο της Αντιγόνης ενεργοποιείται ο μηχανισμός της «αιώνιας επιστροφής» στις ελληνικές ρίζες και στα μυθικά θεμέλια του πολιτισμού μας.
Στον αρχαιολογικό μύθο ο Στάινερ ανακαλύπτει το αλφάβητο της ανθρώπινης εμπειρίας και μια «γραμματική της σκέψης», χωρίς την οποία είναι αδιανόητη η σύγχρονη φιλοσοφία και ποιητική. Ο μυθικός λόγος έχει εγχαραχθεί στη σημασιολογία της γλώσσα μας και ενοικεί στη θεμελιώδη γραμματική της αντίληψης και των εκφορών μας. «Η αρχή της επιστροφής στις ελληνικές πηγές... που αποτελεί τόσο βασική παρόρμηση στη δυτική λογοτεχνία και σκέψη έχει εμφυτευθεί, τρόπον τινά, ακριβώς κάτω από την επιφάνεια των ομιλιακών ενεργημάτων μας».
Από την άλλη μεριά, η «Αντιγόνη» έχει το μοναδικό χάρισμα να εκφράζει τις κύριες σταθερές, που διέπουν τις εγγενείς στην ανθρώπινη κατάσταση συγκρούσεις: τη σύγκρουση ανάμεσα σε ηθική και πολιτική, ανάμεσα σε άτομο και κοινωνία, την αναμέτρηση ανδρών και γυναικών, ηλικιωμένων και νέων, ζωντανών και νεκρών, ανθρώπων και θεών. Η διαλεκτική των φύλων, των γενεών, της ιδιωτικής συνείδησης και του δημόσιου αγαθού, της ζωής και του θανάτου, του θνητού και του θείου αναπτύσσεται απαράμιλλα μέσα από τη δραματική σύγκρουση της Αντιγόνης με τον Κρέοντα. Και η διαλεκτική αυτή παραμένει ανεξάντλητη, αφού είναι ικανή, πέρα από την αρχική σοφόκλεια διατύπωσή της, να παράγει πολλές ζωντανές παραλλαγές ώς τις μέρες μας.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 18/01/2002
Κριτική:
Η Αντιγόνη στην εποχή των φανατικών θεών
Η «Αντιγόνη» αφορά κατ΄ εξοχήν την Πολιτική και το Κράτος. Και όταν μια παράσταση έχει το «άγγιγμα» του Λευτέρη Βογιατζή και των ηθοποιών της «νέας Σκηνής», είμαστε ως θεατές διατεθειμένοι να ξαναστοχαστούμε τους ήρωες
«ΓΙΑΤΙ ΑΥΤΗ Η ΑΔΙΑΚΟΠΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ
ΜΥΘΩΝ ΣΤΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ;
ΓΙΑΤΙ ΜΙΑ ΔΡΑΚΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΜΥΘΩΝ, ΜΕΤΑΞΥ
ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ,
ΝΑ ΕΠΑΝΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΗ ΣΚΕΨΗ
ΤΟΥ 20ούΑΙΩΝΑ, ΣΕ ΒΑΘΜΟ ΠΟΥ ΝΑ
ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΣΧΕΔΟΝ ΕΜΜΟΝΕΣ ΙΔΕΕΣ;»
Με αυτά τα ερωτήματα ανατρέχει ο George Steiner ( Οι Αντιγόνες, Εκδ. Καλέντης, 2001, σ. 464, αποσπάσματα του οποίου αναπαράγονται στο πρόγραμμα της παράστασης της «νέας Σκηνής» με την επιμέλεια της Ειρήνης Λεβίδη) στις ερμηνείες των μεγάλων στοχαστών της Δύσης που καταπιάστηκαν με τον μύθο της Αντιγόνης. Κανένα πεδίο στοχασμού δεν έμεινε ασυγκίνητο καθώς στην «Αντιγόνη», όπως και στις άλλες σπουδαίες και με τα μείζονα διλήμματα τραγωδίες, παρουσιάζονται αρχετυπικά όλες οι μείζονες αντινομίες της ανθρώπινης κατάστασης για να μείνουν ουσιαστικά άλυτες, χωρίς εύκολους συμβιβασμούς και υπερβάσεις. Και ως διακυβεύματα παραδίδονται στους επόμενους, για να τις ψάξουν στις δικές τους ιστορικές συνθήκες. Η τραγικότητα του νεωτερικού Κράτους: Παρά τις πολλαπλές όμως προσεγγίσεις, η «Αντιγόνη» αφορά κατ΄ εξοχήν την Πολιτική και το Κράτος. Γι΄ αυτό άλλωστε απασχόλησε όσο καμία άλλη την ευρωπαϊκή σκέψη από τη Γαλλική Επανάσταση ώς και όλον τον 19ο αιώνα, για να παραχωρήσει τη θέση της στον Οιδίποδα όταν στις αρχές του 20ού τον έφερε στο επίκεντρο η φροϋδική ψυχανάλυση (ό.π., σ. 25 κ.έ.). Η «Αντιγόνη» θα πάρει νέα ζωή όταν ο θάνατος και οι εκατοντάδες χιλιάδες άταφοι Πολυνείκες των δύο παγκόσμιων πολέμων θα ταράξουν τις συνειδήσεις των Ευρωπαίων. Μετά την ήττα του ναζισμού, πρωτοστατούντος του Μπρεχτ, θα καθιερωθούν οι αντιφασιστικές- αντιστασιακές «Αντιγόνες». Η διαδρομή δείχνει την πολυεδρικότητα, όμως ο σκληρός ερμηνευτικός πυρήνας της «Αντιγόνης» συνδέεται με την εμπειρία και τον ηθικοπολιτικό στοχασμό για το νεωτερικό εκκοσμικευμένο Κράτος το οποίο αναδύθηκε στη Δυτική Ευρώπη και αποκρυσταλλώθηκε με τη Γαλλική Επανάσταση. Η σχέση πολιτικής εξουσίας, θρησκείας και ηθικής σε ένα Κράτος που νομιμοποιείται πλέον χωρίς καταφυγή σε υπερβατικές αρχές, κατέστησαν εξαιρετικά επίκαιρα τα διλήμματα και τις αντινομίες που πραγματεύεται αριστουργηματικά ο Σοφοκλής. Πόσω μάλλον που η πολιτική θεωρία για το νεωτερικό εκκοσμικευμένο Κράτος δεν πήγασε από μια ριζική αντιπαλότητα θεολογικής και πολιτικής σκέψης, αλλά από τη μεταφορά δομών της πρώτης στη δεύτερηαρχής γενομένης από τη «θεϊκά» απόλυτη κυριαρχία που αναγνώρισε η θεωρία στο εθνικό Κράτος εντός των συνόρων του.
Δύο ηθικές επιταγές: Η «Αντιγόνη» μιλά για την Πολιτική και το Κράτος σε φάση ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού, οπότε αλλάζουν οι σχέσεις και οι συλλογικές αντιλήψεις των ανθρώπων για την εξουσία, την κοινωνία, τα φύλα. Τέτοια ήταν η εποχή που πρωτοεμφανίστηκε, τέτοια είναι και η εποχή μας. Για τούτο ως θεατές είμαστε συνειδητά ή ασυναίσθητα διατεθειμένοι να «ξαφνιαστούμε» από το κείμενο και την παράσταση, να δεχτούμε τις αλλαγές των ισορροπιών, να ξαναστοχαστούμε τους ήρωες. Έτσι κι αλλιώς έχει παρέλθει η εποχή των αποθεωτικών παραδοσιακών ερμηνειών που έβλεπαν στην Αντιγόνη την ενσάρκωση όλων των αρετών. Όπως έχει παρέλθει και η εποχή της «αντιφασιστικής Αντιγόνης» που χειροκροτούσαμε χρόνια πριν, όταν αντιστεκόταν στον Κρέοντα- δικτάτορα (Χίτλερ ή Παπαδόπουλο, αδιάφορο). Και σε κάθε περίπτωση, «το δράμα γεννιέται και ξαναγεννιέται μέσα στην παράσταση», όπως σημειώνει ο Steiner. Πόσω μάλλον όταν η παράσταση έχει το «άγγιγμα» του Λευτέρη Βογιατζή και των ηθοποιών της «νέας Σκηνής». Τότε αφήνεσαι με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη.
Θεατές λοιπόν της «Αντιγόνης» στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, της αποδυνάμωσης του νεωτερικού Κράτους, της κρίση της εθνικής δημοκρατικής πολιτικής, της ενδυνάμωσης του θρησκευτικού φονταμενταλισμού και των μαχητικών πολιτισμικών «μερικοτήτων». Στην εποχή που η Αντιγόνη ισχυροποιείται και ο Κρέων αποδυναμώνεται. Σε αυτή την παγκόσμια σκηνή η «Αντιγόνη» μοιάζει να προτάσσει και να επικαιροποιεί τον σκληρό ερμηνευτικό πυρήνα της. Τα διλήμματα της νομιμοποίησης του Κράτους σε μια εποχή που η εκκοσμικευμένη εθνική κυριαρχία και η αυτονομία της πολιτικής με την εκδοχή που έλαβε στη Δύση υφίσταται προκλήσεις ακόμα και μέσα στις ίδιες τις δυτικές κοινωνίες. Πόσω μάλλον σε άλλες περιοχές, όπου η σχέση Κράτουςθρησκείας και πολιτισμού πήρε διαφορετικούς ιστορικούς δρόμους. Καθώς αποδιαρθρώνεται το δίπολο Κράτους- κοινωνίας πολιτών που το εθνικό Κράτος είχε συνδέσει συμπαγώς, τα διλήμματα εκδηλώνονται και στους δύο πόλους.
Η «Αντιγόνη» μιλά και για τους δύο, καθώς έχει δύο πρωταγωνιστές. Κατά μια ερμηνευτική παράδοση που κρατάει από τον Χέγκελ, έχει πράγματι αναγνωριστεί η ισότιμη τραγικότητα των δύο κεντρικών προσώπων. Δεν πρόκειται για αντιπαράθεση μιας ηθικής στάσης (Αντιγόνη) έναντι του κυνικού raison d΄ tat (Κρέων). Οι δύο λόγοι (discourses) εκφράζουν μια διαφορετική αλλά εξίσου ηθική αναζήτηση νομιμοποίησης της Πολιτείας και ρύθμισης των σχέσεων Κράτους- κοινωνίας πολιτών.
Η Αντιγόνη χρειάζεται τη μεταπολιτική ηθικότητα που θεμελιώνεται σε «θεϊκούς» νόμους, παραδομένους από τα βάθη του χρόνου. Ο Κρέων αναζητά την ηθική στην ίδια την πράξη σύνταξης της Πολιτείας, στο μέτρο που θέτει τέρμα στη ζωώδη «φυσική κατάσταση» του πολέμου όλων εναντίον όλων. Άλλωστε το νεωτερικό εκκοσμικευμένο Κράτος δεν περιορίστηκε ποτέ σε μια απογυμνωμένη αντίληψη της ισχύος που αυτονομιμοποιείται. Παρήγαγε τον δικό του ηθικό λόγο, αντλώντας παράλληλα ηθικοπολιτική νομιμοποίηση και από άλλες πηγές, όπως οι θρησκείες.
Η επιστροφή του ιερού: Δύο ηθικοπολιτικοί λόγοι λοιπόν, οι οποίοι βρίσκονται και πάλι σε ένταση καθένας μόνος του αλλά και μεταξύ τους, καθώς ο κοινωνικός μετασχηματισμός μεταλλάσσει την ιστορικά παγιωμένη άρθρωσή τους. Η ίδια η παράσταση, διαισθητικά ίσως μέσα από τις εμπνεύσεις και τις αστοχίες της, ανέδειξε τις νέες εντάσεις και μεγέθυνε την τραγικότητα, την ανασφάλεια και την ταπείνωση που υφίσταται ή μπορεί να υποστεί η πολιτική εξουσία όταν έλθει σε σύγκρουση ή χάσει τη νομιμοποίησή της έναντι ισχυρών πολιτισμικών/ θρησκευτικών ταυτοτήτων. Γιατί μία από τις σύγχρονες εντάσεις πηγάζει από τη νέα πολιτικοποίηση των πολιτισμικών ταυτοτήτων με τρόπους που αμφισβητούν την επιτευχθείσα κρατική νομιμοποίηση.
Πράγματι, το εκκοσμικευμένο νεωτερικό Κράτος δεν έπαψε να ποντάρει στην αγαθοποιό και σταθεροποιητική λειτουργία που μπορούσε να ασκήσει η παράδοση και η θρησκεία ως παραγωγοί ηθικών κωδίκων συμπεριφοράς. Ακόμα και οι Διαφωτιστές που συγκρότησαν κατά παραδειγματικό τρόπο τον μαχητικό λόγο της laϊcit, αναγνώριζαν συνήθως τη σημασία ενός Θεού αμέτοχου μεν στις πολιτικές υποθέσεις, εγγυητή όμως ενός συστήματος ηθικής που θα κανόνιζε τη συμπεριφορά των χαμηλών πρωτίστως στρωμάτων. Κατά μείζονα λόγο, η συντηρητική σκέψη στήριξε τις ελπίδες της σε αυτές τις λειτουργίες. Μόλις στη δεκαετία του ΄70, ήλπιζε στην «επιστροφή του ιερού», στην επανισχυροποίηση του θρησκευτικού συναισθήματος, το οποίο θα έβαζε φρένο και θα πειθαρχούσε την «έκλυτη» αριστερή δεκαετία του ΄60.
Απαξιωμένη πολιτική και ύβρις
Κατά ένα βαθμό η «επιστροφή του ιερού» συνέβη, παίρνει όμως άλλες μορφές μερικές από τις οποίες αποδεικνύονται ελάχιστα αγαθές και εξισορροπητικές. Πόσω μάλλον που βρίσκουν απέναντί τους μια απαξιωμένη Πολιτική που δεν μπορεί να πείσει για τη δική της αυτοτελή ηθική υπόσταση. Σαν οι θεοί να επέστρεψαν φανατικοί και αδιάλλακτοι έναντι της ανοχής και του συμβιβασμού που έμαθε να καλλιεργεί με φρόνηση η Πολιτεία. Σαν να θέλουν να συνθλίψουν έναν ασθενή πλέον Κρέοντα, όχι για την τυραννική εξουσία του, αλλά για την «ύβρι» του εκκοσμικευμένου αυτονομιμοποιημένου Κράτους που ενσαρκώνει. Ακόμα και στη Δύση τα διλήμματα επανέρχονται καθώς η περίφημη laϊcit γίνεται ξανά έννοια προβληματική δεδομένης της πολυπολιτισμικής σύνθεσης των κοινωνιών μας. Πόσω μάλλον εκτός Ευρώπης, όπου η σχέση του «θεϊκού» και του «ανθρώπινου» νόμου αρθρώθηκαν διαφορετικά. Με πιο ακραία μορφή τον μεσανατολικό χώρο του Ισλάμ, όπου στο διάστημα μόλις μισού αιώνα γνώρισε αρχικά την «από τα πάνω» επιβολή της εκκοσμίκευσης ως συστατικό στοιχείο του εκσυγχρονισμού/ εκδυτικισμού, και σήμερα την πολεμική επιστροφή στον θρησκευτικό φονταμενταλισμό. Σαν εκεί να συγκρούστηκαν (και να συγκρούονται) ένας αιμοσταγής τυραννικός Κρέων με μια ένοπλη Αντιγόνη «μάρτυρα».
Μήπως όμως εδώ βρίσκεται το πιο επίκαιρο ερώτημα της τραγωδίας; Μήπως η τραγικότητα της «Αντιγόνης» του 21ου αιώνα φωλιάζει στη διαλεκτική ένταση μεταξύ της «ευρωπαϊκής ιδιαιτερότητας» που λύθηκε υπέρ του ανεκτικού εκκοσμικευμένου Κράτους και των διαφορετικών ηθικοπολιτικών επιταγών των «άλλων πολιτισμών»; Μήπως πεδίο εκδήλωσης αυτής της διαλεκτικής είναι σήμερα όλος ο Κόσμος; Μήπως η φρόνηση που χαρίζει την «εύνοια των ουρανών» ταυτίζεται με τον διάλογο μεταξύ των παραδομένων νόμων του καθενός, «θεϊκών» και ανθρώπινων; Το σίγουρο πάντως είναι ότι η «Αντιγόνη» συνεχίζει το ταξίδι της. Στις νέες συνθήκες της παγκοσμιοποίησης και της αναστοχαστικής Νεωτερικότητας.
Γιάννης Βούλγαρης, Τα Νέα, 4/8/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις