0
Your Καλαθι
Τα χρωματιστά κουβαράκια του Ρέμπραντ
Έκπτωση
35%
35%
Περιγραφή
«Ιωάννα, παιδί μου, μη χάνεσαι στους λαβυρίνθους της σκέψης, μπες στην ζωγραφική σαν να μπαίνεις σε ένα ανθισμένο λιβάδι του Πουσέν!»
«Ω, ναι, δάσκαλε. Θα μπω, σαν μικρή, θρασεία παιδίσκη που κάνει τούμπες στο χορτάρι και τραβάει από τα αυτιά τα σγουρόμαλλα αρνάκια. Κάπως σαν την μικρή Λουλού, που έχει κάνει κοπάνα από το σχολείο. Θα την ξέρετε. Από τα καρτούν».
«Βέβαια και την ξέρω. Μπες έτσι, λοιπόν. Σαν τη μικρή Λουλού».
«Πολύ ευχαρίστως! Διότι στα παιδιά ανήκει η βασιλεία των Ουρανών και ο ζωγραφικός παράδεισος!» απάντησε αμέσως εκείνη, κρατώντας στα χέρια της ένα σωληνάριο κίτρινης τέμπερας.
«Έτσι ακριβώς! Άσε την γνώση απ’ έξω, κάνε ό, τι είναι να κάνεις και μετά φύσα ψηλά και αγνάντευε! Αυτήν την εποχή που θα ζωγραφίζεις δεν θα διαβάζεις παρά μόνο ό, τι έχει σχέση με τα εικαστικά, όλα τα άλλα βιβλία είναι βάρος. Άκου κι εμένα τον ηλικιωμένο άνθρωπο που τώρα στα γεράματα θέλω να πετάξω. Και πετάω κάποιες φορές. Και δεν δίνω λογαριασμό σε κανέναν!» είπε ο δάσκαλος και με επιδεξιότητα ταχυδακτυλουργού, άρπαξε από το χέρι της το σωληνάριο με το κίτρινο χρώμα.
«Πουλάκι είσαι και πετάς και σε κανέναν δεν χρωστάς», του είπε τότε η Ιωάννα, και ξεκαρδίστηκαν στα γέλια, παίζοντας με το σωληνάριο, αρπάζοντάς το ο ένας από το χέρι του άλλου και το αντίστροφο, ώσπου έτσι όπως εκείνο δεν ήταν καλά σφραγισμένο, τίναξε το καπάκι του και έσκασε από μέσα μια γενναία δόση κατακίτρινου πολτού.
«Πάρε το κίτρινο και φτιάξε κάτι φτερωτό. Ας πούμε, ένα κλωσσόπουλο. Τώρα. Ορίστε, πάρε και χαρτί. Πάρε!», της είπε με ενθουσιασμό, για να προσθέσει αμέσως μετά, πως πάλι τον παρέσυρε, πως πάλι ξεπέρασαν κατά πολύ τον χρόνο του μαθήματος και πως φυσικά όλο το φταίξιμο ήταν αποκλειστικά δικό της.
«Ω Δάσκαλε που δίδασκες και ώρα δεν εκράτεις, το μάθημά σου ξέχειλο, σαν ξέχειλος Ευφράτης».
«Για να βάλουμε μια τάξη εδώ πέρα, που πήραν τα μυαλά σου αέρα, Ιωάννα παιδί μου», είπε στο τέλος, αλλά πάλι δεν άντεξε και άρχισε να γελάει.
«Ω, ναι, δάσκαλε. Θα μπω, σαν μικρή, θρασεία παιδίσκη που κάνει τούμπες στο χορτάρι και τραβάει από τα αυτιά τα σγουρόμαλλα αρνάκια. Κάπως σαν την μικρή Λουλού, που έχει κάνει κοπάνα από το σχολείο. Θα την ξέρετε. Από τα καρτούν».
«Βέβαια και την ξέρω. Μπες έτσι, λοιπόν. Σαν τη μικρή Λουλού».
«Πολύ ευχαρίστως! Διότι στα παιδιά ανήκει η βασιλεία των Ουρανών και ο ζωγραφικός παράδεισος!» απάντησε αμέσως εκείνη, κρατώντας στα χέρια της ένα σωληνάριο κίτρινης τέμπερας.
«Έτσι ακριβώς! Άσε την γνώση απ’ έξω, κάνε ό, τι είναι να κάνεις και μετά φύσα ψηλά και αγνάντευε! Αυτήν την εποχή που θα ζωγραφίζεις δεν θα διαβάζεις παρά μόνο ό, τι έχει σχέση με τα εικαστικά, όλα τα άλλα βιβλία είναι βάρος. Άκου κι εμένα τον ηλικιωμένο άνθρωπο που τώρα στα γεράματα θέλω να πετάξω. Και πετάω κάποιες φορές. Και δεν δίνω λογαριασμό σε κανέναν!» είπε ο δάσκαλος και με επιδεξιότητα ταχυδακτυλουργού, άρπαξε από το χέρι της το σωληνάριο με το κίτρινο χρώμα.
«Πουλάκι είσαι και πετάς και σε κανέναν δεν χρωστάς», του είπε τότε η Ιωάννα, και ξεκαρδίστηκαν στα γέλια, παίζοντας με το σωληνάριο, αρπάζοντάς το ο ένας από το χέρι του άλλου και το αντίστροφο, ώσπου έτσι όπως εκείνο δεν ήταν καλά σφραγισμένο, τίναξε το καπάκι του και έσκασε από μέσα μια γενναία δόση κατακίτρινου πολτού.
«Πάρε το κίτρινο και φτιάξε κάτι φτερωτό. Ας πούμε, ένα κλωσσόπουλο. Τώρα. Ορίστε, πάρε και χαρτί. Πάρε!», της είπε με ενθουσιασμό, για να προσθέσει αμέσως μετά, πως πάλι τον παρέσυρε, πως πάλι ξεπέρασαν κατά πολύ τον χρόνο του μαθήματος και πως φυσικά όλο το φταίξιμο ήταν αποκλειστικά δικό της.
«Ω Δάσκαλε που δίδασκες και ώρα δεν εκράτεις, το μάθημά σου ξέχειλο, σαν ξέχειλος Ευφράτης».
«Για να βάλουμε μια τάξη εδώ πέρα, που πήραν τα μυαλά σου αέρα, Ιωάννα παιδί μου», είπε στο τέλος, αλλά πάλι δεν άντεξε και άρχισε να γελάει.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις