0
Your Καλαθι
Σαντς, Μπόμπυ
Ο Μπόμπυ Σαντς γεννήθηκε το 1954 στο βόρειο Μπέλφαστ. Η ζωή στην γκετοποιημένη, υποβαθμισμένη γειτονιά τον παρακίνησε να δραστηριοποιηθεί από πολύ νωρίς. Στα 18 του χρόνια έγινε μέλος του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA). Στο ημερολόγιό του έγραφε: "Η ζωή μου τώρα έχει αλλάξει. Τις νύχτες κοιμάμαι υποχρεωτικά με το ένα μάτι ανοιχτό κι όταν διεξάγουμε κάποια επιχείρηση, είμαστε συνέχεια σε εγρήγορση, για να αποφύγουμε τους ελέγχους των Βρετανών. Ο κόσμος όμως είναι στο πλευρό μας. Δεν είναιμονάχα το ότι μας άνοιξαν διάπλατα τα σπίτια τους κι ότι μας βοηθούν όπως μπορούν, αλλά το ότι μας έχουν ανοίξει την καρδιά τους. Έμαθα ότι χωρίς τη συμπαράσταση του κόσμου, δεν είναι δυνατόν να επιβιώσουμε πολιτικά και τώρα ξέρω ότι τους χρωστώ τα πάντα". Τον Οκτώβριο του 1972, ο Μπόμπυ Σαντς συλλαμβάνεται για πρώτη φορά. Κατηγορείται για οπλοκατοχή (τέσσερα περίστροφα, που βρέθηκαν στο σπίτι όπου φιλοξενείτο) και καταδικάζεται σε τρία χρόνια φυλάκιση, στα μπουντρούμια του Long Kesh. Στη διάρκεια αυτών των ετών, διαβάζει όσο μπορεί περισσότερο και μαθαίνει μόνος του ιρλανδικά. Αργότερα, θα μεταδώσει όσα έμαθε στους συγκρατούμενούς του, στη διαβόητη Πτέρυγα Η. Το 1976 αποφυλακίζεται και επιστρέφει στο Τουίνμπρουκ, του Δυτικού Μπέλφαστ, στοοποίο διαμένει η οικογένειά του, πολύ κοντά στην "υγειονομική" διαχωριστική ζώνη, που απαγορεύει την ελεύθερη διακίνηση Καθολικών και Προτεσταντών. Εκεί γίνεται ενεργό μέλος της κοινότητάς του. Ασχολείται με το Σύνδεσμο Ενοικιαστών και πείθει τα ταξίτης περιοχής να μεταφέρουν κόσμο από τη μία περιοχή στην άλλη, δεδομένου ότι τα λεωφορεία δεν επαρκούσαν. Μέσα σε έξι μήνες, συλλαμβάνεται ξανά, έπειτα από βομβιστική επίθεση και ανταλλαγή πυρών. Ο Μπόμπυ τη στιγμή της έκρηξης και των γεγονότων πουακολούθησαν, βρισκόταν μέσα σ ένα αμάξι λίγο πιο κει και η Αστυνομία βρήκε πάνω του ένα ρεβόλβερ. Με αυτά τα "αποδεικτικά στοιχεία" προσάγεται σε δίκη μαζί με άλλους τρεις συντρόφους του, αφού πρώτα υποβάλλεται σε εξουθενωτική εξαήμερη ανάκριση και υφίσταται κάθε λογής βασανιστήρια. Αρνείται να απαντήσει σε οτιδήποτε άλλο, εκτός από το όνομά του, την ηλικία του και τη διεύθυνση κατοικίας του. Παραμένει υπόδικος για έντεκα μήνες και τελικά, η δίκη γίνεται το Σεπτέμβριο του 1977. Όπως και την άλληφορά, αρνείται να αναγνωρίσει το κύρος των Δικαστικών Αρχών. Ο δικαστής παραδέχεται ότι τα "αποδεικτικά στοιχεία" είναι σαθρά, ωστόσο τον καταδικάζει μαζί με τους συντρόφους του σε δεκατέσσερα χρόνια κάθειρξη (έκαστος) για οπλοκατοχή (το ένα και μοναδικό ρεβόλβερ).
Τον μεταφέρουν στη φυλακή της οδού Κράμλιν, όπου περνά τις πρώτες 22 ημέρες ολόγυμνος και σε τέλεια απομόνωση. Έπειτα μεταφέρεται στην Πτέρυγα Η του Long Kesh, όπου μαζί με άλλους συγκρατούμενούς του ξεκινούν τη διαμαρτυρίατης "κουβέρτας" (δεδομένου ότι δεν τους επιτρεπόταν να φορούν τα πολιτικά τους ρούχα, αφού δεν τους αναγνώριζαν ως Πολιτικούς κρατούμενους). Αρχίζει να αρθρογραφεί στην "An Phobnacht/Republican News", σε χαρτί τουαλέτας, μιας και η γραφική ύλη απαγορεύεται δια ροπάλου. Γίνεται ο βασικός εκπρόσωπος της διαμαρτυρίας και έρχεται συνεχώς σε αντιπαράθεση με το καθεστώς της φυλακής. Τον Απρίλιο του 1978, έπειτα από συστηματική κακομεταχείριση, ειδικά στις τουαλέτες και το ντους, οι κρατούμενοι αρνούνται να πλυθούν και να παραδώσουν τα δοχεία νυκτός τους. Κάνουν τις βασικές τους ανάγκες μέσα στο κελί, αφού έτσι κι αλλιώς έχουν καταστρατηγηθεί ακόμα και τα πιο βασικά ανθρώπινα δικαιώματά τους. Οι γυναικείες φυλακές ακολουθούν, με ανάλογη διαμαρτυρία, το Φεβρουάριο του 1980. Στις 27 Οκτωβρίου 1980, έπειτα από την κατάρρευση συνομιλιών μεταξύ των Βρετανών και του Καρδινάλιου OFiaich, επτά κρατούμενοι της Πτέρυγας Η προχωρούν σε απεργία πείνας.
Στις 19 Δεκεμβρίου 1980, ο Μπόμπυ Σαντς ανακοινώνει ότι οι κρατούμενοι δεν θα ξαναφορέσουν ρούχα φυλακής, ούτε θα υποχρεωθούν ξανά σε "κοινωνική εργασία" εντός των φυλακών. Προσφέρεται να αρχίσει πρώτος απεργία πείνας και μάλιστα, δυο εβδομάδες πριν από τους υπόλοιπους συγκρατούμενούς του, ώστε, εάν πεθάνει, ο θάνατός του να εξασφαλίσει την ικανοποίηση των αιτημάτων τους. Τις πρώτες 17 ημέρες, κρατά προσωπικό ημερολόγιο (σε χαρτί τουαλέτας και κρύβοντάς το μέσα στις κοιλότητες του σώματός του), όπου εκφράζει τις πιο ενδόμυχες σκέψεις του. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, δεν φοβόταν το θάνατο. Έβλεπε την απεργία πείνας σαν κάτι πιο σημαντικό, από απλά και μόνο την ικανοποίηση των αιτημάτων που είχαν τεθεί, και ήλπιζε ότι η έκβασή της (θετική ή αρνητική) θα προκαλούσε την πτώση της βρετανικής κυριαρχίας στην Ιρλανδία. Στις 30 Μαρτίου (31η ημέρα απεργίας πείνας), εξελέγη αντιπρόσωπος της περιοχής του στις δημοτικές εκλογές. Στις 1.15 π.μ. της 5ης Μαΐου 1981 αφήνει την τελευταία του πνοή. Ήταν 27 ετών.
Τον μεταφέρουν στη φυλακή της οδού Κράμλιν, όπου περνά τις πρώτες 22 ημέρες ολόγυμνος και σε τέλεια απομόνωση. Έπειτα μεταφέρεται στην Πτέρυγα Η του Long Kesh, όπου μαζί με άλλους συγκρατούμενούς του ξεκινούν τη διαμαρτυρίατης "κουβέρτας" (δεδομένου ότι δεν τους επιτρεπόταν να φορούν τα πολιτικά τους ρούχα, αφού δεν τους αναγνώριζαν ως Πολιτικούς κρατούμενους). Αρχίζει να αρθρογραφεί στην "An Phobnacht/Republican News", σε χαρτί τουαλέτας, μιας και η γραφική ύλη απαγορεύεται δια ροπάλου. Γίνεται ο βασικός εκπρόσωπος της διαμαρτυρίας και έρχεται συνεχώς σε αντιπαράθεση με το καθεστώς της φυλακής. Τον Απρίλιο του 1978, έπειτα από συστηματική κακομεταχείριση, ειδικά στις τουαλέτες και το ντους, οι κρατούμενοι αρνούνται να πλυθούν και να παραδώσουν τα δοχεία νυκτός τους. Κάνουν τις βασικές τους ανάγκες μέσα στο κελί, αφού έτσι κι αλλιώς έχουν καταστρατηγηθεί ακόμα και τα πιο βασικά ανθρώπινα δικαιώματά τους. Οι γυναικείες φυλακές ακολουθούν, με ανάλογη διαμαρτυρία, το Φεβρουάριο του 1980. Στις 27 Οκτωβρίου 1980, έπειτα από την κατάρρευση συνομιλιών μεταξύ των Βρετανών και του Καρδινάλιου OFiaich, επτά κρατούμενοι της Πτέρυγας Η προχωρούν σε απεργία πείνας.
Στις 19 Δεκεμβρίου 1980, ο Μπόμπυ Σαντς ανακοινώνει ότι οι κρατούμενοι δεν θα ξαναφορέσουν ρούχα φυλακής, ούτε θα υποχρεωθούν ξανά σε "κοινωνική εργασία" εντός των φυλακών. Προσφέρεται να αρχίσει πρώτος απεργία πείνας και μάλιστα, δυο εβδομάδες πριν από τους υπόλοιπους συγκρατούμενούς του, ώστε, εάν πεθάνει, ο θάνατός του να εξασφαλίσει την ικανοποίηση των αιτημάτων τους. Τις πρώτες 17 ημέρες, κρατά προσωπικό ημερολόγιο (σε χαρτί τουαλέτας και κρύβοντάς το μέσα στις κοιλότητες του σώματός του), όπου εκφράζει τις πιο ενδόμυχες σκέψεις του. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, δεν φοβόταν το θάνατο. Έβλεπε την απεργία πείνας σαν κάτι πιο σημαντικό, από απλά και μόνο την ικανοποίηση των αιτημάτων που είχαν τεθεί, και ήλπιζε ότι η έκβασή της (θετική ή αρνητική) θα προκαλούσε την πτώση της βρετανικής κυριαρχίας στην Ιρλανδία. Στις 30 Μαρτίου (31η ημέρα απεργίας πείνας), εξελέγη αντιπρόσωπος της περιοχής του στις δημοτικές εκλογές. Στις 1.15 π.μ. της 5ης Μαΐου 1981 αφήνει την τελευταία του πνοή. Ήταν 27 ετών.