Βασιλείου, Πάνος

Ο Πάνος ο Βασιλείου, του Βάσου και της Νίκης και όλων των προπατόρων του, είναι ένας άνθρωπος σαν όλους τους άλλους, ξυπνά κάθε πρωί, καθυστερημένα συνήθως, και βιάζεται να πάει στη δουλειά. Τρώει, πίνει και κάνει όλα τα υπόλοιπα που ο καθένας μας είναι υποχρεωμένος και καταδικασμένος να επιτελεί καθημερινά για να μπορεί να διατηρεί την ομοιόστασή του. Έχει πια σαρανταρήσει, αν ο προσδιορισμός της χρονικής απόστασης από την ημέρα που η μαία τον ξεπέταξε μέσα από τη μάνα του έχει κάποια σημασία να γραφτεί, ο ίδιος επιμένει ότι η χρονομετρία της ύπαρξης έπρεπε να ξεκινά από την ημέρα που τα σπερματοζωάρια του πατέρα του εισέβαλαν στον τράχηλο της μάνας του και στάθηκαν απέναντι στον γίγαντα που ονομάζεται ωάριο για να φτάσει το ένα τυχερό παιδί του σπέρματος να ενωθεί με τον γίγαντα ωάριο και να μετονομαστούν σε ζυγωτό, ισχυρίζεται ότι αν οι άνθρωποι μετρούσαν τον χρόνο τους από την μέρα που σπάρθηκαν θα είχαν μια καλύτερη αντίληψη περί ζωής καθώς θα μετρούσαν από τότε που δεν υπήρξαν ακόμη ως σκεπτόμενα πλάσματα, μπορεί και να έχει και δίκαιο… Το βιβλίο αυτό είναι το τρίτο του μυθιστόρημα μετά το “Τα μάτια Του” και το “Γενιά του Πελάγου.”