Καμπανίλε, Ακίλε
Ο Ακίλε Καμπανίλε γεννήθηκε στην Ρώμη στις 28 Σεπτεμβρίου 1899. Έγραψε μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, άρθρα και τηλεοπτικές κριτικές και έγινε γνωστός από το σουρρεαλιστικό του χιούμορ και τα λογοπαίγνια του. Πέθανε στο Lariano στις 4 Ιανουαρίου 1977.
«Κάποτε ξέμεινα από χρήματα. Πήγα στην τράπεζα, και λέω στον υπάλληλο: “Μπορείτε να μου δανείσετε εκατό χιλιάδες λιρέτες;” “Πλάκα μού κάνετε”, μου είπε εκείνος. Τότε συνειδητοποίησα πως είμαι χιουμορίστας».
Κάπως έτσι μιλάει για τονεαυτό του ο Καμπανίλε, αλλά δεν ξέρουμε αν το περιστατικό είναι αληθινό ή αν (πράγμα πιθανότερο) το κατέβασε από το μυαλό του. Πιο κοντά στην πραγματικότητα μοιάζει μια άλλη ιστορία, αυτή που θέλει τον Καμπανίλε, πρώην υπάλληλο υπουργείου και φρέσκουπό δοκιμήν χρονογράφο, να σχολιάζει την περίπτωση μιας χήρας που, πηγαίνοντας κάθε μέρα λουλούδια στον τάφο του συζύγου της, βρίσκεται κάποτε νεκρή πάνω στο μάρμαρο – κι ο Καμπανίλε να αποδίδει το γεγονός με χιουμοριστικό, και ανίερο, τρόπο. Ο αρχισυντάκτης του δεν ήξερε αν έχει να κάνει με ένα ιδιοφυές ταλέντο ή με κάποιον ανισόρροπο. Του έδωσε πάντως την ευκαιρία να συνεχίσει. Και μάλλον η ιστορία τον δικαίωσε.
Ο ιδιόμορφος αυτός συγγραφέας, που, παρά την αποδοχή του από το ευρύ κοινό και την πρώιμη στήριξη σπουδαίων συμπατριωτών και ομοτέχνων του όπως οι νομπελίστες Λουίτζι Πιραντέλλο και Εουτζένιο Μοντάλε, συνάντησε την αδιαφορία ή και την απόρριψη των κριτικών της εποχής του, οφείλει την “επανανακάλυψη” και την “αποκατάστασή”του σε διανοητές της δεκαετίας του ’70, οι οποίοι εστίασαν στην υπερρεαλιστική του φλέβα και είδαν στο πρόσωπό του έναν πρόδρομο του Ιονέσκο. Και ο πολύς Ουμπέρτο Έκο, στα δοκίμιά του «Έξι περιπλανήσεις στο δάσος της αφήγησης», τον χαρακτήρισε “άφθαστο κωμικό συγγραφέα”.
Τι να κράτησε απ’ όλα αυτά ο Καμπανίλε; Παρ’ όλα του τα παράπονα για τη μη αποδοχή της δουλειάς του από τους ομοτέχνους (παράπονα που αποτυπώνονται έμμεσα ή άμεσα σε πολλά του έργα), αρνήθηκε να ενταχθεί σε σχήματα. Οιταλός κύριος που κυκλοφορούσε στα νιάτα του με μονόκλ και ρολόι τσέπης με καδένα, ενώ στο γήρας του με τη μακριά γενειάδα ενός γκουρού, εξακολούθησε ανεπηρέαστος τη δουλειά του: να γράφει ακαταπαύστως – μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, σενάρια για το σινεμά, αλλά και χρονογραφήματα, επιφυλλίδες, ακόμα και τηλεοπτική κριτική για κάποια περίοδο. Άλλωστε, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος στο παρόν μυθιστόρημα, «το χιούμορ είναι μια σειρά εκδικήσεων που παίρνει ένας πνευματώδης άνθρωπος».
Και πράγματι, σε ολόκληρο το έργο του διακρίνει κανείς μια συστηματική παρακολούθηση, αποτύπωση και διακωμώδηση των ανθρώπινων συμπεριφορών. Ο έρωτας και τα εμπόδιά του, οι συμβάσεις του συζυγικού και οικογενειακού βίου, οι κοινωνικές εκδηλώσεις, το θολό τοπίο της συγγραφικής συντεχνίας, οι παρωδίες λογοτεχνικών έργων ή παραθεμάτων, ακόμα και θέματα ταμπού, όπως ο θάνατος. Ζευγάρια που κάνουν τη γαμήλια δεξίωσή τους μαζί και μπερδεύονται τελικά μεταξύ τους• ατσαλάκωτες οικογενειακές ζωές που κρύβουν εντάσεις μεγάλες• ομαδικές παρακρούσεις (όπως το ποδόσφαιρο) που διακωμωδούνται• ακόμα και η γελοιογράφηση του θανάτου και των αντιδράσεων που προκαλεί, στην περίπτωση ενός παραγνωρισμένου συγγραφέα που τη φέρνει σε όλους όταν νεκρανασταίνεται. Κι όλα τούταμε εμμονή στην παραδοξολογία, με μια γλώσσα που, παρότι πολύ επεξεργασμένη και ίσως παλιομοδίτικη, ο Καμπανίλε δεν διστάζει να την εξωθήσει στα όριά της με ασταμάτητα λογοπαίγνια, και να τη συμπυκνώσει, ενίοτε, σε αλλόκοτους και απρόσμενους αφορισμούς.