0
Your Καλαθι
Χόλιντεη, Μπίλυ
Η Μπίλι Χόλιντεϊ (Billie Holiday) γεννήθηκε στης 7 Απριλίου του 1915 στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ και μεγάλωσε στην πόλη της Βαλτιμόρης. Σε επίσημα έγγραφα εμφανίζεται με μία πληθώρα παραλλαγών του πραγματικού ονόματός της. Σύμφωνα με το επώνυμο της μητέρας της, ήταν γνωστή κυρίως ως Eleanora Fagan, ωστόσο σε νοσοκομειακά έγγραφα αναφέρεται ως Eleanor Harris (ή Elinore στο πιστοποιητικό γέννησής της). Σε παιδική ηλικία απέκτησε το παρωνύμιο Μπίλι, ενώ βαπτίστηκε με το όνομα Eleanor Gough. Παράλληλα ήταν γνωστή ως Ματζ (Madge). Σε εφηβική ηλικία άρχισε να κάνει συστηματική χρήση του ονόματος Μπίλι, πιθανώς λόγω της εκτίμησης που έτρεφε για την ηθοποιό του βωβού κινηματογράφου Μπίλι Νταβ (Billie Dove), ενώ αργότερα υιοθέτησε το επώνυμο του πατέρα της, ελαφρά παραλλαγμένο (Halliday), με το οποίο ξεκίνησε την επαγγελματική σταδιοδρομία της στο τραγούδι. Ο τζαζ μουσικός Λέστερ Γιανγκ τής έδωσε επίσης το γνωστό παρωνύμιο Lady Day.
Είχε μια δύσκολη παιδική ηλικία. Ο πατέρας της, ο Κλάρενς Χόλιντεϊ, ήταν μόλις δεκαπέντε ετών εκείνο τον Απρίλιο, ενώ η μητέρα της, η Σέιντι Φέιγκαν, ήταν δύο χρόνια μικρότερή του. «Η Μαμά κι ο Μπαμπάς ήσαν παιδιά ακόμη όταν παντρεύτηκαν. Αυτός ήταν δεκαοχτώ χρονών, εκείνη δεκάξι, κι εγώ τριών», γράφει η Μπίλι στην αυτοβιογραφία της, «Η κυρία τραγουδάει το μπλουζ» (Lady sings the blues). Ο πατέρας της εγκατέλειψε την οικογένεια αρνούμενος να αναγνωρίσει την πατρότητα της Χόλιντεϊ, κάτι που τελικά έκανε μόνο μετά την πρώτη επαγγελματική επιτυχία της. Ο ίδιος ήταν τρομπετίστας, αλλά έχοντας προβλήματα υγείας με το αναπνευστικό του (από τα δηλητηριώδη αέρια στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου), έγινε κιθαρίστας παίζοντας σε μεγάλες ορχήστρες (big bands), καθώς και στην την μπάντα του Φλέτσερ Χέντερσον. Η μητέρα της Σέιντι ήταν θυγατέρα μιας σκλάβας και ενός Ιρλανδού γαιοκτήμονα, και δούλευε ως υπηρέτρια στη Νέα Υόρκη, στη Φιλαδέλφεια, και στη Βαλτιμόρη. Η μικρή Μπίλι που τότε λεγόταν Ελεονόρα έζησε τα παιδικά της χρόνια μες στην ανασφάλεια, τη φτώχεια, και τη βία. Έπαιζε μπέιζμπολ και μποξ με τα αγόρια, έκανε πατινάζ, και ήδη από τα έξι της χρόνια, εξοπλισμένη με βούρτσα, κουβά και σαπούνι, θα σφουγγάριζε τα πατώματα των λευκών της γειτονιάς. Μηχανευόταν τρόπους να ξεγλιστράει στη σκοτεινή αίθουσα χωρίς να πληρώνει εισιτήριο, ξετρελαμένη με την ηθοποιό Μπίλι Νταβ. Και, φυσικά, θα τραγουδούσε, αυτό θα είναι η μεγάλη της παρηγοριά, η μουσική. Μπαίνει στη δούλεψη της Άλις Ντην, της ιδιοκτήτριας του πορνείου της περιοχής, κι εκεί μαγεύεται και ονειρεύεται ακούγοντας τα τραγούδια του Λούις Άρμστρονγκ και της Μπέσι Σμιθ. Μην λησμονούμε ότι ήταν η εποχή που η τζαζ χαρακτηριζόταν ως «μουσική για μπορντέλα»! Στα δέκα της χρόνια, η μετέπειτα Κυρία της Ημέρας θα πέσει θύμα βιασμού, θα εγκλειστεί σε ένα ίδρυμα Καθολικών, όπου θα τη φωνάζουν Αγία Θηρεσία και όπου θα περάσει των παθών της τον τάραχο ώσπου να τους “ξεφύγει”. Στην αυτοβιογραφία της αναφέρει: «Ο κύριος Ντικ με είδε που γλάρωνα και με πήγε στο πίσω δωμάτιο να ξαπλώσω. Είχα σχεδόν αποκοιμηθεί όταν ο κύριος Ντικ ήρθε στα μουλωχτά και βάλθηκε να μου κάνει ό,τι και ο ξάδελφος Χένρι. Άρχισα να κλοτσάω και να στριγκλίζω σαν τρελή. Με το που με άκουσε η γυναίκα που είχε το σπίτι μπήκε πίσω και προσπάθησε να μου κολλήσει το κεφάλι και τα μπράτσα στο κρεβάτι για να μου ορμήσει εκείνος. Τους έκανα όμως και πάθανε με τις κλωτσιές, τις γρατσουνιές και τις στριγκλιές μου. Ξαφνικά εκεί που κρατούσα την ανάσα μου άκουσα κάτι αγριοφωνάρες και στριγκλιές. Όπου να σου η μάνα μου με έναν αστυνομικό να σπάνε την πόρτα. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ μου εκείνη τη νύχτα. Ακόμη και πόρνη να 'σαι τον βιασμό δεν τον θες. Μια πόρνη μπορεί να βγάλει 250 δολάρια τη μέρα και πάλι δεν γουστάρει να τη βιάσουν. Είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σε μία γυναίκα. Και να που μου 'τυχε εμένα στα δέκα μου»
Επίσης στην αυτοβιογραφία της περιγράφει την κακομεταχείρισή της από συγγενείς με τους οποίους αναγκάστηκε να συμβιώσει όταν η μητέρα της εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη. Στη Νέα Υόρκη, θα πιάσει δουλειά και πάλι σε μπορντέλο, όχι όμως για σφουγγάρισμα αυτή τη φορά αλλά για να ικανοποιεί τις σεξουαλικές ορέξεις των θαμώνων. Και έτσι για σύντομο χρονικό διάστημα φυλακίστηκε για πορνεία. «Με ρίξανε λοιπόν μέσα όχι για κάτι που είχα κάνει αλλά για κάτι που δεν είχα κάνει. Τι μαύρες μέρες κι αυτές!» θα πει με λιτό, μεστό παράπονο.
Η ενασχόλησή της με το τραγούδι ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1930, τραγουδώντας σε μικρούς χώρους του Μπρούκλιν. Ο μουσικός παραγωγός και κυνηγός ταλέντων Τζον Χάμοντ ο άνθρωπος που «ανακάλυψε» όχι μονάχα την Μπίλι Χόλιντεϊ αλλά, ούτε λίγο ούτε πολύ, τον Κάουντ Μπέισι, την Αρίθα Φράνκλιν, τον Μπομπ Ντίλαν και τον Μπρους Σπρίνγκστιν, ήταν ο πρώτος που διέκρινε τις δυνατότητές της και γοητευμένος με τη φωνή της θα τη συστήσει στον Τζο Γκλέιζερ, τον ατζέντη του Λούις Άρμστρονγκ και της Μίλτρεντ Μπέιλι. Η Μπίλι θα αφεθεί στα χέρια του Γκλέιζερ και θα του μείνει πιστή συνεργάτης σε όλη της τη ζωή. Αυτός θα οργανώσει και τις πρώτες ηχογραφήσεις της, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε συνεργασία με τον Μπένι Γκούντμαν. Θα ακολουθήσει άλλη μία ηχογράφηση, με τον πιανίστα Τέντι Γουίλσον, σχεδόν «μονιμά» έκτοτε σε όλα τα σχήματα με τα οποία εμφανίστηκε και ηχογράφησε η Lady Day. Η οποία, παρά τον άστατο και ταραχώδη τρόπο ζωή της, παρά τις περιπέτειες με το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, παρά τους πολυάριθμους εραστές και, καταπώς ακόμη λένε κάποιες φήμες, ερωμένες, επέμενε πάντα να συνεργάζεται φιλότιμα και προσηλωμένα με τους ανθρώπους που συνάντησε στα πρώτα της βήματα! Από το 1935 ηχογραφούσε συστηματικά, αποκτώντας σταδιακά ένα ευρύτερο ακροατήριο. Μεταξύ των θαυμαστών ο Λούις Μακέι, ομορφόπαιδο και μπράβος του υποκόσμου. Θα παντρευτούν χρόνια μετά , θα καβγαδίσουν και θα φιλιώσουν πάμπολλες φορές. Ο Μακέι ήταν αυτός για τον οποίο η Μπίλι ένιωσε μεγάλο σεβασμό, μιας και αποτέλεσε το τελευταίο της αποκούμπι και μόχθησε, άλλοτε τρυφερά και άλλοτε βάναυσα, να την κρατήσει μακριά από τον όλεθρο της ηρωίνης. Γι’ αυτόν τραγούδησε το αριστούργημά της, το «My Man», με μια φωνή που είχε τραχύνει από τις καταχρήσεις, αλλά και γλυκάνει απίστευτα από τον συνδυασμό της οδύνης και της αγάπης.
Χαρακτηρίζεται συχνά ως η επιφανέστερη τραγουδίστρια στην ιστορία της τζαζ, λαμβάνοντας υπόψη και την επίδραση που άσκησε σε μεταγενέστερους καλλιτέχνες. Θεωρείται πως οι εγκάρδιες ερμηνείες της βρίσκονται στον αντίποδα των περισσότερο χαρούμενων αυτοσχεδιασμών της Έλα Φιτζέραλντ.