0
Your Καλαθι
Ρομπ-Γκριγιέ, Αλαίν
O Αλαίν Ρομπ-Γκριγιέ (1922-2008) γεννήθηκε στη Βρέστη, από γονείς επιστήμονες και μηχανικούς. Σπούδασε στο Εθνικό Αγρονομικό Ινστιτούτο της Γαλλίας, από όπου πήρε το δίπλωμά του το 1944, και εργάστηκε για ένα διάστημα στη Μαρτινίκα πάνω στην αντιμετώπιση των ασθενειών της μπανάνας. Εμφανίζεται στη λογοτεχνία με το "Gommes" (1953, βραβείο Feneon) και το "Le Voyeur" (1955, βραβείο των Κριτικών), ενώ από το 1955 γίνεται μέλος της εκδοτικής επιτροπής των "Editions de Minuit". Ακολουθούν τα βιβλία "La Jalousie" ("Η ζήλεια", 1957), "Dans le labyrinthe" (1959), "La Maison de rendez-vous" ("Το σπίτι των ραντεβού", 1965), "Projet pour une revolution a New-York" (1970), κ.ά. Το 1961 γράφει το σενάριο για την ταινία του Αλαίν Ρενέ "Πέρυσι στο Μάριενμπαντ", μια ταινία-σύμβολο του γαλλικού νέου κύματος που εξακολουθεί να απασχολεί και σήμερα τους θεωρητικούς του κινηματογράφου. Σκηνοθετεί ο ίδιος τις ταινίες: "L'homme qui ment" (1968), "L'Eden et apres" (1970), "Glissements progressifs du plaisir"(1974), "Le jeu avec le feu" (1975), "La belle captive" (1986), κ.ά. Μεταξύ 1971-1995 διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (ΝΥU). Το 2004 έγινε δεκτός στη Γαλλική Ακαδημία. Πέθανε από καρδιά στις 18 Φεβρουαρίου του 2008, στην Καέν.
Συγκεντρωμένα δοκίμιά του, που είχαν δημοσιευθεί πρώτα στον τύπο ή σε περιοδικά και εκδόθηκαν στη συνέχεια υπό τον τίτλο "Pour un nouveau roman" (1963), αποτελούν, μαζί με το "L' Ere du soupcon" της Ναταλί Σαρότ (1956), το μανιφέστο του λεγόμενου "Νέου Μυθιστορήματος". Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό κίνημα που συγκεντρώνει καινοτόμους συγγραφείς όπως η Ναταλί Σαρότ, ο Μισέλ Μπιτόρ και ο Κλοντ Σιμόν. Κοινό στοιχείο αυτής της ομάδας συγγραφέων είναι η άρνηση της σύμβασης του αναπαραστατικού ρεαλισμού. Διακήρυξαν την πτώχευση της στρατευμένης λογοτεχνίας και υπερασπίστηκαν την αυτονομία του καλλιτέχνη και την ανάγκη μιας νέας μορφής ικανής να εκφράσει μια νέα πραγματικότητα. Από τους πρώτους που υπέγραψαν το "Μανιφέστο των 121 για το δικαίωμα της ανυπακοής" εναντίον του πολέμου της Αλγερίας, ο Ρομπ-Γκριγιέ έδειξε ότι μπορεί κανείς ταυτόχρονα να είναι "αδέσμευτος" ως συγγραφέας και "στρατευμένος" ως πολίτης που ενδιαφέρεται για τα προβλήματα της εποχής του. Στους κριτικούς που τον κατηγόρησαν για"αντικειμενισμό" και ψυχρό φορμαλισμό, απάντησε ότι η άρνηση του μεταφυσικού "βάθους" δε συνεπάγεται και εγκατάλειψη του ανθρώπου, ακόμα κι αν ο παραδοσιακός λογοτεχνικός ήρωας έχει εκλείψει. Εκεί που οι λάτρεις της παράδοσης κατακρίνουν τον εικονοκλαστικό του χαρακτήρα, οι "μοντέρνοι" -Μπαρτ και Μπλανσό μεταξύ άλλων- αποκαλύπτουν τις αντικειμενικές, υποκειμενικές, φαινομενολογικές, ψυχολογικές, παιγνιώδεις κλπ. όψεις του έργου του. Ο Ρομπ-Γκριγιέ εξακολούθησε μέχρι το τέλος με το χαρακτηριστικό του χιούμορ, να αναπροσδιορίζει τη θέση του και να παράγει κείμενα που ακόμα και σήμερα υπερβαίνουν τις κριτικές ερμηνείες. Έτσι, το φθινόπωρο του 2001, η έκδοση της "Επανάληψης" αποτέλεσε και πάλι ένα από τα γεγονότα της λογοτεχνικής σεζόν. Ο Γκριγιέ πράγματι πρόβαλε με υποδειγματικό τρόπο, τη στενή σχέση που υπάρχει μεταξύ κριτικής και δημιουργίας, σχέση που χαρακτηρίζει τον μοντερνισμό: τα "νέα μυθιστορήματά" του, που σχολιάζουν και περιπαίζουν τις ίδιες του τις αφηγηματικές τεχνικές, προεκτείνουν τα κριτικά του δοκίμια και μας καλούν να προβληματιστούμε πάνω στα μέσα με τα οποία εμείς οι ίδιοι επινοούμε τον εαυτό μας, και στον τρόπο με τον οποίο αφηγούμαστε τη ζωή μας.
Συγκεντρωμένα δοκίμιά του, που είχαν δημοσιευθεί πρώτα στον τύπο ή σε περιοδικά και εκδόθηκαν στη συνέχεια υπό τον τίτλο "Pour un nouveau roman" (1963), αποτελούν, μαζί με το "L' Ere du soupcon" της Ναταλί Σαρότ (1956), το μανιφέστο του λεγόμενου "Νέου Μυθιστορήματος". Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό κίνημα που συγκεντρώνει καινοτόμους συγγραφείς όπως η Ναταλί Σαρότ, ο Μισέλ Μπιτόρ και ο Κλοντ Σιμόν. Κοινό στοιχείο αυτής της ομάδας συγγραφέων είναι η άρνηση της σύμβασης του αναπαραστατικού ρεαλισμού. Διακήρυξαν την πτώχευση της στρατευμένης λογοτεχνίας και υπερασπίστηκαν την αυτονομία του καλλιτέχνη και την ανάγκη μιας νέας μορφής ικανής να εκφράσει μια νέα πραγματικότητα. Από τους πρώτους που υπέγραψαν το "Μανιφέστο των 121 για το δικαίωμα της ανυπακοής" εναντίον του πολέμου της Αλγερίας, ο Ρομπ-Γκριγιέ έδειξε ότι μπορεί κανείς ταυτόχρονα να είναι "αδέσμευτος" ως συγγραφέας και "στρατευμένος" ως πολίτης που ενδιαφέρεται για τα προβλήματα της εποχής του. Στους κριτικούς που τον κατηγόρησαν για"αντικειμενισμό" και ψυχρό φορμαλισμό, απάντησε ότι η άρνηση του μεταφυσικού "βάθους" δε συνεπάγεται και εγκατάλειψη του ανθρώπου, ακόμα κι αν ο παραδοσιακός λογοτεχνικός ήρωας έχει εκλείψει. Εκεί που οι λάτρεις της παράδοσης κατακρίνουν τον εικονοκλαστικό του χαρακτήρα, οι "μοντέρνοι" -Μπαρτ και Μπλανσό μεταξύ άλλων- αποκαλύπτουν τις αντικειμενικές, υποκειμενικές, φαινομενολογικές, ψυχολογικές, παιγνιώδεις κλπ. όψεις του έργου του. Ο Ρομπ-Γκριγιέ εξακολούθησε μέχρι το τέλος με το χαρακτηριστικό του χιούμορ, να αναπροσδιορίζει τη θέση του και να παράγει κείμενα που ακόμα και σήμερα υπερβαίνουν τις κριτικές ερμηνείες. Έτσι, το φθινόπωρο του 2001, η έκδοση της "Επανάληψης" αποτέλεσε και πάλι ένα από τα γεγονότα της λογοτεχνικής σεζόν. Ο Γκριγιέ πράγματι πρόβαλε με υποδειγματικό τρόπο, τη στενή σχέση που υπάρχει μεταξύ κριτικής και δημιουργίας, σχέση που χαρακτηρίζει τον μοντερνισμό: τα "νέα μυθιστορήματά" του, που σχολιάζουν και περιπαίζουν τις ίδιες του τις αφηγηματικές τεχνικές, προεκτείνουν τα κριτικά του δοκίμια και μας καλούν να προβληματιστούμε πάνω στα μέσα με τα οποία εμείς οι ίδιοι επινοούμε τον εαυτό μας, και στον τρόπο με τον οποίο αφηγούμαστε τη ζωή μας.