0
Your Καλαθι
Αβελ και Λίζα
Περιγραφή
Η Λίζα ξύπνησε πριν από το ξυπνητήρι. Πριν από τον άντρα της, πριν από τα παιδιά τους, πριν από το Βελιγράδι, όπου βρίσκεται και πάλι. Δεν ανοίγει τα μάτια της. Η πόλη από την οποία ήρθε δεν είναι η ίδια μ' αυτήν που ξυπνάει. Ο χρόνος στον οποίο βρισκόταν είναι κάποιος άλλος, που μοιάζει περισσότερο με μη χρόνο.
Απόψε τη νύχτα ο Αβελ δεν ήταν στην Πρίστινα. Ήταν εκεί όπου το φως και το σκοτάδι είναι ένα, όπου το πλήθος μαζεύεται στην πλατεία χορεύοντας και γελώντας. Τώρα ζει στο χείλος του παρόντος. Ακόμα λίγο και θα πέσει σ' αυτό σαν στην άβυσσο. Αλλοι ξυπνούν από έναν εφιάλτη για να αντικρίσουν την πραγματικότητα, ο Αβελ ξυπνάει στον εφιάλτη - για να συναντήσει την πραγματικότητα.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Κριτική:
Η ιστορία που μας παρουσιάζει εδώ ο Σέρβος συγγραφέας -τον θυμόμαστε από το «Χιόνι στην Αθήνα- είναι εξαιρετικά απλή: ο Αβελ, Αλβανός του Κοσόβου, ζει με τη γυναίκα του χωρίς να το θέλει, μια γυναίκα-άντρα, που το μόνο που τη νοιάζει είναι η απελευθέρωση της πατρίδας της. Η Λίζα, Σέρβα, ζει με τον άντρα της, κτηνώδη και παραδοσιακό, χωρίς να το θέλει. Κόρη κομμουνιστών, ελάχιστα συμμερίζεται τις εθνικιστικές ανησυχίες του άντρα της, όπως και ο Αβελ ελάχιστα υποστηρίζει τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της γυναίκας του.
Ο Στεβάνοβιτς χρησιμοποιεί μια κοινόχρηστη και πολυκαιρισμένη αφηγηματική τεχνική -αυτήν της παράλληλης, απολύτως ισότιμης ανάπτυξης δύο διαφορετικών ιστοριών που συγκλίνουν, με διαφορετική τυπογραφική σήμανση-, ωστόσο, μιας και το σημαντικότερο στη λογοτεχνία παραμένει η δυνατότητά της να είναι και κάτι άλλο από αυτό που είναι, ιδίως μάλιστα αν αυτό το άλλο προβάλλεται στον προνομιούχο κόσμο των ιδεών, η αφήγησή του, αν και επιβαρημένη με μια σχηματικότητα, δεν στερείται ενδιαφέροντος. Στο τέλος, μάλιστα, η αλήθεια της φαίνεται να επιβάλλεται στον αναγνώστη.
Ο συγγραφέας, και στις δύο παράλληλες αναπτύξεις του, επιχειρεί έναν ενδιαφέροντα συγκερασμό ανάμεσα στον εσωτερικό μονόλογο των δύο πρωταγωνιστών του και σε μια ουδέτερη τριτοπρόσωπη αφήγηση, την οποία αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει ο ανώνυμος αφηγητής. Σ' ένα φανατισμένο από τον πόλεμο και την πανταχόθεν επίθεση Βελιγράδι (η «Λίζα») και σ' ένα καθημαγμένο, πάμπτωχο, ασφυκτικό Κόσοβο (ο «Αβελ»), διαδραματίζεται ξανά το αρχαίο παιχνίδι: ο έρωτας, και μαζί με αυτόν η αναπόφευκτη σύγκρουση ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, που εδώ έχει την έκτυπη μορφή της ευθείας ρήξης ανάμεσα, από τη μια, σε δυο συνειδήσεις που επιμένουν να διαφέρουν και, από την άλλη, σ' ένα συλλογικό κλίμα μαζικής, εκατέρωθεν, εθνικιστικής υστερίας.
Κυρίαρχο μοτίβο του βιβλίου είναι η, πολυφορεμένη ίσως, αλλά πάντοτε επίκαιρη, διαφορετικότητα: η Σέρβα που δεν συμμερίζεται τα εθνικά ιδεώδη των συμπατριωτών της, ο Αλβανός που δεν πολεμάει εναντίον των Σέρβων. Αυτή η διαφορετικότητα δεν περιορίζεται στο πολιτικό, αλλά αγκαλιάζει το σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητας: ο έρωτας, η δουλειά, ο ελεύθερος χρόνος, ακόμα και η «διαστροφή» γίνονται αιτίες που πυροδοτούν την έκφρασή της, πεδία όπου εκδηλώνεται η διαφορετική αντίληψη για τα πράγματα.
Για να το επιτύχει αυτό, ο Σέρβος συγγραφέας χρησιμοποιεί τη γνωστή τεχνική των στιγμιοτύπων: αποσπάσματα της καθημερινότητας, μικρές σχολιασμένες «φέτες πραγματικότητας», τεχνηέντως τοποθετημένες και προσεκτικά ενταγμένες στο σύνολο της αφήγησης, προκειμένου από το μικρό και ευτελές να αναχθεί στο μεγάλο και καθολικό - ένα άμεσο και, εδώ, αποτελεσματικό σχήμα υπαλλαγής, μεταφερμένο στο μακρο-αφηγηματικό πεδίο.
Η σερβική λογοτεχνία (όπως και η πορτογαλική ή η φλαμανδο-ολλανδική) είναι από κείνες τις περιφερειακές εθνικές λογοτεχνίες που δέχτηκαν ισχυρή πρώτα την επίδραση του υπερρεαλισμού και ύστερα εκείνην του μοντερνισμού. Ανεξάρτητα από το κατά πόσον ο αρχαϊκός μοντερνισμός μπορεί να αποτελέσει επίκαιρο κεντρικό αίτημα στις μέρες μας για την ανανέωση μιας εθνικής λογοτεχνίας -που δεν μπορεί-, το ρεύμα αυτό δημιούργησε ένα υπέδαφος πάνω στο οποίο καλλιεργήθηκε μια καινοτόμος διάθεση, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις αφηγηματικές τεχνικές και, εν μέρει, τους μυθοπλαστικούς χειρισμούς, με αποτέλεσμα οι εθνικές λογοτεχνίες που κατόρθωσαν να τον δεξιωθούν με επάρκεια (κάτι που δεν συνέβη με την ελληνική λογοτεχνία σε ό,τι αφορά την πεζογραφία) να εμφανίζουν μεγαλύτερες ανανεωτικές δυνατότητες τόσο ως προς τον θεματογραφικό τους ορίζοντα όσο και ως προς την κυρίαρχη ποιητική τους. Ο Πάβιτς και ο Κις δεν γεννήθηκαν εν κενώ...
Ο Στεβάνοβιτς (και αρκετοί άλλοι συν αυτώ, όπως παλιότερα ο Μπράνιμιρ Στσεπάνοβιτς) εκμεταλλεύεται αυτό ακριβώς το υπέδαφος μοντερνικής αφηγηματικής ελευθεριότητας για να στρέψει την αφήγησή του σε λιγότερο χαλαρές ίσως, πιο συμβατικές μορφές, διατηρώντας όμως βασικά διδάγματα της μοντερνικής αντίληψης και πρακτικής.
Στο κέντρο λοιπόν αυτού του «διπλού» αφηγήματος βρίσκονται ο Αβελ και η Λίζα. Αποκομμένοι από την περιρρέουσα εθνικιστική φρενίτιδα, που, απ' ό,τι φαίνεται, σφραγίζει τις γειτονικές μας χώρες, ζουν το εξαιρετικό, αφού δεν φαίνεται να συμμερίζονται τα ιδανικά με τα οποία τρέφεται ο περίγυρός τους. Αυτή η διαφορετικότητά τους είναι καθοριστική: όλα τα ζουν εξ αντιστροφής, ο κόσμος τους είναι το ανεστραμμένο είδωλο της πραγματικότητας.
Το βιβλίο είναι δομημένο συμμετρικά: πέντε κεφάλαια, τιτλοδοτημένα όλα με αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά («Η επιστροφή», «Η πραγματικότητα», «Η περιπλάνηση», «Η προετοιμασία», «Η αναχώρηση»), συνθέτουν το μυθιστόρημα, με τα δύο πρώτα και τα δύο τελευταία -όλα ολιγοσέλιδα- να παίζουν δορυφορικό ρόλο σε σχέση με την «Περιπλάνηση», που κρατάει το κύριο βάρος της αφήγησης.
Ο Στεβάνοβιτς, μέσα από μια έντεχνη κλιμάκωση της καθημερινότητας, ενορχηστρώνει αρμονικά μια μικρή συμφωνία, όπου το συναίσθημα, χωρίς ποτέ να γίνεται κραυγαλέο, αποτελεί τελικά το κυρίαρχο μοτίβο του βιβλίου. Χωρίς να συναισθηματολογεί, κατορθώνει να χειρίζεται συναισθηματικά τους δύο (άγνωστους μεταξύ τους;) πρωταγωνιστές του και έτσι να αναδεικνύει την τραγικότητα της συνθήκης τους μέσα στο ευτελές και το καθημερινό. Και μαζί με το μικρό ρωμαϊκό αγαλματίδιο, παρακολουθούμε κι εμείς να ξετυλίγονται, μέσα από μια απλή αλλά ιδιότυπη αφήγηση, όλα τα ιδεολογήματα της γειτονικής μας χώρας, τόσο όμοια με τα δικά μας...
Η μετάφραση της Ζώγιας Μαυροειδή αποδίδει με επάρκεια και σε εύροα ελληνικά τη γλώσσα του πρωτοτύπου.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 05/04/2007
Απόψε τη νύχτα ο Αβελ δεν ήταν στην Πρίστινα. Ήταν εκεί όπου το φως και το σκοτάδι είναι ένα, όπου το πλήθος μαζεύεται στην πλατεία χορεύοντας και γελώντας. Τώρα ζει στο χείλος του παρόντος. Ακόμα λίγο και θα πέσει σ' αυτό σαν στην άβυσσο. Αλλοι ξυπνούν από έναν εφιάλτη για να αντικρίσουν την πραγματικότητα, ο Αβελ ξυπνάει στον εφιάλτη - για να συναντήσει την πραγματικότητα.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Κριτική:
Η ιστορία που μας παρουσιάζει εδώ ο Σέρβος συγγραφέας -τον θυμόμαστε από το «Χιόνι στην Αθήνα- είναι εξαιρετικά απλή: ο Αβελ, Αλβανός του Κοσόβου, ζει με τη γυναίκα του χωρίς να το θέλει, μια γυναίκα-άντρα, που το μόνο που τη νοιάζει είναι η απελευθέρωση της πατρίδας της. Η Λίζα, Σέρβα, ζει με τον άντρα της, κτηνώδη και παραδοσιακό, χωρίς να το θέλει. Κόρη κομμουνιστών, ελάχιστα συμμερίζεται τις εθνικιστικές ανησυχίες του άντρα της, όπως και ο Αβελ ελάχιστα υποστηρίζει τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της γυναίκας του.
Ο Στεβάνοβιτς χρησιμοποιεί μια κοινόχρηστη και πολυκαιρισμένη αφηγηματική τεχνική -αυτήν της παράλληλης, απολύτως ισότιμης ανάπτυξης δύο διαφορετικών ιστοριών που συγκλίνουν, με διαφορετική τυπογραφική σήμανση-, ωστόσο, μιας και το σημαντικότερο στη λογοτεχνία παραμένει η δυνατότητά της να είναι και κάτι άλλο από αυτό που είναι, ιδίως μάλιστα αν αυτό το άλλο προβάλλεται στον προνομιούχο κόσμο των ιδεών, η αφήγησή του, αν και επιβαρημένη με μια σχηματικότητα, δεν στερείται ενδιαφέροντος. Στο τέλος, μάλιστα, η αλήθεια της φαίνεται να επιβάλλεται στον αναγνώστη.
Ο συγγραφέας, και στις δύο παράλληλες αναπτύξεις του, επιχειρεί έναν ενδιαφέροντα συγκερασμό ανάμεσα στον εσωτερικό μονόλογο των δύο πρωταγωνιστών του και σε μια ουδέτερη τριτοπρόσωπη αφήγηση, την οποία αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει ο ανώνυμος αφηγητής. Σ' ένα φανατισμένο από τον πόλεμο και την πανταχόθεν επίθεση Βελιγράδι (η «Λίζα») και σ' ένα καθημαγμένο, πάμπτωχο, ασφυκτικό Κόσοβο (ο «Αβελ»), διαδραματίζεται ξανά το αρχαίο παιχνίδι: ο έρωτας, και μαζί με αυτόν η αναπόφευκτη σύγκρουση ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, που εδώ έχει την έκτυπη μορφή της ευθείας ρήξης ανάμεσα, από τη μια, σε δυο συνειδήσεις που επιμένουν να διαφέρουν και, από την άλλη, σ' ένα συλλογικό κλίμα μαζικής, εκατέρωθεν, εθνικιστικής υστερίας.
Κυρίαρχο μοτίβο του βιβλίου είναι η, πολυφορεμένη ίσως, αλλά πάντοτε επίκαιρη, διαφορετικότητα: η Σέρβα που δεν συμμερίζεται τα εθνικά ιδεώδη των συμπατριωτών της, ο Αλβανός που δεν πολεμάει εναντίον των Σέρβων. Αυτή η διαφορετικότητα δεν περιορίζεται στο πολιτικό, αλλά αγκαλιάζει το σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητας: ο έρωτας, η δουλειά, ο ελεύθερος χρόνος, ακόμα και η «διαστροφή» γίνονται αιτίες που πυροδοτούν την έκφρασή της, πεδία όπου εκδηλώνεται η διαφορετική αντίληψη για τα πράγματα.
Για να το επιτύχει αυτό, ο Σέρβος συγγραφέας χρησιμοποιεί τη γνωστή τεχνική των στιγμιοτύπων: αποσπάσματα της καθημερινότητας, μικρές σχολιασμένες «φέτες πραγματικότητας», τεχνηέντως τοποθετημένες και προσεκτικά ενταγμένες στο σύνολο της αφήγησης, προκειμένου από το μικρό και ευτελές να αναχθεί στο μεγάλο και καθολικό - ένα άμεσο και, εδώ, αποτελεσματικό σχήμα υπαλλαγής, μεταφερμένο στο μακρο-αφηγηματικό πεδίο.
Η σερβική λογοτεχνία (όπως και η πορτογαλική ή η φλαμανδο-ολλανδική) είναι από κείνες τις περιφερειακές εθνικές λογοτεχνίες που δέχτηκαν ισχυρή πρώτα την επίδραση του υπερρεαλισμού και ύστερα εκείνην του μοντερνισμού. Ανεξάρτητα από το κατά πόσον ο αρχαϊκός μοντερνισμός μπορεί να αποτελέσει επίκαιρο κεντρικό αίτημα στις μέρες μας για την ανανέωση μιας εθνικής λογοτεχνίας -που δεν μπορεί-, το ρεύμα αυτό δημιούργησε ένα υπέδαφος πάνω στο οποίο καλλιεργήθηκε μια καινοτόμος διάθεση, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις αφηγηματικές τεχνικές και, εν μέρει, τους μυθοπλαστικούς χειρισμούς, με αποτέλεσμα οι εθνικές λογοτεχνίες που κατόρθωσαν να τον δεξιωθούν με επάρκεια (κάτι που δεν συνέβη με την ελληνική λογοτεχνία σε ό,τι αφορά την πεζογραφία) να εμφανίζουν μεγαλύτερες ανανεωτικές δυνατότητες τόσο ως προς τον θεματογραφικό τους ορίζοντα όσο και ως προς την κυρίαρχη ποιητική τους. Ο Πάβιτς και ο Κις δεν γεννήθηκαν εν κενώ...
Ο Στεβάνοβιτς (και αρκετοί άλλοι συν αυτώ, όπως παλιότερα ο Μπράνιμιρ Στσεπάνοβιτς) εκμεταλλεύεται αυτό ακριβώς το υπέδαφος μοντερνικής αφηγηματικής ελευθεριότητας για να στρέψει την αφήγησή του σε λιγότερο χαλαρές ίσως, πιο συμβατικές μορφές, διατηρώντας όμως βασικά διδάγματα της μοντερνικής αντίληψης και πρακτικής.
Στο κέντρο λοιπόν αυτού του «διπλού» αφηγήματος βρίσκονται ο Αβελ και η Λίζα. Αποκομμένοι από την περιρρέουσα εθνικιστική φρενίτιδα, που, απ' ό,τι φαίνεται, σφραγίζει τις γειτονικές μας χώρες, ζουν το εξαιρετικό, αφού δεν φαίνεται να συμμερίζονται τα ιδανικά με τα οποία τρέφεται ο περίγυρός τους. Αυτή η διαφορετικότητά τους είναι καθοριστική: όλα τα ζουν εξ αντιστροφής, ο κόσμος τους είναι το ανεστραμμένο είδωλο της πραγματικότητας.
Το βιβλίο είναι δομημένο συμμετρικά: πέντε κεφάλαια, τιτλοδοτημένα όλα με αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά («Η επιστροφή», «Η πραγματικότητα», «Η περιπλάνηση», «Η προετοιμασία», «Η αναχώρηση»), συνθέτουν το μυθιστόρημα, με τα δύο πρώτα και τα δύο τελευταία -όλα ολιγοσέλιδα- να παίζουν δορυφορικό ρόλο σε σχέση με την «Περιπλάνηση», που κρατάει το κύριο βάρος της αφήγησης.
Ο Στεβάνοβιτς, μέσα από μια έντεχνη κλιμάκωση της καθημερινότητας, ενορχηστρώνει αρμονικά μια μικρή συμφωνία, όπου το συναίσθημα, χωρίς ποτέ να γίνεται κραυγαλέο, αποτελεί τελικά το κυρίαρχο μοτίβο του βιβλίου. Χωρίς να συναισθηματολογεί, κατορθώνει να χειρίζεται συναισθηματικά τους δύο (άγνωστους μεταξύ τους;) πρωταγωνιστές του και έτσι να αναδεικνύει την τραγικότητα της συνθήκης τους μέσα στο ευτελές και το καθημερινό. Και μαζί με το μικρό ρωμαϊκό αγαλματίδιο, παρακολουθούμε κι εμείς να ξετυλίγονται, μέσα από μια απλή αλλά ιδιότυπη αφήγηση, όλα τα ιδεολογήματα της γειτονικής μας χώρας, τόσο όμοια με τα δικά μας...
Η μετάφραση της Ζώγιας Μαυροειδή αποδίδει με επάρκεια και σε εύροα ελληνικά τη γλώσσα του πρωτοτύπου.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 05/04/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις