0
Your Καλαθι
Μιλόσεβιτς ένας επιτάφιος
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Ο συγγραφέας Βίντοσαβ Στεβάνοβιτς, εξόριστος στη Γαλλία, εξιστορεί τη διαδρομή του Σέρβου αρχηγού Σλομπόνταν Μιλόσεβιτς. Περιγράφει την άνοδό του στην εξουσία και φέρνει στο φως τα πολύπλοκα γρανάζια της κυβέρνησης από το 1987.
LA CROIX 21.9.00
Η Σερβία που ονειρεύεται ο Βίντοσαβ Στεβάνοβιτς είναι μια Σερβία που θα συμφιλιωθεί με τον εαυτό της, με τις μειονότητες, με τους γείτονες, και θ' ανοιχτεί «στον πολιτισμένο κόσμο».
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας «άνθρωπος χωρίς ιδιότητες». Νεαρός, σε ηλικία δώδεκα ετών, όταν οι συνομήλικοί του χαλούσαν τον κόσμο παίζοντας μπάλα, αυτός διάβαζε Λένιν. Δεν τον έκαναν παρέα. Ηταν το αγόρι που δεν μπορούσε να χαμογελάσει. Αυτή η μοναχική μοναδικότητα αποτυπώθηκε αργότερα, όταν ανδρώθηκε, στο πρόσωπό του. Πρόσωπο σφιγμένο, σαν γερασμένου παιδιού. Ο Λένιν όμως τον βοήθησε. Του χάρισε μια σύζυγο, μια εξίσου μοναχική γυναίκα. Οι γονείς του, όπως και οι δικοί της, τους είχαν αφήσει μια οδυνηρή κληρονομιά αναμνήσεων: είχαν αυτοκτονήσει. Ο ένας συναντούσε στην άλλη ένα σύμπαν επτασφράγιστων μυστικών που, επιτέλους, τώρα, μπορούσαν να κοινολογήσουν μεταξύ τους. Ο έρωτάς τους ήταν η αγάπη δύο στερήσεων, μια αμοιβαία αναπλήρωση, μια διαπροσωπική, μισάνθρωπη νεύρωση.
Οταν η Μιριάνα ήταν να φέρει στον κόσμο το ένα από τα παιδιά τους, τον Μάρκο, ο Σλομπόνταν κατακλινόταν μαζί της στο κρεβάτι, της κρατούσε το χέρι, «μοιραζόταν τις αδιαθεσίες της, διατηρούσε την κύησή της». Τα πρωινά την άφηνε. Οχι για να εξασκήσει τη νομική του επιστήμη. Πήγαινε στα γραφεία του κόμματος. Εκεί, σε όλη την κομματική σταδιοδρομία του, το μόνο που έμαθε να κάνει ήταν δύο πράγματα: πρώτον, να εκτελεί πιστά και χωρίς αντιρρήσεις τις εντολές των πολιτικών προϊσταμένων του και, ως εκ τούτου, δεύτερον, να είναι «αόρατος», άχρωμος, φαινομενικά ακίνδυνος, ένας τόσο ψυχρός και κοινότοπος απαρατσίκ, όσο η ίδια η κοινοτοπία του κακού, την οποία αργότερα θα κληθεί να «ενσαρκώσει» από την πλέον κορυφαία θέση, αυτή του προέδρου της Γιουγκοσλαβίας.
Αυτός, ο πολιτικός που δεν γελάει, είναι, ήταν, ο Σλομπόνταν Μιλόσεβιτς. Ενας άνθρωπος ο οποίος, αναρριχώμενος στην εξουσία, φαινόταν, αρχικά, ότι γρήγορα θα την εγκατέλειπε για να περάσει ο επόμενος, όπως όλοι οι άλλοι πριν από αυτόν, αφού με το γνωστό τιτοϊκό σύστημα της «εναλλαγής» στις κορυφές της ομοσπονδίας, έπρεπε και αυτός να γνωρίσει τη γοητεία της και μετά να συνταξιοδοτηθεί. Γνωρίζουμε, βέβαια, δώδεκα χρόνια μετά την αναρρίχησή του στην εξουσία, ότι μια τέτοια «ομαλή» μεταβίβαση καθηκόντων δεν έλαβε, ποτέ χώρα. Γνωρίζουμε ότι συνέβη το αντίθετο από αυτό που τότε, στα τέλη, δηλαδή, της δεκαετίας του '80, φάνταζε και ήταν μια συνήθης πρακτική, στο πλαίσιο της πολιτειακής συγκρότησης που ο Τίτο είχε αφήσει κληρονομικά στους επιγόνους του για τη διατήρηση της ενότητας της Γιουγκοσλαβίας από τους αλληλοϋποβλεπόμενους εθνοτικούς εθνικισμούς.
Ο «επιτάφιος» που ο αντικαθεστωτικός Σέρβος συγγραφέας Βίντοσαβ Στεβάνοβιτς συνέγραψε για τον Σλομπόνταν Μιλόσεβιτς δεν διεκδικεί θέση πολιτικής βιογραφίας. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να είναι διαφορετικά, αφού για τον άνθρωπο αυτόν, ο οποίος «ζούσε για να κυβερνάει και κυβερνούσε για να μη ζήσει», για «τον άνθρωπο χωρίς ρίζες», ακόμα και οι επίσημοι καθεστωτικοί βιογράφοι απουσιάζουν από την πλοκή της προσωπικής του αγιογραφίας, αφού, τελικά, η μόνη του «ψυχαγωγία ήταν η εξουσία» και, κυρίως, η οικογενειακή, η αδιαφανής της κατάχρηση, των οικονομικών πλεονεκτημάτων της, φυσικά, περιλαμβανομένων; Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά γι' αυτόν τον ηγέτη, ο οποίος ήθελε να είναι «αόρατος», να βάζει τη χώρα του να συμμετέχει σε τόσους πολέμους χωρίς ποτέ να βρει το θάρρος να τους «κηρύξει»; Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά όταν ποτέ δεν επισκέφτηκε ένα πολεμικό μέτωπο, ποτέ ένα νοσοκομείο για να σφίξει τα χέρια των τραυματισμένων συμπατριωτών του; Αδιαφορία; Κάτι πολύ περισσότερο, εξουσιομανής κυνισμός. Ο Β. Στεβάνοβιτς αφηγείται την απάντηση που έδωσε το 1991 ο Μιλόσεβιτς στον Κροάτη πρόεδρο Τούτζμαν σχετικά με την τύχη των Σέρβων της Κροατίας: «Δεν με ενδιαφέρει τι θα απογίνουν οι Σέρβοι στην Κροατία. Μπορείτε να τους κάνετε ό,τι θέλετε, μπορείτε να τους καρφώσετε σε παλούκια, αν θέλετε. Εμένα με ενδιαφέρει το 66% της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης». Κλεισμένος στην έπαυλή του, μαζί με τη Μιριάνα, κατηύθυνε από αυτό το «ψυχολογικό μπούνκερ» όλες τις αιματηρές εθνοκαθαρτικές επιχειρήσεις -τις «ανθρωπιστικές μετακινήσεις πληθυσμών»- τις οποίες εμπνεύστηκε εναντίον των υπόλοιπων λαών της πρώην Γιουγκοσλαβίας.
Ο πολιτικός που χρησιμοποιούσε την εθνικο-κομμουνιστική, τη φαιοκόκκινη ιδεολογία του σαν ασπίδα έναντι του έξω κόσμου, αυτός που στο μυαλό του δεν είχε άλλο εκτός από «το θάνατο και την εξουσία», κατόρθωσε, μας λέει ο Β. Στεβάνοβιτς, να οργανώσει μέσα στην ίδια του τη χώρα δύο εφαπτόμενα δίκτυα για την εσωτερική κατοχή της από την οικογένειά του και τους συνεργάτες του. Το πρώτο ήταν αυτό μιας τεράστιας οικονομικής διαπλοκής. Στην κορυφή της πυραμίδας ήταν η «οικογένεια», ακολουθούσαν οι συνεργάτες της που επιδίδονταν σε κάθε λογής μαφιόζικες επιχειρήσεις, πιο κάτω ένα σύστημα μικρο-προνομίων κρατούσαν κρίσιμες μερίδες της κοινωνίας, όπως αυτή της διανόησης, δεσμευμένες στην αναπαραγωγή της εξουσίας μέσα σε ένα «ιδιωτικοποιημένο κράτος».Το άλλο δίκτυο ήταν αυτό του πολέμου. Εδώ, θα συναντήσουμε τα πρωτοπαλίκαρα του Μιλόσεβιτς, τον Αρκάν, τον Σέσελι, το στρατηγό Μλάντιτς, αλλά και τον Κάρατζιτς. «Πάμε στις πόλεις να δείρουμε τα καθάρματα», συνήθιζε να τραγουδά ο τελευταίος, ήταν αυτός που είχε διατάξει την καταστροφή της βιβλιοθήκης του Σεράγεβο, ο Μλάντιτς είχε για οδηγό του το «κάψε, χτύπα τη σάρκα, αφάνισε, διάλυσε». Οσο για τον Σέσελι, αυτού του άρεσε να «σφάζει τους Κροάτες με τα κουτάλια». Πλάι τους, στεκόταν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της διανόησης, η Σερβική Ακαδημία, ο γενειοφόρος ακαδημαϊκός Γιόβαν Ράσκοβιτς, για τον οποίο οι Σέρβοι είναι «στοματικός» λαός και, ως εκ τούτου, ήταν φύσει αδύνατον να κυριευθούν από έναν «πρωκτικό» λαό όπως οι Κροάτες. Ο εθνικός αυτός θίασος συμπληρωνόταν από ζωγράφους, μουσικούς, λυρικούς ποιητές, οι οποίοι εξυμνούσαν τον «ουράνιο σερβικό λαό», ενώ ένα σερβικό ροκ ειρωνευόταν: «Θέλουν να μας εγκαταλείψουν οι σταβλίτες της Γενεύης». Μια λαϊκή τραγουδίστρια με μακριά πόδια δήλωνε πως μόνο με τον Μιλόσεβιτς «θα το έκανε». Μαζί της και ο Εμίρ Κουστουρίτσα, με τον τρόπο του βέβαια: «Ο Σλόμπο θα τους κανονίσει όλους»!
Πώς ένας άνθρωπος πέτυχε τόσα πολλά πράγματα, οδυνηρά κατ' αρχάς για τον ίδιο του το λαό; Ο Β. Στεβάνοβιτς θεωρεί ότι η ομοιογενοποίηση της σερβικής κοινωνίας, η ακραία, ολοκληρωτική εθνικοποίησή της - κάθε πολιτική σκέψη ισοδυναμούσε με προδοσία... - έγινε εφικτή, γιατί πέτυχε αυτό που αποκαλεί η αντι-μέθοδος: να υποστηρίζεις τα ακριβώς αντίθετα από αυτά τα οποία προτίθεσαι να κάνεις, να εμφανίζεσαι ως ειρηνοποιός και αργότερα να προκαλείς όλους τους πολέμους, όλες τις τραγωδίες, χωρίς ποτέ, βέβαια, να αναλαμβάνεις και την τυπική και δημόσια ευθύνη της κήρυξής τους. Αντιθέτως, για τον Λ. Χατζηπροδρομίδη, το μόνο μη Σέρβο δημοσιογράφο τις απόψεις του οποίου παραθέτει δύο φορές στο βιβλίο του ο Στεβάνοβιτς, εδώ δεν υπάρχει καμία «αντι-μέθοδος», αλλά ένα «παράδειγμα εθελούσιας υποταγής», μια ασυνείδητη πίστη στην ψευδαίσθησή σου, «την οποία αγαπάς περισσότερο και από τη ζωή σου».
Ισως, κατά παράδοξο τρόπο, να μπορούν να ισχύουν και οι δύο εκτιμήσεις. Αραγε, η «αντι-μέθοδος» τους Μιλόσεβιτς δεν υποδεικνύει ένα τεράστιο έλλειμμα δημοκρατικής πολιτικής κουλτούρας στη Σερβία, ένα γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη ανορθολογικών «πολιτικών» ταυτοτήτων; Η έμμονη, παραληρηματική επικέντρωση της «δημόσιας συζήτησης», δηλαδή της κρατικής και παρακρατικής προπαγάνδας, στο λεγόμενο «εθνικό ζήτημα», η υποβάθμιση του δημοκρατικού ζητήματος («πρώτα το εθνικό ζήτημα, μετά η δημοκρατία»), δεν είναι ένας αψευδής δείκτης αυτής της αντιπολιτικής σύγχυσης, φορέας όλων των δεινών;
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 20/07/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις