0
Your Καλαθι
Το φτερό και το χώμα
Διηγήματα
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Δώδεκα διηγήματα με σταθερούς άξονες: από τη μια, τον έρωτα κι ό,τι μας δίνει φτερά, κι από την άλλη, το θάνατο κι ό,τι μας βαραθρώνει. Όλα μαζί, κοιταγμένα στο σύνολό τους, κινούνται σ' ένα μεταίχμιο: ανάμεσα στο παλιό και στο σύγχρονο, στο παρόν και στο παρελθόν, στο αστικό και στο φυσικό περιβάλλον, στην επαρχία και στην Αθήνα, με τύπους και χαρακτήρες απ' όλα τα κοινωνικά στρώματα, συνδυάζοντας τον συμβολισμό και την ποιητική διάθεση με τον ρεαλισμό, το παράδοξο και το ασυνήθιστο, που εισβάλλει κάθε τόσο μέσα στην καθημερινότητα, με την ειρωνεία, τη σάτιρα και τον σαρκασμό.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο πεζογράφος, κι αυτός συστατικό στοιχείο του τρισυπόστατου Κ. Στεργιόπουλου, επανεμφανίζεται μετά μισό αιώνα σιγής, όταν τη λογοτεχνική σκηνή έχουν καταλάβει ο ποιητής και ο κριτικός, αενάως ερίζοντες για την πρωτοκαθεδρία. Και όμως στα τέλη της Κατοχής ο πεζογράφος παρουσιάζεται στις σελίδες της «Νέας Εστίας», με καθυστέρηση ολίγων μόνο μηνών, μετά τον ποιητή. Τον Σεπτέμβριο του 1943 δημοσιεύεται το ποίημα «Κι αν τα δάκρυα...», τον Ιούνιο του 1944 το διήγημα «Καμπάνες του δειλινού», τον Δεκέμβριο του 1944, πάντα στη «Νέα Εστία», το κείμενο «Κοντά στον Αγρα», εν μέσω νεκρολογιών για τον 45χρονο, πρόσφατα τότε θανόντα. Από αυτές τις θλιμμένες αναμνήσεις του Κ. Στεργιόπουλου συμπεραίνουμε ότι η παρθενική εμφάνισή του στα Γράμματα θα πρέπει να έγινε με ένα πρώτο βιβλίο, την ποιητική συλλογή Χινοπωρινά, που φέρνει στον Τέλλο Αγρα, τον Ιούλιο του 1943, σε μια πρώτη επίσκεψη στο σπίτι του και για το οποίο εκείνος γράφει κριτική, τον ίδιο Σεπτέμβριο, στο περιοδικό «Καλλιτεχνικά Νέα». Οπως και αν έχει, το βιογραφικό του συγγραφέα παρακάμπτει την εν λόγω ποιητική συλλογή και ως πρώτο βιβλίο αναγνωρίζεται η συλλογή διηγημάτων Πρώτοι αποχωρισμοί του 1947: επτά διηγήματα, μεταξύ αυτών και το πρώτο δημοσιευμένο στη «Νέα Εστία». Ακολουθεί το 1952 το μυθιστόρημα Η κλειστή ζωή, ενώ το πρώτο ποιητικό βιβλίο αργεί, μόλις το 1955. Από τότε όμως και ύστερα επικρατούν τα ποιητικά (δέκα συνολικά συν δύο συγκεντρωτικές εκδόσεις) εναλλάξ με κριτικές φιλολογικές εργασίες, εστιασμένες στην ποίηση, με πρώτη τη βραβευμένη για τον Τ. Αγρα, και την τελευταία εικοσαετία συναγωγές κριτικών και δοκιμίων, όπου ήδη, Περιδιαβάζοντας, έχουν συμπληρωθεί πέντε τόμοι, σχεδόν ισοκατανεμημένοι μεταξύ ποίησης και πεζογραφίας.
Στα ενδιάμεσα 50 χρόνια διηγήματα του Κ. Στεργιόπουλου θα πρέπει να δημοσιεύονται σκόρπια σε λογοτεχνικά έντυπα. Αν μεταξύ αυτών είναι και ορισμένα της πρόσφατης συλλογής, παραμένει ζητούμενο, μια και ούτε βιβλιογραφία Κ. Στεργιόπουλου έχει συνταχθεί ούτε αφιέρωμα περιοδικού εντοπίζεται. Φαίνεται ότι πολλοί της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους ύστερα από ορισμένους νεότερους ως και νεότατους. Μακρηγορούμε, όταν η πρόσφατη, δεύτερη συλλογή διηγημάτων του δεν χρειάζεται τα δεκανίκια ούτε του καταξιωμένου ποιητή ούτε του μέχρις υπερβολής ακριβούς γραμματολόγου (κατά διατύπωση του Δ. Δασκαλόπουλου).
Δώδεκα ιστορίες που ταλαντώνονται ανάμεσα στην Αθήνα και σε ένα νησί του Αιγαίου, γενέθλιο τόπο στις περισσότερες του αφηγητή, που δεν κατονομάζεται. Η Ανδρος των πρώτων διηγημάτων και του μυθιστορήματος θα ταίριαζε στις τοπογραφικές λεπτομέρειες που δίνονται. Μόνο που τώρα ο αφηγητής δεν είναι πια παιδί ούτε έφηβος. Εκτός ενός διηγήματος, τοποθετημένου τον καιρό του Εμφυλίου, με τον αφηγητή 22 ετών, απόφοιτο, μόλις στρατευμένο, τα υπόλοιπα στρέφονται γύρω από έναν ώριμο άντρα, συναισθηματικά σε εκκρεμότητα ανάμεσα στο παρόν και σε κάποιες παλαιές ιστορίες.
Ως ποιητής και κριτικός ο Κ. Στεργιόπουλος έχει πολλαπλώς βραβευθεί, ως πεζογράφος ήταν υποψήφιος με το μυθιστόρημά του, το 1952, για το βραβείο της Ομάδας των Δώδεκα, αλλά μειοψήφησε. Ωστόσο η κριτική επιτροπή είχε αποφανθεί ότι πρόκειται για ενδιαφέρον βιβλίο ενός νέου με δυνατό ταλέντο, ενταγμένο στη λυρική πεζογραφία. Αν και τα καινούργια διηγήματα απομακρύνονται από τις παλαιότερες εμμονές, ορισμένα προσφιλή θέματα της λυρικής πεζογραφίας, όπως ο χωρισμός ή ένας άτυχος έρωτας, επανέρχονται. Στην πρόσφατη όμως συλλογή τα περιγράμματα γίνονται σαφή και ευδιάκριτα, σκιαγραφούνται χαρακτήρες και υπάρχει μύθος. Το νησί επέχει τη θέση του προνομιούχου τόπου σε αντίστιξη προς την Αθήνα και όχι αφορμή για ηθογράφημα.
Το δίπολο Ερως και Χάρος του σολωμικού εξάστιχου που επιλέγεται ως μότο αποδεικνύεται ανισοβαρές γέρνοντας προς τον θάνατο. Οπως άλλωστε προϊδεάζει και ο τίτλος· ανίσχυρο ένα φτερό, στέρεο και πολύσημο το χώμα, δηλώνει από τον τόπο προέλευσης ως τον χώρο της ταφής. Παρ' όλα αυτά, ο πυρήνας στα περισσότερα διηγήματα είναι ένα ερωτικό συναπάντημα που μένει σαν μετέωρο, ως επί το πλείστον σε έναν παρελθόντα χρόνο. Αλλά και ο θάνατος δεν βαραίνει, όπως συνοδεύεται από ένα επιμύθιο, άλλοτε ειρωνικό και άλλοτε στοχαστικό. Τα διηγήματα θα χαρακτηρίζονταν μάλλον ψυχολογικά παρά κοινωνικά, με υφέρπουσα την υπαρξιακή αγωνία.
Εκείνο όμως που κατ' εξοχήν διακρίνει τα διηγήματα του Κ. Στεργιόπουλου είναι η ποιητική υποβολή των περιγραφών, όπου η φύση γίνεται πολύτιμη πηγή εικόνων και μεταφορών και προς περαιτέρω ανάδειξη των ηρώων. Η πλοκή μιας ιστορίας φαίνεται επουσιώδης σε σχέση με την ατμόσφαιρα που κυριαρχεί. Τα εντελέστερα διηγήματα δεν αφηγούνται κάποια περιστατικά αλλά αποτυπώνουν ψυχικές διαθέσεις.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ , 23-12-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Πεζογραφία, ποίηση, κριτική, μελέτη: σε όλα έχει δοκιμαστεί με εξίσου αξιοπρόσεκτα αποτελέσματα ο Κώστας Στεργιόπουλος, ο οποίος παρουσιάζει τώρα τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του (η πρώτη κυκλοφόρησε το 1947 υπό τον τίτλο «Πρώτοι αποχωρισμοί»). Οπως ο ίδιος σημειώνει στο οπισθόφυλλο του τόμου, και τα δώδεκα κομμάτια του βασίζονται σε δύο σταθερούς άξονες: από τη μια πλευρά είναι ο έρωτας κι ό,τι μας δίνει φτερά κι από την άλλη ο θάνατος κι ό,τι μας βαραθρώνει. Θα έλεγα ότι όντως περί αυτού πρόκειται. Ανθρωποι ερωτεύονται και άνθρωποι πεθαίνουν κάθε τόσο, κάποτε χωρίς σχεδόν κανένας να τους πάρει είδηση, στις σελίδες του βιβλίου του Στεργιόπουλου, που δίνει στην καθημερινότητα τον πρώτο αν όχι και τον αποκλειστικό λόγο.
Ποιοι ακριβώς πρωταγωνιστούν στο «Φτερό και το χώμα»; Μοναχικοί άντρες και εσωστρεφείς γυναίκες που προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα με τη μεγάλη πίεση των συναισθημάτων τους, πρόσωπα που βυθίζονται στη μνήμη τους για να ταξιδέψουν με μελαγχολία στην παιδική και την εφηβική ηλικία τους ή για να τιμήσουν αγαπημένους τους οι οποίοι έφυγαν ξαφνικά και άδικα, χαμένοι από χρόνια που συναντιούνται απρόσμενα χωρίς να μπορούν να ξαναβρούν τη θέρμη της παλιάς γνωριμίας τους, ερωτοχτυπημένοι που πιάνονται ανύποπτοι σε καλοστημένες παγίδες, καθώς και σύζυγοι που ζουν με αγωνία ή με ανακούφιση (ανάλογα με τη μεριά στην οποία στέκει ο καθένας) την απιστία και την επικείμενη εγκατάλειψη. Αξίζει τον κόπο να σημειώσουμε πως προσφιλής στον Στεργιόπουλο είναι και η δημιουργία ορισμένων παράδοξων καταστάσεων, που μένουν επίτηδες ώς το τέρμα εκκρεμείς και ανεπίλυτες.
Από το τώρα στο πριν
Ο συγγραφέας δεν μας λέει πότε γράφτηκαν τα διηγήματά του, αλλά η αίσθηση που έχει κανείς διαβάζοντας «Το φτερό και το χώμα» είναι πως ο αφηγητής (άλλοτε πρωτοπρόσωπος κι άλλοτε τριτοπρόσωπος) μας πετάει κάθε τόσο στο παρελθόν. Κι αν κάνω λόγο για αίσθηση, τούτο είναι επειδή τίποτε σχετικό δεν δηλώνεται ρητώς και με σαφήνεια. Κάτι απλώς από τις χειρονομίες, το ντύσιμο και τις συνήθειες των πρωταγωνιστών ή από τον τρόπο και το περιβάλλον των συναναστροφών τους μας κάνει πολύ συχνά να νιώθουμε πως έχουμε ξαφνικά (και με έναν ιδιαίτερα επιδέξιο τρόπο) μεταφερθεί σε άλλη εποχή - στις δεκαετίες του '50 και του '60, επί παραδείγματι, όπου και τα χρόνια της νιότης ή της πρώτης ωριμότητας του Στεργιόπουλου. Το στοιχείο αυτό είναι φανερό σε όλα τα κομμάτια της συλλογής και αποτελεί το κυριότερο, ίσως, χαρακτηριστικό της. Θα χρειαστεί, ωστόσο, να διευκρινίσω περαιτέρω τι εννοώ. Δεν υποστηρίζω πως τα διηγήματα του Στεργιόπουλου μας έρχονται απευθείας από το παρελθόν, σαν κείμενα που βγαίνουν κάποια στιγμή από κλειστά επί μεγάλο χρονικό διάστημα συρτάρια ή σαν δείγματα μιας γραφής με παλαιική και κάπως ξεπερασμένη συμπεριφορά. Εκείνο που προσπαθώ να πω είναι πως ο συγγραφέας σκηνοθετεί και, ακόμη περισσότερο, επινοεί την παρελθοντική ατμόσφαιρα του βιβλίου του. Η μακρά κριτική συναναστροφή του με το συμβολισμό, όπως και η παράλληλη θητεία του στην ποίηση του προσφέρουν την ευχέρεια για ένα υποβλητικό και πολύ διακριτικό παιχνίδι με το χρόνο. Και η μέθοδός του προκειμένου να φέρει εις πέρας ένα τέτοιο παιχνίδι δεν είναι άλλη από τη μέθοδο του υπονοούμενου και της σιωπής. Τα κενά που αφήνει ενσυνείδητα σε διάφορα σημεία του μύθου και της πλοκής του ο συγγραφέας, καλείται να συμπληρώσει με δική του πρωτοβουλία, ενεργοποιώντας τη φαντασία, αλλά και την προσωπική του ευαισθησία, ο αναγνώστης. Και στην ανάπτυξη αυτής της αμφίδρομης σχέσης η πατίνα του χρόνου προλαβαίνει να κάνει μια χαρά τη δουλειά της, προκαλώντας μας ένα έντονο αίσθημα μετεωρισμού ανάμεσα στο τώρα και το πριν - ένα αίσθημα που φιλοδωρεί «Το Φτερό και το χώμα» με την κυριότερη αρετή του. Το κλίμα της υποβολής διατρέχει άλλωστε ολόκληρο το βιβλίο, δημιουργώντας ενίοτε κι ένα καθεστώς συγκρατημένου ή ειρωνικά σκιτσαρισμένου παραλογισμού.
Τι ξεχωρίζει
Από τα δώδεκα κομμάτια της συλλογής σπεύδω οπωσδήποτε να ξεχωρίσω τη «Θάλασσα» (για τη συμπύκνωση μιας ολόκληρης ζωής σε μια πικρή φέτα του προσωρινού και του εφήμερου), το «Περιβόλι» (για τη μαεστρική αντίστιξη της αλεγρίας και του καραδοκούντος θανάτου), το «Μέσα στον καθρέφτη» (για την ωραία ζωγραφισμένη υπερηφάνεια της μοναξιάς του κεντρικού ήρωα), το «Για φωλιές πουλιών» (για την εξαιρετικά προσεγμένη ισορροπία της δραματουργίας του), τα «Σκουλαρίκια» (για την αισθησιακή, αλλά κάθε άλλο παρά κραυγαλέα αναδρομή της μνήμης) και, τέλος, τον «Τελευταίο γυρισμό», τη «Μαγδαλένα», τις «Σφήγκες» και την «Ιθάκη» (για τη λειτουργική εμφάνιση του ανοίκειου και τις τόσο αποτελεσματικά εικονογραφημένες παραξενιές της τύχης).
Κλείνοντας, δεν θέλω να παραλείψω και μια άλλη διάσταση της διηγηματογραφίας του Στεργιόπουλου. Τα βήμα προς βήμα στιλιζαρισμένα κείμενά του δεν κλείνουν ποτέ (ακόμη κι εκείνα που καταγίνονται με το θάνατο) με οριστικό τρόπο την ιστορία τους. Τα πράγματα στο «Φτερό και το χώμα» μένουν πάντα ανοιχτά - σε μια δεύτερη ερμηνεία, σε μια άλλη εκδοχή, σ' έναν ύστερο τόνο. Ολα μπορεί να συμβούν έτσι μα και αλλιώς, σ' ένα αδιάκοπα ρευστό και μεταβαλλόμενο τοπίο. Η υποκειμενική διάθεση του συμβολισμού είναι για άλλη μια φορά εδώ και σφραγίζει με το μισο-φωτισμένο μισο- σκιασμένο λόγο της ολόκληρο τον αφηγηματικό κόσμο του Στεργιόπουλου.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 22/03/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις