0
Your Καλαθι
Γκαβαλντά, Άννα
Η Anna Gavalda γεννήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου του 1970, στη Βουλώνη-Μπιγιανκούρ. Οι γονείς της, καίτοι παριζιάνοι αστοί είχαν δύο χρόνια πριν, αποφασίσει να φύγουν από το Παρίσι και να πάνε να μείνουν στην εξοχή, σε ένα αββαείο. Εκεί, η ¶ννα πέρασε ταπαιδικά της χρόνια μαζί με τα τρία της αδέλφια που μέχρι σήμερα παραμένουν οι καλύτεροι φίλοι της.
Όταν έγινε δεκαπέντε, οι γονείς της χώρισαν. Την ¶ννα την έστειλαν σ’ ένα καθολικό σχολείο, όπου οι μαθήτριες φορούσαν μπλε ποδιά και ήταν υποχρεωμένες να προσεύχονται σε κάθε γεύμα.
Με το που τελειώνει το σχολείο-μοναστήρι, η επιθυμία της για ελευθερία είναι μεγαλύτερη από την επιθυμία της για σπουδές. Αλλάζει ένα σωρό δουλειές: καθηγήτρια γαλλικών σε ιδιωτικό σχολείο, μεταφράστριαμυθιστορημάτων «¶ρλεκιν», γράφει …περισπούδαστα άρθρα για τις... φράουλες, στο περιοδικό του Carrefour και διαβάζει πολύ.
«Πάντα μου άρεσε να γράφω. Όμως θα ήταν αλαζονεία να ισχυριστώ ότι ήθελα να γίνω συγγραφέας». «Στην αρχή δεν φανταζόμουν καν ότι θα εξέδιδαν γραπτά μου σε βιβλίο. Ήθελα μόνο να με βοηθήσουν, να κάνουν κάποιες παρατηρήσεις για τη δουλειά μου. Γύρισα όλους τους εκδοτικούς οίκους του Παρισιού με φωτοτυπίες των γραπτών μου. Δεν έλαβα ούτε μια λέξη προσωπική, μόνο τυποποιημένα γράμματα».
Το 1992, βγαίνει νικήτρια στο διαγωνισμό France Inter για την «ωραιότερη επιστολή αγάπης» (La plus belle lettre d’ amour) και το 1998 κερδίζει πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό μιας δημοτικής βιβλιοθήκης. Αγοράζει έναν υπολογιστή με το έπαθλο κι έκτοτε δεν σταματάει να γράφει. Η συνέχεια είναι γνωστή!
Πρώτο βραβείο RTL-Lire, το 2000, για την πρώτη της συλλογή από νουβέλες, (Je voudrais que quelqu’ un m’ attende quelque part) η οποία έκανε δώδεκα εκδόσεις στη Γαλλία και μεταφράστηκε σε 27 χώρες. Στα πιο τρελά όνειρά της η Anna Gavalda φανταζόταν δέκα χιλιάδες αντίτυπα. Και έπειτα, το 2002, εκδίδεται το πρώτο μυθιστόρημά της, Je l’ aimais. Σήμερα η Anna Gavalda μπορεί να έχει την πολυτέλεια να απορρίπτει τις απίθανες προτάσεις μεγάλων εκδοτών. Αντ’ αυτών προτιμά έναν μικρότερο εκδοτικό οίκο (Le Dilettante), του οποίου τις προκαταβολές αρνήθηκε, επίσης. Και παραμένει σ’ αυτόν επειδή πιστεύει ότι «τα ωραία κείμενα αξίζουν περισσότερο από τις ωραίες επιταγές.»
Στο σπίτι της δεν υπάρχουν πολλές βιβλιοθήκες, υπάρχουν όμως τρεις υπολογιστές. Ένας για τα παιδιά της και δύο για εκείνην, η μοναδική πολυτέλεια που πρόσφερε στον εαυτό της, μαζί με μια γκουβερνάντα που της άλλαξε τη ζωή. Το διαμέρισμά της είναι επιπλωμένο πολύ λιτά. «Δεν μου αρέσουν τα αντικείμενα. Όλα όσα αποτελούν την περιουσία και τη δύναμή μου βρίσκονται μέσα στο κεφάλι μου. Τα πράγματα που με κάνουν να ονειρεύομαι πραγματικά; Είναι τόσο μεγάλη πολυτέλειαπου δεν μπορώ να τα προσφέρω στον εαυτό μου: χώρος και χρόνος», συνηθίζει να λέει.
Σήμερα ζει με τα δυο παιδιά της στα περίχωρα του Παρισιού και δουλεύει, ως part timer, σ’ ένα γυμνάσιο. Γράφει χρονογραφήματα για το περιοδικό Elle και είναι μέλος της κριτικής επιτροπής για το Βραβείο Κόμικ της Ανγκουλέμ. Συγγράφει τρεις ώρες καθημερινά και τις υπόλοιπες ασχολείται με τα παιδιά της.
Έχει πτυχίο Φιλολογίας από τη Σορβόννη.
Εργογραφία:
1) Je voudrais que quelqu’ un m’ attende quelque part. J`Ai Lu (October, 2001)
2) Je l’ aimais. Ed. Le Dilettante, 2002 / J’ ai lu, 2003.
3) 35 kg d’ espoir. Ed. Bayard jeunesse, 2002.
4) Nouvelles à chute. Ed. Magnard, 2004.
5)Ensemble, c’ est tout. Ed. Le Dilettante, 2004.
Όταν έγινε δεκαπέντε, οι γονείς της χώρισαν. Την ¶ννα την έστειλαν σ’ ένα καθολικό σχολείο, όπου οι μαθήτριες φορούσαν μπλε ποδιά και ήταν υποχρεωμένες να προσεύχονται σε κάθε γεύμα.
Με το που τελειώνει το σχολείο-μοναστήρι, η επιθυμία της για ελευθερία είναι μεγαλύτερη από την επιθυμία της για σπουδές. Αλλάζει ένα σωρό δουλειές: καθηγήτρια γαλλικών σε ιδιωτικό σχολείο, μεταφράστριαμυθιστορημάτων «¶ρλεκιν», γράφει …περισπούδαστα άρθρα για τις... φράουλες, στο περιοδικό του Carrefour και διαβάζει πολύ.
«Πάντα μου άρεσε να γράφω. Όμως θα ήταν αλαζονεία να ισχυριστώ ότι ήθελα να γίνω συγγραφέας». «Στην αρχή δεν φανταζόμουν καν ότι θα εξέδιδαν γραπτά μου σε βιβλίο. Ήθελα μόνο να με βοηθήσουν, να κάνουν κάποιες παρατηρήσεις για τη δουλειά μου. Γύρισα όλους τους εκδοτικούς οίκους του Παρισιού με φωτοτυπίες των γραπτών μου. Δεν έλαβα ούτε μια λέξη προσωπική, μόνο τυποποιημένα γράμματα».
Το 1992, βγαίνει νικήτρια στο διαγωνισμό France Inter για την «ωραιότερη επιστολή αγάπης» (La plus belle lettre d’ amour) και το 1998 κερδίζει πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό μιας δημοτικής βιβλιοθήκης. Αγοράζει έναν υπολογιστή με το έπαθλο κι έκτοτε δεν σταματάει να γράφει. Η συνέχεια είναι γνωστή!
Πρώτο βραβείο RTL-Lire, το 2000, για την πρώτη της συλλογή από νουβέλες, (Je voudrais que quelqu’ un m’ attende quelque part) η οποία έκανε δώδεκα εκδόσεις στη Γαλλία και μεταφράστηκε σε 27 χώρες. Στα πιο τρελά όνειρά της η Anna Gavalda φανταζόταν δέκα χιλιάδες αντίτυπα. Και έπειτα, το 2002, εκδίδεται το πρώτο μυθιστόρημά της, Je l’ aimais. Σήμερα η Anna Gavalda μπορεί να έχει την πολυτέλεια να απορρίπτει τις απίθανες προτάσεις μεγάλων εκδοτών. Αντ’ αυτών προτιμά έναν μικρότερο εκδοτικό οίκο (Le Dilettante), του οποίου τις προκαταβολές αρνήθηκε, επίσης. Και παραμένει σ’ αυτόν επειδή πιστεύει ότι «τα ωραία κείμενα αξίζουν περισσότερο από τις ωραίες επιταγές.»
Στο σπίτι της δεν υπάρχουν πολλές βιβλιοθήκες, υπάρχουν όμως τρεις υπολογιστές. Ένας για τα παιδιά της και δύο για εκείνην, η μοναδική πολυτέλεια που πρόσφερε στον εαυτό της, μαζί με μια γκουβερνάντα που της άλλαξε τη ζωή. Το διαμέρισμά της είναι επιπλωμένο πολύ λιτά. «Δεν μου αρέσουν τα αντικείμενα. Όλα όσα αποτελούν την περιουσία και τη δύναμή μου βρίσκονται μέσα στο κεφάλι μου. Τα πράγματα που με κάνουν να ονειρεύομαι πραγματικά; Είναι τόσο μεγάλη πολυτέλειαπου δεν μπορώ να τα προσφέρω στον εαυτό μου: χώρος και χρόνος», συνηθίζει να λέει.
Σήμερα ζει με τα δυο παιδιά της στα περίχωρα του Παρισιού και δουλεύει, ως part timer, σ’ ένα γυμνάσιο. Γράφει χρονογραφήματα για το περιοδικό Elle και είναι μέλος της κριτικής επιτροπής για το Βραβείο Κόμικ της Ανγκουλέμ. Συγγράφει τρεις ώρες καθημερινά και τις υπόλοιπες ασχολείται με τα παιδιά της.
Έχει πτυχίο Φιλολογίας από τη Σορβόννη.
Εργογραφία:
1) Je voudrais que quelqu’ un m’ attende quelque part. J`Ai Lu (October, 2001)
2) Je l’ aimais. Ed. Le Dilettante, 2002 / J’ ai lu, 2003.
3) 35 kg d’ espoir. Ed. Bayard jeunesse, 2002.
4) Nouvelles à chute. Ed. Magnard, 2004.
5)Ensemble, c’ est tout. Ed. Le Dilettante, 2004.