0
Your Καλαθι
Η γερμανική εξωτερική πολιτική 1945-2005
Από την εξάρτηση στην αυτονομία
Περιγραφή
Εκκινώντας από συνθήκες απόλυτης οικονομικής και πολιτικής χρεοκοπίας, στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η Γερμανία κατόρθωσε σταδιακά μέσα σε διάστημα 45 περίπου χρόνων να υλοποιήσει τους βασικότερους εθνικούς της στόχους. Σήμερα διεκδικεί μια προεξάρχουσα θέση στο παγκόσμιο διεθνές σύστημα, επιδίωξη που αντανακλάται στη διεκδίκηση μιας μόνιμης θέσης στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, μια θέση στην ομάδα των χωρών δηλαδή που καθιερώθηκαν ως μεγάλες δυνάμεις μέσα από την αντιπαράθεσή τους με τη ναζιστική Γερμανία.
Προκειμένου, βέβαια, να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί, το γερμανικό κράτος χρειάστηκε να στραφεί εναντίον του ίδιου του εαυτού του. Αναγκάστηκε να ταχθεί για δεκαετίες υπό καθεστώς πολιτικής εξάρτησης από τις ΗΠΑ, οργανώνοντας τη δράση του μακριά από το ενδιαφέρον της παγκόσμιας κοινότητας, ευνοώντας πολυμερείς συσχετισμούς και συλλογικές πρακτικές και ευνουχίζοντας πολλές φορές τη δυναμική της γερμανικής κοινωνίας.[...]
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το βιβλίο του Α. Στεργίου αναφέρεται στον οικονομικό και το διεθνοπολιτικό ρόλο της Γερμανίας στην ψυχροπολεμική και τη μεταψυχροπολεμική εποχή. Ο συγγραφέας εξετάζει το πώς σταδιακά οικοδομήθηκαν αυτοί οι ρόλοι από την ίδρυση της ΟΔΓ έως την Επανένωση των δύο Γερμανιών και από τότε έως σήμερα.
Στο βιβλίο δεν ακολουθείται μια γεγονοτολογική παράθεση ιστορικο-πολιτικών συμβάντων. Αντιθέτως, ο συγγραφέας εντάσσει τις αναλύσεις του στο κονστρουκτιβιστικό θεωρητικό πλαίσιο. Η επιλογή αυτή του επιτρέπει να μεταθέτει την ανάλυσή του από τις κυρίαρχες στη μελέτη των διεθνών σχέσεων διαχρονικές-αιτιοκρατικές θεωρήσεις σε διυποκειμενικές-ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Οι προσεγγίσεις αυτές εξετάζουν πώς οι πεποιθήσεις, τα σύνδρομα, η πρόσληψη του παρελθόντος και η ιστορική μνήμη επηρεάζουν τις διεθνείς σχέσεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης αποτελούν οι αμερικανικο-γερμανικές σχέσεις, στις οποίες ο Στεργίου αναφέρεται διεξοδικά. Στην επίσημη πρόσληψη της γερμανικής ιστορίας, οι Αμερικανοί αποτελούν τους απελευθερωτές του έθνους, που ήταν υπό την κατοχή των ναζί. Αποτελούν τους προστάτες του κράτους, εφόσον επέβαλαν τη συγκρότηση και συνέβαλαν στην ανάπτυξή του. Οι προσλαμβάνουσες αυτές συνέτειναν ώστε οι Γερμανοί να αποδεχτούν την ταύτιση των συμφερόντων τους με το αμερικανικό συμφέρον και να εσωτερικεύσουν την ταύτιση αυτή υιοθετώντας τη λογική του «αυτοπεριορισμού» στην εξωτερική πολιτική. Ο συγγραφέας αναλύει τα στοιχεία αυτής της ιστορικής κατασκευής. Στη συνέχεια, τα προβάλλει στις επιδιώξεις και τα συμφέροντα των Αμερικανών για τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης και αναπτυγμένης Γερμανίας, για να εξηγήσει τις φιλοατλαντικές επιλογές της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής.
Πώς κατορθώνει η Γερμανία να επιτυγχάνει τη διαλεκτική σχέση μεταξύ της οικονομικής της ανάπτυξης και της αναβάθμισής της στο διεθνές πολιτικό σύστημα; Η απάντηση του Στεργίου είναι η εξής: Οι συνέπειες του πολέμου και η απώλεια πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος δημιούργησαν «ένα ιδιαίτερα περιοριστικό πλαίσιο δράσης της εξωτερικής πολιτικής» στη Γερμανία. Ωστόσο, η οικονομική ανάπτυξή της, σε συνδυασμό με τα δεδομένα που επέβαλε ο Ψυχρός Πόλεμος, λειτούργησαν ευεργετικά στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής, με αποτέλεσμα την επιβολή της ως ισχυρής δύναμης στον κόσμο. Η οικονομική ανάπτυξη και η εξωστρέφεια της γερμανικής οικονομίας την επιβάλλουν ως οικονομικό εταίρο των άλλων κρατών, που προάγουν τις οικονομικές σχέσεις μαζί της και, δι' αυτού του τρόπου, προάγουν και τις πολιτικές σχέσεις μαζί της. Η οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας γίνεται το όχημα για την επιστροφή της στη διεθνή σκηνή την ψυχροπολεμική εποχή.
Η στρατηγική ικανότητα της Γερμανίας να επιβάλλεται στο διεθνές στερέωμα έχει υποχωρήσει σημαντικά ενώπιον των προκλήσεων της παγκοσμιοποίησης, παρατηρεί ο συγγραφέας. Η Γερμανία βρίσκεται σε αναζήτηση μιας άλλης στρατηγικής και σε ό,τι αφορά τις διεθνείς και σε ό,τι αφορά τις οικονομικές σχέσεις της. Σε ό,τι αφορά τις διεθνείς σχέσεις της, ένας «γερμανικός δρόμος» είναι το ζητούμενο. Η αναγκαιότητα αυτή συγκεκριμενοποιήθηκε στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2002, όταν η διαγραφόμενη ήττα των Σοσιαλδημοκρατών έγινε αφορμή για την αναζήτηση μιας νέας εξωτερικής πολιτικής, πιο αυτόνομης έναντι των Αμερικανών. Σε ό,τι αφορά τις οικονομικές σχέσεις της, η Γερμανία αναζητά ένα νέο οικονομικό μοντέλο για τη μετάβαση από μια «κοινωνική οικονομία της αγοράς» σε μια «εκδοχή ανταγωνιστικού καπιταλισμού». Ομως, στη μεταψυχροπολεμική εποχή η Γερμανία εμφανίζει αστάθεια και δεν έχει θέσει σαφείς προτεραιότητες μεταξύ εθνοκεντρισμού, ευρωκεντρισμού και του παραδοσιακού φιλοατλαντισμού της.
Η «ατελής αφομοίωση» της Γερμανίας στο διεθνές περιβάλλον δεν φανερώνει μόνο δυσκολίες του οικονομικού της συστήματος, αλλά δομικές δυσκολίες του πολιτικού της συστήματος. Η πολυεπίπεδη δομή του πολιτικού της συστήματος, με τις διαπλεκόμενες συνεπιδράσεις των διαφόρων επιπέδων του (κεντρική κυβέρνηση, ομόσπονδα κρατίδια, Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο κ.ά.), εμποδίζουν την προσαρμογή του μοντέλου Γερμανία στην πραγματικότητα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Η νέα πραγματικότητα απαιτεί ευελιξία, ενώ στη Γερμανία υπάρχει υπερβολική ρύθμιση στην αγορά εργασίας, στον τομέα της παραγωγής, των επενδύσεων κ.λπ. Η νέα πραγματικότητα απαιτεί διαφάνεια και υπευθυνότητα, ενώ στο μοντέλο Γερμανία υπάρχουν πολλοί διαπλεκόμενοι ρόλοι και τελικώς κανείς δεν ξέρει «ποιος είναι το αφεντικό», δηλαδή ποιος είναι υπεύθυνος για τις αποφάσεις. Περισσότερο από μια «συναινετική δημοκρατία», όπως συχνά αποκαλείται, η Γερμανία είναι μια «δημοκρατία διαπραγματευτική», με στοιχεία συναίνεσης, αλλά και ανταγωνισμού και πελατειακότητας. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για μια μεικτή δημοκρατία, που πλέον πρέπει να αποφασίσει: αν θα βαδίσει τον σκανδιναβικό, τον ολλανδικό ή τον ελβετικό δρόμο, που διαθέτει κυρίως συναίνεση ή αν θα πάρει τη βρετανική οδό, που διαθέτει ανταγωνισμό. Για την επάνοδό της στη διεθνή πολιτική και οικονομική σκηνή σημασία δεν έχει τόσο ποιο δρόμο θα πάρει όσο να αποφασίσει να προχωρήσει.
Το πολιτικό σύστημα: Πώς λειτουργεί και τι δυσλειτουργίες προκαλεί
Η Γερμανία διαθέτει ένα κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης, με ισχυρή κεντρική κυβέρνηση, αλλά και εξίσου ισχυρή ομοσπονδιακή δομή. Το κομματικό της σύστημα εμφάνιζε (μέχρι πρότινος) έναν περιορισμένο πολυκομματισμό και οι ισχυρές προσωπικότητες διαδραμάτιζαν πάντα έναν προσδιοριστικό ρόλο στην πολιτική. Ισχυρά είναι, όμως, και τα πολιτικά κόμματα, που επιδρούν αποφασιστικά σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας ζωής. Επιπλέον, η Γερμανία είναι μια «δημοκρατία του καγκελάριου», αλλά με συλλογικές δομές ακόμη και στο επίπεδο της κυβέρνησης. Ο καγκελάριος ορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές της πολιτικής και φέρει την ευθύνη της διακυβέρνησης, όμως σε περίπτωση διαφωνιών των υπουργών του το πρόβλημα επιλύεται στο υπουργικό συμβούλιο που είναι υποχρεωμένος να συγκαλέσει.
Ο γερμανικός κοινοβουλευτισμός διαθέτει δύο Βουλές: το Bundestag, την Κάτω Βουλή, οι αντιπρόσωποι της οποίας εκλέγονται από τις γενικές εκλογές με το σύστημα της προσωποιημένης αναλογικής, και το Bundesrat (Ομοσπονδιακό Συμβούλιο), ένα είδος Ανω Βουλής, με διορισμένους εκπροσώπους από τα κρατίδια και αρμοδιότητα στην επικύρωση των περισσότερων αποφάσεων που λαμβάνονται στο Bundestag. Με τον τρόπο αυτό τα κρατίδια (Laender) εμπλέκονται δυναμικά στη λήψη των αποφάσεων αλλά και μπλοκάρουν τη λήψη αποφάσεων της κεντρικής κυβέρνησης. Τα Laender, εκτός από το τοπικό συμφέρον που εκφράζουν, εκπροσωπούν ένα στενά κομματικό συμφέρον, καθώς η κομματική πλειοψηφία του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου λειτουργεί ως μέσο για το μπλοκάρισμα της πολιτικής της κεντρικής κυβέρνησης.
Η διαπλεκόμενη συνεπίδραση των κρατικο-πολιτικών οντοτήτων προάγει τις διαδικασίες διαβούλευσης και συναπόφασης στο επίπεδο της λήψης των πολιτικών αποφάσεων, κατατέμνει και επιμερίζει τις εξουσίες και καθιστά τη μία εξουσία ελεγκτή της άλλης. Το σύστημα της διαπλεκόμενης συνεπίδρασης εγκαθιστά δικλίδες ασφαλείας, έτσι ώστε κανένας παράγοντας εξουσίας να μη γίνεται πολύ ισχυρότερος των υπολοίπων. Οι δικλίδες ασφαλείες «παραγγέλθηκαν» το 1949 από τους συμμάχους, οι οποίοι έθεσαν αυστηρές προδιαγραφές στους συντάκτες του γερμανικού Συντάγματος (τότε είχαν σοβαρό νόημα οι προδιαγραφές αυτές, καθώς ο κίνδυνος παρεκτροπών ήταν ακόμη υπαρκτός). Ομως τώρα οι ρυθμίσεις αυτές δημιουργούν Reformstau (μποτιλιάρισμα των μεταρρυθμίσεων) και Politikblockade (μπλοκάρισμα της πολιτικής), σε μια εποχή που η ετοιμότητα στη λήψη αποφάσεων είναι το ζητούμενο, παρατηρεί ο Στεργίου.
Η διαπραγμάτευση/συναίνεση στο «μοντέλο Γερμανία» έγινε παγίδα, ισχυρίζονται αρκετοί. Η γερμανική κοινωνία και η πολιτική τάξη έχουν αναγνωρίσει την ύπαρξη της παγίδας, δεν είναι όμως έτοιμες να την ξεπεράσουν. Η Γερμανία στήριξε μεταπολεμικά τη διεθνοπολιτική ισχύ της στην οικονομική της δύναμη. Σήμερα καλείται να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της παγκοσμιοποιημένης εποχής, όχι μόνο και όχι κυρίως με την οικονομική της ισχύ (που έχει περιοριστεί), αλλά με την πολιτική της ισχύ. Γι' αυτό η Γερμανία θα πρέπει να προχωρήσει σε γενναίες μεταρρυθμίσεις του πολιτικού συστήματος. Στη νέα εποχή, η Γερμανία για να είναι ισχυρή οικονομικά πρέπει να είναι ισχυρή πολιτικά. Η πολιτική γίνεται πλέον η λοκομοτίβα της ανάπτυξής της. Το μότο «bringing politics back in» ταιριάζει κουτί στην περίπτωση της Γερμανίας και της υποδεικνύει το δρόμο που έχει να ακολουθήσει.
Το βιβλίο του Α. Στεργίου καλύπτει ένα κενό στην ελληνική βιβλιογραφία για τη Γερμανία. Είναι καλογραμμένο και κατανοητό, όχι μόνο από τους γνώστες των διεθνοπολιτικών σχέσεων. Επιπλέον είναι ένα βιβλίο που, με επίκεντρο τη Γερμανία, θέτει επί τάπητος τα προβλήματα των παλιών ευρωπαϊκών δημοκρατιών κατά τη μετάβασή τους στη νέα εποχή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 02/06/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις