0
Your Καλαθι
Γκοϊτισόλο, Χουάν
Ο Χουάν Γκοϊτισόλο (1931-2017) γεννιέται στη Βαρκελώνη στις 5 Ιανουαρίου 1931 στους κόλπους μιας μεγαλοαστικής οικογένειας. Ο πατέρας του, Χοσέ Μαρία Γκοϊτισόλο, βασκικής καταγωγής και ακραία συντηρητικών πολιτικών απόψεων, φυλακίστηκε για ένα διάστημα από την κυβέρνηση των Ρεπουμπλικάνων. Η μητέρα του, Χούλια Γκάι, σκοτώθηκε μπροστά στα μάτια του μικρού Γκοϊτισόλο σε αεροπορικό βομβαρδισμό της Βαρκελώνης από τους Ιταλούς συμμάχους του Φράνκο, γεγονός που τον στιγμάτισε για την υπόλοιπη ζωή του.Μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου της Ισπανίας παρακολουθεί μαθήματα σε σχολείο Ιησουιτών και αρχίζει να γράφει. Εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μαδρίτης, αλλά δεν ολοκληρώνει ποτέ τις σπουδές του. Στρέφεται προς τον μαρξισμό καιπροσχωρεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα όταν ανακαλύπτει επιστολές, με τις οποίες οι μαύροι σκλάβοι ζητούσαν τον οίκτο τού προπάππου του – ιδιοκτήτη φυτειών ζάχαρης στην Κούβα – και μαθαίνει για τις θηριωδίες του προγόνου του αλλά και όλης της οικογενείαςτου στο παρελθόν.
Στο λογοτεχνικό στερέωμα εμφανίζεται με νεορεαλιστικά μυθιστορήματα, τα οποία φυσικά απαγορεύονται στην Ισπανία του Φράνκο και τα οποία, ωστόσο, δεν ικανοποιούν ούτε τον ίδιο. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει με το φρανκικό καθεστώς τον ωθούν στο να μετακινηθεί στο Παρίσι το 1956, όπου εργάζεται ως επιμελητής για τις εκδόσεις Γκαλιμάρ. Εκεί, γνωρίζεται και με τη μετέπειτα σύζυγό του, Μονίκ Λανζ. Σύντομα –το 1963– της ομολογεί με επιστολή του την ομοφυλοφιλία του, πράξη τηνοποία αργότερα θα περιγράψει ως την πιο δύσκολη της ζωής του. Ωστόσο, η Λανζ δεν διακόπτει τη σχέση της μαζί του. Παντρεύονται το 1978 και θα παραμείνουν παντρεμένοι μέχρι τον θάνατό της, το 1996. Αμέσως μετά τον θάνατο της Λανζ ο Γκοϊτισόλο εγκαθίσταται οριστικά, μέχρι το τέλος της ζωής του, στο Μαρρακές του Μαρόκου, το οποίο για πρώτη φορά είχε επισκεφθεί το 1976.
Από τα έργα του ξεχωρίζουν: η λεγόμενη Τριλογία της Προδοσίας (Στοιχεία Ταυτότητας, Δον Χουλιάν και Χουάν, ο Άπατρις) με έντονααυτοβιογραφικά στοιχεία, μία σαφή πρόθεση ολικής ρήξης με τα στοιχεία που συνθέτουν την ισπανική κουλτούρα και ιστορία και με εξ ίσου εμφανή πρόθεση απομάκρυνσης από την τεχνοτροπία του ρεαλισμού προς μία πιο σύνθετη, εξομολογητική και πειραματική λογοτεχνία?τα Σαρακηνά Χρονικά (1981) και το Μακμπάρα (1979), με τα οποία ο Γκοϊτισόλο διακηρύσσει το πάθος του για τον αραβικό πολιτισμό? το Τοπία μετά τη Μάχη (1982), το οποίο χαρακτηρίζεται από το ιδιότυπο χιούμορ και την ειρωνεία του? το Οι Αρετέςτου Μοναχικού Πουλιού (1988), στο οποίο παντρεύονται οι πιο εκλεκτές παραδόσεις του ισπανικού χριστιανικού μυστικισμού με τις αντίστοιχες του σουφισμού, του οποίου, παρεμπιπτόντως, ο Γκοϊτισόλο υπήρξε βαθύς γνώστης και μελετητής?τα Ουραγός (1967), Αποσκιρτήσεις (1977) και Αντίρροπα Ρεύματα (1985), ορισμένες μόνο από τις εκλεκτές συλλογές δοκιμίων του και κειμένων που δημοσιεύθηκαν κατά καιρούς σε εφημερίδες?το Τετράδιο του Σαράγιεβο (1993) και το Τοπία Μάχης και στο Βάθος η Τσετσενία (1996), μετις πολεμικές του ανταποκρίσεις από το Σαράγιεβο και την Τσετσενία αντίστοιχα, διότι ο Γκοϊτισόλο υπήρξε μεταξύ άλλων και μάχιμος πολεμικός ανταποκριτής της πρώτης γραμμής μέχρι τα εβδομήντα του χρόνια.
Το 2014 του απονέμεται το Βραβείο Θερβάντες, η μεγαλύτερη διάκριση στον χώρο της ισπανόφωνης λογοτεχνίας.
Πεθαίνει το 2017 στο Μαρόκο.
Στο λογοτεχνικό στερέωμα εμφανίζεται με νεορεαλιστικά μυθιστορήματα, τα οποία φυσικά απαγορεύονται στην Ισπανία του Φράνκο και τα οποία, ωστόσο, δεν ικανοποιούν ούτε τον ίδιο. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει με το φρανκικό καθεστώς τον ωθούν στο να μετακινηθεί στο Παρίσι το 1956, όπου εργάζεται ως επιμελητής για τις εκδόσεις Γκαλιμάρ. Εκεί, γνωρίζεται και με τη μετέπειτα σύζυγό του, Μονίκ Λανζ. Σύντομα –το 1963– της ομολογεί με επιστολή του την ομοφυλοφιλία του, πράξη τηνοποία αργότερα θα περιγράψει ως την πιο δύσκολη της ζωής του. Ωστόσο, η Λανζ δεν διακόπτει τη σχέση της μαζί του. Παντρεύονται το 1978 και θα παραμείνουν παντρεμένοι μέχρι τον θάνατό της, το 1996. Αμέσως μετά τον θάνατο της Λανζ ο Γκοϊτισόλο εγκαθίσταται οριστικά, μέχρι το τέλος της ζωής του, στο Μαρρακές του Μαρόκου, το οποίο για πρώτη φορά είχε επισκεφθεί το 1976.
Από τα έργα του ξεχωρίζουν: η λεγόμενη Τριλογία της Προδοσίας (Στοιχεία Ταυτότητας, Δον Χουλιάν και Χουάν, ο Άπατρις) με έντονααυτοβιογραφικά στοιχεία, μία σαφή πρόθεση ολικής ρήξης με τα στοιχεία που συνθέτουν την ισπανική κουλτούρα και ιστορία και με εξ ίσου εμφανή πρόθεση απομάκρυνσης από την τεχνοτροπία του ρεαλισμού προς μία πιο σύνθετη, εξομολογητική και πειραματική λογοτεχνία?τα Σαρακηνά Χρονικά (1981) και το Μακμπάρα (1979), με τα οποία ο Γκοϊτισόλο διακηρύσσει το πάθος του για τον αραβικό πολιτισμό? το Τοπία μετά τη Μάχη (1982), το οποίο χαρακτηρίζεται από το ιδιότυπο χιούμορ και την ειρωνεία του? το Οι Αρετέςτου Μοναχικού Πουλιού (1988), στο οποίο παντρεύονται οι πιο εκλεκτές παραδόσεις του ισπανικού χριστιανικού μυστικισμού με τις αντίστοιχες του σουφισμού, του οποίου, παρεμπιπτόντως, ο Γκοϊτισόλο υπήρξε βαθύς γνώστης και μελετητής?τα Ουραγός (1967), Αποσκιρτήσεις (1977) και Αντίρροπα Ρεύματα (1985), ορισμένες μόνο από τις εκλεκτές συλλογές δοκιμίων του και κειμένων που δημοσιεύθηκαν κατά καιρούς σε εφημερίδες?το Τετράδιο του Σαράγιεβο (1993) και το Τοπία Μάχης και στο Βάθος η Τσετσενία (1996), μετις πολεμικές του ανταποκρίσεις από το Σαράγιεβο και την Τσετσενία αντίστοιχα, διότι ο Γκοϊτισόλο υπήρξε μεταξύ άλλων και μάχιμος πολεμικός ανταποκριτής της πρώτης γραμμής μέχρι τα εβδομήντα του χρόνια.
Το 2014 του απονέμεται το Βραβείο Θερβάντες, η μεγαλύτερη διάκριση στον χώρο της ισπανόφωνης λογοτεχνίας.
Πεθαίνει το 2017 στο Μαρόκο.