0
Your Καλαθι
Ντεμπόρ, Γκυ
Ο Γκυ Ντεμπόρ γεννήθηκε στο Παρίσι το 1931, συγγραφέας, κινηματογραφιστής και ιδρυτής των κινημάτων «Λεττριστική Διεθνής» («Lettrist International») και «Καταστασιακή Διεθνής» («Situationist International» ή SI) και για ένα μικρό διάστημα μέλος της ομάδας «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» («Socialisme ou Barbarie»), ένα από τα ανατρεπτικότερα πνεύματα του 20ου αιώνα.Έμεινε ορφανός από πατέρα πολύ νωρίς και ανατράφηκε από την γιαγιά του σε διάφορες μεσογειακές πόλεις. Γράφτηκε στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου των Παρισίων, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του για να ασχοληθεί με την ποίηση, την συγγραφή και τον κινηματογράφο, έχοντας ήδη μία βαθιά καλλιέργεια και άριστη γνώση της γαλλικής λογοτεχνίας και των πολιτικο-κοινωνικών θεωριών του 19ου και 20ου αιώνα.
Τον Ιούνιο του 1952 ίδρυσε μαζί με τον Gil Joseph Wolman το καλλιτεχνικό κίνημα των «Λεττριστών» («Λεττριστική Διεθνής», «Internationale Lettriste», που στο διάστημα 1952 – 1954 εξέδωσε 14 τεύχη της ομώνυμης επιθεώρησης) μέσα από το οποίο γνώρισε την ρωσοεβραία σύζυγό του Μισέλ Μπερνστάϊν (Michele Bernstein) την οποία νυμφεύθηκε το 1953. Στις 22 Ιουνίου 1954 η «Λεττριστική Διεθνής», εξέδωσε προς υποστήριξη των απόψεών της το δελτίο «Potlatsch» (με υπότιτλο «Bulletin d'information du groupe fran?ais de l'Internationale lettriste», 1954 – 1959, 30 συνολικά τεύχη), ονομασμένο έτσι από ένα παλαιό ινδιάνικο έθιμο που ήθελε να καταστρέφονται τα «επικίνδυνα» δώρα ως επίδειξη δύναμης του δωρολήπτη, αλλά και ως συνειδητή άρνηση όλων των υλικών αγαθών.
Αφού είχε ήδη διαγράψει την πλειοψηφία των μελών της «Λεττριστικής Διεθνούς», στις 13 Ιανουαρίου 1957 ο Ντεμπόρ διέγραψε τελικά και αυτόν ακόμα τον Wolman, για άγνωστους λόγους και παρά την αντίδραση ακόμα και της συζύγου του Μισέλ. Έξι μήνες αργότερα, στις 28 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς ίδρυσε στην Cosio di Arroscia της ιταλικής Λιγουρίας με πολλούς άλλους νέους συνεργάτες την «Καταστασιακή Διεθνή» («Internationale Situationniste», 1957 – 1972), ως διεθνή οργάνωση, η οποία κατά τα γραφέντα από τον Μπομπ Μπλακ (Bob Black), «έχοντας ως έδρα και ορμητήριο το Παρίσι, ανέλαβε ως στόχο την αναδημιουργία του εγχειρήματος των ιστορικών πρωτοποριών, αλλά σε μία καινούργια και ανώτερη κλίμακα που θα καθιστούσε αδύνατο τον οποιονδήποτε συμβιβασμό». Αρχικά η νέα εκείνη οργάνωση αποτελούσε συγχώνευση της «Λεττριστικής Διεθνούς» και του «Διεθνούς Κινήματος για ένα Φανταστικό Μπάουχαουζ» του ζωγράφου Άσγκερ Γιόρν (Asger Jorn, 1914 - 1973), του πειραματιστή των εικαστικών τεχνών Τζουζέπε Πίνοτ – Γκαλίτσο και πρώην μελών της διεθνούς καλλιτεχνικής ομάδας «Κόμπρα» («Cobra», έτος διάλυσης: 1951), το οποίο επεδίωκε την δημιουργική «απελευθέρωση των μορφών», ωστόσο με τον καιρό ο χαρακτήρας της οργάνωσης άλλαξε αρκετά.
Μετά από την 5η ετήσια συνδιάσκεψή της στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας το έτος 1962, η «Καταστασιακή Διεθνής» υιοθέτησε ακραία πολιτική – επαναστατική θέση και προσανατολισμό, διέγραψε αρκετά «αφοπλισμένα» και «απλώς καλλιτεχνίζοντα» μέλη της από την Γερμανία και τις Σκανδιναβικές χώρες και συσπειρωμένη γύρω από τις ανατρεπτικές θέσεις του Ντεμπόρ, αλλά και των Ραούλ Βανεγκέμ και Μουσταφά Καγιάτι, κατόρθωσε να οργανώσει την ιδιαίτερη θεωρητική της συνοχή και διεισδυτικότητα στον εργατικό και φοιτητικό χώρο, δημιουργώνας μάλιστα στον δεύτερο το περίφημο «σκάνδαλο του Στρασβούργου» που στάθηκε ο προάγγελος της εξέγερσης του Μάη του 1968.
Το 1967 ο Ντεμπόρ κυκλοφόρησε το διεισδυτικό βιβλίο του «Η Κοινωνία του Θεάματος» («La Societe du Spectacle», «Society of the Spectacle»), το οποίο θα γίνει τρόπον τινά η «Βίβλος» των καταστασιακών και θα επηρεάσει έντονα το γαλλικό, και όχι μόνο, επαναστατικό κίνημα της επόμενης χρονιάς. Πολλές φράσεις της «Κοινωνίας του Θεάματος» φιγουράριζαν τον Μάη του 1968 ως συνθήματα των εξεγερμένων στους τοίχους του Παρισιού. Το 1972 η «Καταστασιακή Διεθνής» προχώρησε σε μία ακόμα συζήτηση προσανατολισμού, όπου ο Ντεμπόρ πρότεινε και πέτυχε την αυτοδιάλυσή της για να αποφευχθεί η επαναφομοίωσή της από το σύστημα και το κατεστημένο, αν και έκτοτε πάμπολλες ομάδες ανά τον κόσμο ακολούθησαν τις θέσεις και κατευθύνεις της.
Μετά την διάλυση της «Διεθνούς», ο Ντεμπόρ απομονώθηκε και αφιερώθηκε στο διάβασμα και στο επιλεκτικό γράψιμο, ενώ, επανερχόμενος στον χώρο του κινηματογράφου, δημιούργησε κάποιες ταινίες με χρηματοδότηση από τον πλούσιο παραγωγό και εκδότη Gerard Lebovici. Από τις ταινίες του εκείνης της περιόδου ξεχώρησαν η κινηματογραφική απόδοση της «Κοινωνίας του Θεάματος» το 1973 και η σχεδόν αυτοβιογραφική ταινία «In Girum Imus Nocte Et Consumimur Igni» («Κάνουμε κύκλους μέσα στην νύχτα και αναλωνόμαστε από φωτιά») το 1978, η οποία έμελλε να είναι και η τελευταία ταινία του.
Η φορτωμένη καταχρήσεις ζωή του, επιβάρυνε την υγεία του. Στις 30 Νοεμβρίου 1994 σε ηλικία 62 ετών πληροφορήθηκε ότι πάσχει από αλκοολική πολυνευρίτιδα και προτίμησε την αξιοπρέπεια της άμεσης αποχώρησης από τον κόσμο των θνητών, αυτοκτονώντας με μία σφαίρα στην καρδιά του.
Τον Ιούνιο του 1952 ίδρυσε μαζί με τον Gil Joseph Wolman το καλλιτεχνικό κίνημα των «Λεττριστών» («Λεττριστική Διεθνής», «Internationale Lettriste», που στο διάστημα 1952 – 1954 εξέδωσε 14 τεύχη της ομώνυμης επιθεώρησης) μέσα από το οποίο γνώρισε την ρωσοεβραία σύζυγό του Μισέλ Μπερνστάϊν (Michele Bernstein) την οποία νυμφεύθηκε το 1953. Στις 22 Ιουνίου 1954 η «Λεττριστική Διεθνής», εξέδωσε προς υποστήριξη των απόψεών της το δελτίο «Potlatsch» (με υπότιτλο «Bulletin d'information du groupe fran?ais de l'Internationale lettriste», 1954 – 1959, 30 συνολικά τεύχη), ονομασμένο έτσι από ένα παλαιό ινδιάνικο έθιμο που ήθελε να καταστρέφονται τα «επικίνδυνα» δώρα ως επίδειξη δύναμης του δωρολήπτη, αλλά και ως συνειδητή άρνηση όλων των υλικών αγαθών.
Αφού είχε ήδη διαγράψει την πλειοψηφία των μελών της «Λεττριστικής Διεθνούς», στις 13 Ιανουαρίου 1957 ο Ντεμπόρ διέγραψε τελικά και αυτόν ακόμα τον Wolman, για άγνωστους λόγους και παρά την αντίδραση ακόμα και της συζύγου του Μισέλ. Έξι μήνες αργότερα, στις 28 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς ίδρυσε στην Cosio di Arroscia της ιταλικής Λιγουρίας με πολλούς άλλους νέους συνεργάτες την «Καταστασιακή Διεθνή» («Internationale Situationniste», 1957 – 1972), ως διεθνή οργάνωση, η οποία κατά τα γραφέντα από τον Μπομπ Μπλακ (Bob Black), «έχοντας ως έδρα και ορμητήριο το Παρίσι, ανέλαβε ως στόχο την αναδημιουργία του εγχειρήματος των ιστορικών πρωτοποριών, αλλά σε μία καινούργια και ανώτερη κλίμακα που θα καθιστούσε αδύνατο τον οποιονδήποτε συμβιβασμό». Αρχικά η νέα εκείνη οργάνωση αποτελούσε συγχώνευση της «Λεττριστικής Διεθνούς» και του «Διεθνούς Κινήματος για ένα Φανταστικό Μπάουχαουζ» του ζωγράφου Άσγκερ Γιόρν (Asger Jorn, 1914 - 1973), του πειραματιστή των εικαστικών τεχνών Τζουζέπε Πίνοτ – Γκαλίτσο και πρώην μελών της διεθνούς καλλιτεχνικής ομάδας «Κόμπρα» («Cobra», έτος διάλυσης: 1951), το οποίο επεδίωκε την δημιουργική «απελευθέρωση των μορφών», ωστόσο με τον καιρό ο χαρακτήρας της οργάνωσης άλλαξε αρκετά.
Μετά από την 5η ετήσια συνδιάσκεψή της στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας το έτος 1962, η «Καταστασιακή Διεθνής» υιοθέτησε ακραία πολιτική – επαναστατική θέση και προσανατολισμό, διέγραψε αρκετά «αφοπλισμένα» και «απλώς καλλιτεχνίζοντα» μέλη της από την Γερμανία και τις Σκανδιναβικές χώρες και συσπειρωμένη γύρω από τις ανατρεπτικές θέσεις του Ντεμπόρ, αλλά και των Ραούλ Βανεγκέμ και Μουσταφά Καγιάτι, κατόρθωσε να οργανώσει την ιδιαίτερη θεωρητική της συνοχή και διεισδυτικότητα στον εργατικό και φοιτητικό χώρο, δημιουργώνας μάλιστα στον δεύτερο το περίφημο «σκάνδαλο του Στρασβούργου» που στάθηκε ο προάγγελος της εξέγερσης του Μάη του 1968.
Το 1967 ο Ντεμπόρ κυκλοφόρησε το διεισδυτικό βιβλίο του «Η Κοινωνία του Θεάματος» («La Societe du Spectacle», «Society of the Spectacle»), το οποίο θα γίνει τρόπον τινά η «Βίβλος» των καταστασιακών και θα επηρεάσει έντονα το γαλλικό, και όχι μόνο, επαναστατικό κίνημα της επόμενης χρονιάς. Πολλές φράσεις της «Κοινωνίας του Θεάματος» φιγουράριζαν τον Μάη του 1968 ως συνθήματα των εξεγερμένων στους τοίχους του Παρισιού. Το 1972 η «Καταστασιακή Διεθνής» προχώρησε σε μία ακόμα συζήτηση προσανατολισμού, όπου ο Ντεμπόρ πρότεινε και πέτυχε την αυτοδιάλυσή της για να αποφευχθεί η επαναφομοίωσή της από το σύστημα και το κατεστημένο, αν και έκτοτε πάμπολλες ομάδες ανά τον κόσμο ακολούθησαν τις θέσεις και κατευθύνεις της.
Μετά την διάλυση της «Διεθνούς», ο Ντεμπόρ απομονώθηκε και αφιερώθηκε στο διάβασμα και στο επιλεκτικό γράψιμο, ενώ, επανερχόμενος στον χώρο του κινηματογράφου, δημιούργησε κάποιες ταινίες με χρηματοδότηση από τον πλούσιο παραγωγό και εκδότη Gerard Lebovici. Από τις ταινίες του εκείνης της περιόδου ξεχώρησαν η κινηματογραφική απόδοση της «Κοινωνίας του Θεάματος» το 1973 και η σχεδόν αυτοβιογραφική ταινία «In Girum Imus Nocte Et Consumimur Igni» («Κάνουμε κύκλους μέσα στην νύχτα και αναλωνόμαστε από φωτιά») το 1978, η οποία έμελλε να είναι και η τελευταία ταινία του.
Η φορτωμένη καταχρήσεις ζωή του, επιβάρυνε την υγεία του. Στις 30 Νοεμβρίου 1994 σε ηλικία 62 ετών πληροφορήθηκε ότι πάσχει από αλκοολική πολυνευρίτιδα και προτίμησε την αξιοπρέπεια της άμεσης αποχώρησης από τον κόσμο των θνητών, αυτοκτονώντας με μία σφαίρα στην καρδιά του.