Φανερωμένου, Ευδοκία

Γεννήθηκα στην Καβάλα και εκεί έμαθα να αγαπώ τη θάλασσα και τις πατημασιές του χρόνου. Το Καρνάγιο, την Παλιά Πόλη που τσαλαβουτά τα πόδια της στην αλμύρα, τις Καμάρες, το Κάστρο, τα νεοκλασικά σπίτια με τις ωραίες αυλές και τους ψιθύρους του καπνούστα οικόσημά τους. Ήμουν τυχερή γιατί είχα και έναν έναν παππού που με ταξίδευε με ιστορίες. Κινούσαμε για το βουνό αξημέρωτα και μαζεύαμε ανάλογα με τις εποχές ανεμώνες, ρίγανη, μανιτάρια. Εκεί συνωμοτούσαμε και με τη Φαντασία παίρνοντας το κολατσιό μας κάτω από τη λεύκα που είχε φυτέψει ο προπάππος μου. Με έπαιρνε και στο χωριό του ο παππούς. Εκεί, στην αυλή της μαμάς του, έμαθα να ακούω τη φύση, να αγαπώ το διάβασμα, γνώρισα και τις ζαβολιές. Από τότε φώλιαζα κάτω από την καρυδιά και τα λέγαμε οι δυο μας. Έγραφα τις σκέψεις μας και άλλοτε τις έμπλεκα ανάμεσα σε φύλλα καλαμποκιού που γίνονταν καλάθια. Σαν μεγάλωσα και σπούδασα αρχαιολογία, πάλι με τα χώματα ανακατευόμουν, πάλι ιστορίες σκάρωνα στις τομές των ανασκαφών. Κάθε εύρημα και μια περιπέτεια. Αυτό μου το παιχνίδι το συνεχίζω μέχρι σήμερα, που διδάσκω στο σχολείο. Σκαρφιζόμαστε με τα παιδιά ιστορίες και ταξιδεύουμε παντού, συνήθως με τον πύραυλό μας, που λέγεται Πυρίστωρ. Ή άλλοτε με δικές μας χάρτινες βαρκούλες. Πόσα λόγια μας χωράνε στο σκαρί τους! Όταν δε διδάσκω και δε διαβάζω, γράφω ή παίρνω τη φωτογραφική μου απόχη και κυνηγώ στιγμές. Συχνά τότε τα δυο μου παιδιά με ρωτάνε τι κάνω και τους απαντώ: Προσπαθώ να βρω το β΄σκέλος της εξίσωσης: …+ ! + ; = Από τον καιρόπου οι λέξεις μου άρχισαν να πετούν σαν πουλιά και να συναντούν φίλους σε σελίδες και στο διαδίκτυο, το πέταγμά τους έγινε πιο ελεύθερο. Κάπως έτσι συνάντησα και το Θράσο, στη χώρα του τη Συμπαντία. Δεν ξέρω αν έτυχε ποτέ να έχει κάνει τσουλήθρα σταδικά σας τα μυαλά! Αυτό είναι κάτι που περιμένω εσείς να μου το πείτε.