0
Your Καλαθι
Ο επαναστάτης της αβύσσου
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Ο επαναστάτης
Πρόλογος
Το δωμάτιο μικρό, στενό, ξύλινο. Ένα τραπεζάκι κείτονταν καταμεσής του δωματίου και μια μικρή λάμπα πάνω στο τραπεζάκι να εκπέμπει όσο φως χρειάζεται. Ένας κύριος, μεσήλικας, γύρω στα 50, καθισμένος στην καρέκλα μπροστά από το τραπεζάκι, ιδρωμένος, γαλήνιος, παθιασμένος, έγραφε, έσκιζε σελίδες γεμάτες με μελάνι, κλάματα και αίματα. Αναμνήσεις, πρόσωπα, πράγματα, χώρες, εμπειρίες, στιγμές, συναισθήματα. Όλα μέσα ανακατωμένα στο νου του ανθρώπου αυτού και πάλευε, μοχθούσε να τα βάλει σε σειρά, να τα αποτυπώσει επιτέλους στο χαρτί, να πάρουν σχήμα, να μείνουν για πάντα εκεί αθάνατα, να μην τα πάρει μαζί του φεύγοντας, να τα μοιραστεί. Άνθρωποι να ταυτιστούν με κομμάτια της ζωής του, να μάθουν για αυτόν, πεθαίνοντας να μην πεθάνει. Ξαναέγραφε, ξαναέσκιζε, πέταγε τα τσαλακωμένα χαρτιά στο πάτωμα, κλάματα τον έπιαναν, απελπισία. «Δεν είμαι εγώ για αυτά, δεν θα τα κατα-φέρω» σκέφτηκε «δεν θα καταφέρω να αποτυπώσω στο χαρτί τον σκοπό της ύπαρξης μου». Ξαναέγραφε, ξαναέσκιζε. Ο επαναστάτης
Το δωμάτιο δεν είχε παράθυρα, χαμένος μέσα στον χώρο και τον χρόνο, ο συγγραφέας μας, χωρίς καν να γνωρίζει ότι ήταν, είχε απελπιστεί, πάσχιζε να ενώσει τις λέξεις, την μία πίσω από την άλλη, και να βγάλει νόημα, να ζωγραφίσει με λέξεις την ψυχή του, με λέξεις που έφτιαχναν εικόνες, ζωηρές, λυπηρές, χαρούμενες, έντονες και βαρετές.
Πρέπει να είχαν περάσει τα μεσάνυχτα όταν τελικά μια φλόγα άρχισε να απλώνεται στο κορμί του, ξεκίνησε από την καρδιά, μα γρήγορα απλώθηκε σε όλο του το σώμα, στους πνεύμονες, στο στομάχι, στα χέρια και στα πόδια, στο κεφάλι. Άρχισε να καίγεται, μα τα μάτια του έλαμψαν, πλέον ήξερε. Όλα μέσα του είχαν μπει σε τάξη, το μόνο που έμενε ήταν να ακολουθήσει τον θεό που είχε μέσα του.
Πρόλογος
Το δωμάτιο μικρό, στενό, ξύλινο. Ένα τραπεζάκι κείτονταν καταμεσής του δωματίου και μια μικρή λάμπα πάνω στο τραπεζάκι να εκπέμπει όσο φως χρειάζεται. Ένας κύριος, μεσήλικας, γύρω στα 50, καθισμένος στην καρέκλα μπροστά από το τραπεζάκι, ιδρωμένος, γαλήνιος, παθιασμένος, έγραφε, έσκιζε σελίδες γεμάτες με μελάνι, κλάματα και αίματα. Αναμνήσεις, πρόσωπα, πράγματα, χώρες, εμπειρίες, στιγμές, συναισθήματα. Όλα μέσα ανακατωμένα στο νου του ανθρώπου αυτού και πάλευε, μοχθούσε να τα βάλει σε σειρά, να τα αποτυπώσει επιτέλους στο χαρτί, να πάρουν σχήμα, να μείνουν για πάντα εκεί αθάνατα, να μην τα πάρει μαζί του φεύγοντας, να τα μοιραστεί. Άνθρωποι να ταυτιστούν με κομμάτια της ζωής του, να μάθουν για αυτόν, πεθαίνοντας να μην πεθάνει. Ξαναέγραφε, ξαναέσκιζε, πέταγε τα τσαλακωμένα χαρτιά στο πάτωμα, κλάματα τον έπιαναν, απελπισία. «Δεν είμαι εγώ για αυτά, δεν θα τα κατα-φέρω» σκέφτηκε «δεν θα καταφέρω να αποτυπώσω στο χαρτί τον σκοπό της ύπαρξης μου». Ξαναέγραφε, ξαναέσκιζε. Ο επαναστάτης
Το δωμάτιο δεν είχε παράθυρα, χαμένος μέσα στον χώρο και τον χρόνο, ο συγγραφέας μας, χωρίς καν να γνωρίζει ότι ήταν, είχε απελπιστεί, πάσχιζε να ενώσει τις λέξεις, την μία πίσω από την άλλη, και να βγάλει νόημα, να ζωγραφίσει με λέξεις την ψυχή του, με λέξεις που έφτιαχναν εικόνες, ζωηρές, λυπηρές, χαρούμενες, έντονες και βαρετές.
Πρέπει να είχαν περάσει τα μεσάνυχτα όταν τελικά μια φλόγα άρχισε να απλώνεται στο κορμί του, ξεκίνησε από την καρδιά, μα γρήγορα απλώθηκε σε όλο του το σώμα, στους πνεύμονες, στο στομάχι, στα χέρια και στα πόδια, στο κεφάλι. Άρχισε να καίγεται, μα τα μάτια του έλαμψαν, πλέον ήξερε. Όλα μέσα του είχαν μπει σε τάξη, το μόνο που έμενε ήταν να ακολουθήσει τον θεό που είχε μέσα του.
Κριτικές
03/11/2021, 15:27