0
Your Καλαθι
Η δημοκρατική λειτουργία σε καμπή
Προκλήσεις και απειλές στον πρώιμο 21ο αιώνα
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
(Από την Εισαγωγή…)
Ο τόμος αυτός αποτελεί προϊόν των εργασιών του Η’ Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης (ΕΕΠΕ) –Η δημοκρατική λειτουργία σε καμπή: προκλήσεις και απειλές στον πρώιμο 21ο αιώνα- που έγινε στην Αθήνα το Μάιο του 2008. Η αναπάντεχα καθυστερημένη του εμφάνιση οφείλεται στη συνθήκη που από τα τέλη του 2010 και μετά πλήττει συθέμελα κάθε σχεδόν δραστηριότητα της ελληνικής κοινωνίας: την –όχι απλώς- οικονομική κρίση, εξ αιτίας της οποίας δυο εκδοτικοί οίκοι που είχαν διαδοχικά προγραμματίσει την έκδοσή του αναγκάστηκαν να την αναστείλουν λόγω οικονομικών δυσχερειών. Οι συντελεστές του ανά χείρας συλλογικού πονήματος αισθανόμαστε, ως εκ τούτου, την ανάγκη να ευχαριστήσουμε τις Εκδόσεις Νήσος που με ευαισθησία (και διορατικότητα) ανέλαβαν το έργο της υλοποίησής του.
Αξίζει όμως να επισημανθεί ότι, εκτός από αντιξοότητα, ο εκδοτικός ετεροχρονισμός συνιστά και πρόκληση· κι αυτό τουλάχιστον κατά δυο τρόπους.
Ο πρώτος συνίσταται στο γεγονός ότι, εκ των πραγμάτων, τα κείμενα του τόμου βρίσκονται αντιμέτωπα με μια δοκιμασία που σπάνια απαντάται σε παρόμοια εγχειρήματα τη στιγμή της έκδοσής τους: αυτή του ιστορικά μεθύστερου γνωστικού ελέγχου. Παρότι οι συγγραφείς είχαν την ευκαιρία να προβούν σε επιμέρους επικαιροποιήσεις και μεταβολές, επί της ουσίας, τα κείμενα διατηρούν την αρχική τους μορφή. Εναπόκειται, ασφαλώς, στον αναγνώστη να κρίνει το βαθμό στον οποίο ο θεωρητικός προβληματισμός και τα ερευνητικά ευρήματα που εισφέρουν «αντέχουν -κατά το κοινώς λεγόμενο- στο χρόνο», όμως η πραγματικότητα της αναμέτρησής τους με τις σημερινή πραγματικότητα καθιστά την ανάγνωσή τους πολλαπλώς ενδιαφέρουσα –θα τολμούσε κανείς να πει συναρπαστική. Συνδιαλέγονται επαρκώς με τα κρίσιμα προβλήματα της συγκυρίας; Αντιμετωπίζουν με επάρκεια τις –κατά τη συγγραφή τους ακόμα επερχόμενες- θεωρητικές και πρακτικές συμπληγάδες της πραγματικότητας; Παρέχουν ικανοποιητικούς επεξηγηματικούς χάρτες για την αποτίμηση και αντιμετώπιση των προβλημάτων που θέτουν; Η ελληνική πολιτική επιστήμη, επιτελώντας τη γνωστική λειτουργία της σε συνθήκες αενάως αντίξοες (τόσο πριν όσο και μετά την κρίση), διατείνεται –αλλά, τοις πράγμασι, απλώς εισηγείται- μιαν απάντηση θετική.
Εκείνο πάντως που, σε κάθε περίπτωση, παραμένει αδιαμφισβήτητο είναι ότι η επιλογή της θεματικής του συνεδρίου υπήρξε, τη στιγμή που έγινε, απολύτως προφητική. Αναδεικνύοντας την ενεργό συμμετοχή του κλάδου στα τεκταινόμενα της δημόσιας σφαίρας, η διαπίστωση αυτή συμπίπτει με τη δεύτερη πρόκληση του τόμου: την επαυξημένη –λόγω των όσων διέρρευσαν την επαύριο της πραγματοποίησης του συνεδρίου- επικαιρότητά του. Αν η δημοκρατία ήταν το 2008 προβολικά «συρρικνούμενη», το 2013 βρίσκεται, σε μεγάλο βαθμό, υπό αμφισβήτηση: αρκεί, προκειμένου να τεκμηριώσει κανείς τον ισχυρισμό αυτό, να αναλογιστεί τα χαρακτηριστικά της σημερινής, «μνημονιακής» λειτουργίας του πολιτεύματος:
διοίκηση μέσω πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, (σχέση εκτελεστικής με νομοθετική εξουσία) συνδυαστικά με τη συστηματική συρρίκνωση της –ούτως ή άλλως φθίνουσας και ολοένα απονομιμοποιούμενης- νομοθετικής εξουσίας·
αύξουσα –και, κατά κανόνα, προληπτική- καταστολή απέναντι σε συνταγματικά κατοχυρωμένες τις αντιδράσεις των πολιτών (όπως η διαδήλωση και απεργία)·
έξαλλη ανεξαρτητοποίηση υπερεθνικών οργανισμών (ΕΕ, ΔΝΤ, ΠΟΕ κοκ) ελάχιστης, αν όχι μηδενικής, δημοκρατικής νομιμοποίησης προκειμένου να διασφαλιστούν οι διαδικασίες αναπαραγωγής της υπάρχουσας κυριαρχίας.
Το βασικό συνεδριακό σκεπτικό, στη βάση του οποίου οι συγγραφείς κατέθεσαν τις προτάσεις τους, αναδείκνυε γλαφυρά τις ανησυχίες αυτές. Ιδού τι ακριβώς επισημαίνονταν:
Στην Ευρώπη –και όχι μόνο- οι συζητήσεις για το περιεχόμενο και τα ακριβή χαρακτηριστικά της δημοκρατίας έρχονται και πάλι επιτακτικά στο προσκήνιο. Τούτη τη φορά, όμως, όχι ως πανηγυρισμοί για την επέλευση ενός νέου «κύματος εκδημοκρατισμού», αλλά για λόγους ανησυχητικά αντίστροφους. Ενώ ως επίσημος πολιτειακός διακανονισμός η δημοκρατία εξακολουθεί να χαίρει σχεδόν οικουμενικής κανονιστικής αποδοχής, διάχυτη είναι ταυτόχρονα μια αίσθηση ανεπάρκειας και αναποτελεσματικότητας. Απηχώντας αυτό ακριβώς το κλίμα μελετητές όπως ο Peter Mair (2006) μίλησαν πρόσφατα για «μαζική δημοκρατική απίσχνανση» –αποψίλωση της δημοκρατικής λειτουργίας από ζωτικά χαρακτηριστικά της: αποδυνάμωση και οργανωτική υποχώρηση των κομμάτων, αποστασιοποίηση των ψηφοφόρων από τεκταινόμενα στην κεντρική πολιτική σκηνή, ταυτόχρονα κυνισμό και διαφθορά.
Πρόκειται για προβλήματα κυριολεκτικά ακανθώδη τα οποία σπάνια –αν ποτέ- θίγονται συστηματικά στον παράλληλο λόγο περί «πολυεπίπεδης διακυβέρνησης» που, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά (και με αναφορά τις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης) επαγγέλθηκε λύσεις διαρκείς και ρηξικέλευθες. Ίσα-ίσα, τα τελευταία χρόνια καταγγέλλεται ότι το «ευρωπαϊκό μοντέλο» (ή τουλάχιστον όψεις του) όχι μόνο δεν θεραπεύει το πρόβλημα, αλλά αντίθετα το επιτείνει (ειδικά την επαύριον της προς Ανατολάς διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης): ελλείμματα αντιπροσωπευτικότητας και λογοδοσίας, ανάδυση αδιαφανών και ανεξέλεγκτων δομών, θεσμοί κατ’ επίφασιν, που εν τέλει καταλήγουν να μην είναι παρά διακοσμητικοί.
Την ίδια ώρα, και ακριβώς λόγω του εύρους και της πιεστικής υφής των προβλημάτων, η αναζήτηση εναλλακτικών «μοντέλων δημοκρατίας», ως θεωρητικός προβληματισμός αλλά και ως πρακτικό πολιτικό εγχείρημα, βρίσκεται σε έξαρση. Αν η δημοκρατία αντιμετωπίζει πρόβλημα στις επίσημες-θεσμικές εκφορές της, τι γίνεται με τη δημοκρατία «από τα κάτω»;
Στο πλαίσιο αυτό κινούνται και οι συμβολές του τόμου, οργανωμένες σε τέσσερεις βασικές θεματικές.
Η πρώτη (Κανονιστικές αναζητήσεις στην εποχή της δημοκρατικής συρρίκνωσης) επικεντρώνεται σε ζητήματα κλασικού και νεώτερου κανονιστικού προβληματισμού. Πώς εγγράφονται τα υπάρχοντα κενά δημοκρατίας στον τρέχοντα θεωρητικό προβληματισμό; Σε τι ακριβώς συνίστανται και τι περιλαμβάνουν οι επαγγελίες της λεγόμενης «ριζοσπαστικής δημοκρατίας» στις πολλαπλές εκδοχές της (: άμεση, συμμετοχική, διαβουλευτική, συναινετική, κ.λπ.), και πώς αντιπαραβάλλονται με τις διαδεδομένες συμβατικότερες (φιλελεύθερη- αντιπροσωπευτική); Προκύπτουν ουσιώδεις ανασκευές ή μήπως δεν πρόκειται παρά για ανέξοδη (και αδιέξοδη) ρητορεία; Υφίσταται και, αν ναι, σε τι ακριβώς συνίσταται η κανονιστική επιδίωξη μιας «καλύτερης δημοκρατίας»; Πώς οργανώνεται η σύγχρονη συζήτηση περί της «ποιότητας της δημοκρατίας» και τι ρόλο διαδραματίζουν συγκεκριμένοι θεσμοί όπως η Εκκλησία και ειδικές κατηγορίες πολιτών όπως τα έμφυλα υποκείμενα;
Ειδική υποπεριοχή της ίδιας θεματικής, που όμως –λόγω της ιστορικής συγκυρίας- αποκτά ιδιαίτερη αυτονομία, αποτελεί η διερεύνηση των νέων μέσων επικοινωνίας (Επικοινωνία, διαδίκτυο, ΜΜΕ). Το συναφές σύμπαν είναι, βεβαίως, ευρύ και πολυσήμαντο: περιλαμβάνει τα άκρως εμπορευματοποιημένα –πλην προθύμως ευθυγραμμιζόμενα στα κελεύσματα της εκάστοτε κυβερνητικής αρχής- ιδιωτικά ΜΜΕ, ταυτόχρονα όμως εξετάζει και τις δυνατότητες που ενέχει η χρήση των εναλλακτικών μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ποιες οι ακριβείς συνιστώσες της παραθεσμικής γιγάντωσης των πρώτων και ποια η επαγγελία των δεύτερων; Πώς προσεγγίζεται το όλο θέμα μέσα από μια οπτική επικοινωνιακών δικαιωμάτων;
Η τρίτη εστία (Θεσμικές δυσλειτουργίες και Ευρωπαϊκή Ένωση) στρέφεται σε ζητήματα θεσμικών (δυσ-)λειτουργιών σε υπερεθνική προοπτική. Πώς ακριβώς υπάρχει και λειτουργεί η δημοκρατία σήμερα, και πώς αποτιμάται η αποτελεσματικότητά της; Επηρεάζεται από τη γενικευμένη (αν και κάθε άλλο παρά μονοσήμαντη) υποχώρηση της εθνικής εντοπιότητας στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων και πώς; Τι ακριβώς κομίζει και με ποιον τρόπο υπονομεύει το δημοκρατικό αίτημα η ρητορική που εκπορεύεται (και οι πρακτικές που ακολουθούνται) από την Ευρωπαϊκή Ένωση; Ποια η ακριβής υφή των συναφών θεσμών και τι είδους αιτιότητες τις διέπουν;
Όμως η δημοκρατία δεν υπάρχει (όταν και όπου υπάρχει) μόνο στο επίσημο θεσμικό επίπεδο ως κρατική καθεστωτική μορφή: δημοκρατίες λειτουργούν (ή επιδιώκονται) και στην κοινωνία: σε κινήσεις πολιτών, σε πάσης φύσεως πρωτοβουλίες, και σε οργανώσεις που επαγγέλλονται την αντιπροσωπευτικότητα. Η τέταρτη βασική θεματική ενότητα του τόμου (Συλλογικές δράσεις, κοινωνικά κινήματα και η πρόκληση της δημοκρατικής εμβάθυνσης) αναδεικνύει προβλήματα και εγχειρήματα δημοκρατίας στο πεδίο αυτό: στο συνδικαλισμό, στα κοινωνικά κινήματα και στις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Σαράντα πέντε χρόνια μετά τον εμβληματικό Μάη του ’68, πρόκειται για ερευνητικό πεδίο εξακολουθητικά πολυσχιδές και περίπλοκο που αναδεικνύει τόσο το γενικό πρόβλημα (π.χ. την αδιαφάνεια που χαρακτηρίζει τις λειτουργίες των «κομμάτων καρτέλ») όσο και τις επιδιωκόμενες λύσεις (π.χ. τα πειράματα δικτυακής, αμεσο-δημοκρατικής λειτουργίας που χαρακτηρίζουν πολλές κινηματικές οργανώσεις). Πώς προσεγγίζονται τα προβλήματα της αντιπροσώπευσης, της συμμετοχής και της λογοδοσίας, και ποια η σχέση διεκδικητικών δράσεων και εκδημοκρατισμού;
Ο τόμος αυτός αποτελεί προϊόν των εργασιών του Η’ Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης (ΕΕΠΕ) –Η δημοκρατική λειτουργία σε καμπή: προκλήσεις και απειλές στον πρώιμο 21ο αιώνα- που έγινε στην Αθήνα το Μάιο του 2008. Η αναπάντεχα καθυστερημένη του εμφάνιση οφείλεται στη συνθήκη που από τα τέλη του 2010 και μετά πλήττει συθέμελα κάθε σχεδόν δραστηριότητα της ελληνικής κοινωνίας: την –όχι απλώς- οικονομική κρίση, εξ αιτίας της οποίας δυο εκδοτικοί οίκοι που είχαν διαδοχικά προγραμματίσει την έκδοσή του αναγκάστηκαν να την αναστείλουν λόγω οικονομικών δυσχερειών. Οι συντελεστές του ανά χείρας συλλογικού πονήματος αισθανόμαστε, ως εκ τούτου, την ανάγκη να ευχαριστήσουμε τις Εκδόσεις Νήσος που με ευαισθησία (και διορατικότητα) ανέλαβαν το έργο της υλοποίησής του.
Αξίζει όμως να επισημανθεί ότι, εκτός από αντιξοότητα, ο εκδοτικός ετεροχρονισμός συνιστά και πρόκληση· κι αυτό τουλάχιστον κατά δυο τρόπους.
Ο πρώτος συνίσταται στο γεγονός ότι, εκ των πραγμάτων, τα κείμενα του τόμου βρίσκονται αντιμέτωπα με μια δοκιμασία που σπάνια απαντάται σε παρόμοια εγχειρήματα τη στιγμή της έκδοσής τους: αυτή του ιστορικά μεθύστερου γνωστικού ελέγχου. Παρότι οι συγγραφείς είχαν την ευκαιρία να προβούν σε επιμέρους επικαιροποιήσεις και μεταβολές, επί της ουσίας, τα κείμενα διατηρούν την αρχική τους μορφή. Εναπόκειται, ασφαλώς, στον αναγνώστη να κρίνει το βαθμό στον οποίο ο θεωρητικός προβληματισμός και τα ερευνητικά ευρήματα που εισφέρουν «αντέχουν -κατά το κοινώς λεγόμενο- στο χρόνο», όμως η πραγματικότητα της αναμέτρησής τους με τις σημερινή πραγματικότητα καθιστά την ανάγνωσή τους πολλαπλώς ενδιαφέρουσα –θα τολμούσε κανείς να πει συναρπαστική. Συνδιαλέγονται επαρκώς με τα κρίσιμα προβλήματα της συγκυρίας; Αντιμετωπίζουν με επάρκεια τις –κατά τη συγγραφή τους ακόμα επερχόμενες- θεωρητικές και πρακτικές συμπληγάδες της πραγματικότητας; Παρέχουν ικανοποιητικούς επεξηγηματικούς χάρτες για την αποτίμηση και αντιμετώπιση των προβλημάτων που θέτουν; Η ελληνική πολιτική επιστήμη, επιτελώντας τη γνωστική λειτουργία της σε συνθήκες αενάως αντίξοες (τόσο πριν όσο και μετά την κρίση), διατείνεται –αλλά, τοις πράγμασι, απλώς εισηγείται- μιαν απάντηση θετική.
Εκείνο πάντως που, σε κάθε περίπτωση, παραμένει αδιαμφισβήτητο είναι ότι η επιλογή της θεματικής του συνεδρίου υπήρξε, τη στιγμή που έγινε, απολύτως προφητική. Αναδεικνύοντας την ενεργό συμμετοχή του κλάδου στα τεκταινόμενα της δημόσιας σφαίρας, η διαπίστωση αυτή συμπίπτει με τη δεύτερη πρόκληση του τόμου: την επαυξημένη –λόγω των όσων διέρρευσαν την επαύριο της πραγματοποίησης του συνεδρίου- επικαιρότητά του. Αν η δημοκρατία ήταν το 2008 προβολικά «συρρικνούμενη», το 2013 βρίσκεται, σε μεγάλο βαθμό, υπό αμφισβήτηση: αρκεί, προκειμένου να τεκμηριώσει κανείς τον ισχυρισμό αυτό, να αναλογιστεί τα χαρακτηριστικά της σημερινής, «μνημονιακής» λειτουργίας του πολιτεύματος:
διοίκηση μέσω πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, (σχέση εκτελεστικής με νομοθετική εξουσία) συνδυαστικά με τη συστηματική συρρίκνωση της –ούτως ή άλλως φθίνουσας και ολοένα απονομιμοποιούμενης- νομοθετικής εξουσίας·
αύξουσα –και, κατά κανόνα, προληπτική- καταστολή απέναντι σε συνταγματικά κατοχυρωμένες τις αντιδράσεις των πολιτών (όπως η διαδήλωση και απεργία)·
έξαλλη ανεξαρτητοποίηση υπερεθνικών οργανισμών (ΕΕ, ΔΝΤ, ΠΟΕ κοκ) ελάχιστης, αν όχι μηδενικής, δημοκρατικής νομιμοποίησης προκειμένου να διασφαλιστούν οι διαδικασίες αναπαραγωγής της υπάρχουσας κυριαρχίας.
Το βασικό συνεδριακό σκεπτικό, στη βάση του οποίου οι συγγραφείς κατέθεσαν τις προτάσεις τους, αναδείκνυε γλαφυρά τις ανησυχίες αυτές. Ιδού τι ακριβώς επισημαίνονταν:
Στην Ευρώπη –και όχι μόνο- οι συζητήσεις για το περιεχόμενο και τα ακριβή χαρακτηριστικά της δημοκρατίας έρχονται και πάλι επιτακτικά στο προσκήνιο. Τούτη τη φορά, όμως, όχι ως πανηγυρισμοί για την επέλευση ενός νέου «κύματος εκδημοκρατισμού», αλλά για λόγους ανησυχητικά αντίστροφους. Ενώ ως επίσημος πολιτειακός διακανονισμός η δημοκρατία εξακολουθεί να χαίρει σχεδόν οικουμενικής κανονιστικής αποδοχής, διάχυτη είναι ταυτόχρονα μια αίσθηση ανεπάρκειας και αναποτελεσματικότητας. Απηχώντας αυτό ακριβώς το κλίμα μελετητές όπως ο Peter Mair (2006) μίλησαν πρόσφατα για «μαζική δημοκρατική απίσχνανση» –αποψίλωση της δημοκρατικής λειτουργίας από ζωτικά χαρακτηριστικά της: αποδυνάμωση και οργανωτική υποχώρηση των κομμάτων, αποστασιοποίηση των ψηφοφόρων από τεκταινόμενα στην κεντρική πολιτική σκηνή, ταυτόχρονα κυνισμό και διαφθορά.
Πρόκειται για προβλήματα κυριολεκτικά ακανθώδη τα οποία σπάνια –αν ποτέ- θίγονται συστηματικά στον παράλληλο λόγο περί «πολυεπίπεδης διακυβέρνησης» που, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά (και με αναφορά τις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης) επαγγέλθηκε λύσεις διαρκείς και ρηξικέλευθες. Ίσα-ίσα, τα τελευταία χρόνια καταγγέλλεται ότι το «ευρωπαϊκό μοντέλο» (ή τουλάχιστον όψεις του) όχι μόνο δεν θεραπεύει το πρόβλημα, αλλά αντίθετα το επιτείνει (ειδικά την επαύριον της προς Ανατολάς διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης): ελλείμματα αντιπροσωπευτικότητας και λογοδοσίας, ανάδυση αδιαφανών και ανεξέλεγκτων δομών, θεσμοί κατ’ επίφασιν, που εν τέλει καταλήγουν να μην είναι παρά διακοσμητικοί.
Την ίδια ώρα, και ακριβώς λόγω του εύρους και της πιεστικής υφής των προβλημάτων, η αναζήτηση εναλλακτικών «μοντέλων δημοκρατίας», ως θεωρητικός προβληματισμός αλλά και ως πρακτικό πολιτικό εγχείρημα, βρίσκεται σε έξαρση. Αν η δημοκρατία αντιμετωπίζει πρόβλημα στις επίσημες-θεσμικές εκφορές της, τι γίνεται με τη δημοκρατία «από τα κάτω»;
Στο πλαίσιο αυτό κινούνται και οι συμβολές του τόμου, οργανωμένες σε τέσσερεις βασικές θεματικές.
Η πρώτη (Κανονιστικές αναζητήσεις στην εποχή της δημοκρατικής συρρίκνωσης) επικεντρώνεται σε ζητήματα κλασικού και νεώτερου κανονιστικού προβληματισμού. Πώς εγγράφονται τα υπάρχοντα κενά δημοκρατίας στον τρέχοντα θεωρητικό προβληματισμό; Σε τι ακριβώς συνίστανται και τι περιλαμβάνουν οι επαγγελίες της λεγόμενης «ριζοσπαστικής δημοκρατίας» στις πολλαπλές εκδοχές της (: άμεση, συμμετοχική, διαβουλευτική, συναινετική, κ.λπ.), και πώς αντιπαραβάλλονται με τις διαδεδομένες συμβατικότερες (φιλελεύθερη- αντιπροσωπευτική); Προκύπτουν ουσιώδεις ανασκευές ή μήπως δεν πρόκειται παρά για ανέξοδη (και αδιέξοδη) ρητορεία; Υφίσταται και, αν ναι, σε τι ακριβώς συνίσταται η κανονιστική επιδίωξη μιας «καλύτερης δημοκρατίας»; Πώς οργανώνεται η σύγχρονη συζήτηση περί της «ποιότητας της δημοκρατίας» και τι ρόλο διαδραματίζουν συγκεκριμένοι θεσμοί όπως η Εκκλησία και ειδικές κατηγορίες πολιτών όπως τα έμφυλα υποκείμενα;
Ειδική υποπεριοχή της ίδιας θεματικής, που όμως –λόγω της ιστορικής συγκυρίας- αποκτά ιδιαίτερη αυτονομία, αποτελεί η διερεύνηση των νέων μέσων επικοινωνίας (Επικοινωνία, διαδίκτυο, ΜΜΕ). Το συναφές σύμπαν είναι, βεβαίως, ευρύ και πολυσήμαντο: περιλαμβάνει τα άκρως εμπορευματοποιημένα –πλην προθύμως ευθυγραμμιζόμενα στα κελεύσματα της εκάστοτε κυβερνητικής αρχής- ιδιωτικά ΜΜΕ, ταυτόχρονα όμως εξετάζει και τις δυνατότητες που ενέχει η χρήση των εναλλακτικών μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ποιες οι ακριβείς συνιστώσες της παραθεσμικής γιγάντωσης των πρώτων και ποια η επαγγελία των δεύτερων; Πώς προσεγγίζεται το όλο θέμα μέσα από μια οπτική επικοινωνιακών δικαιωμάτων;
Η τρίτη εστία (Θεσμικές δυσλειτουργίες και Ευρωπαϊκή Ένωση) στρέφεται σε ζητήματα θεσμικών (δυσ-)λειτουργιών σε υπερεθνική προοπτική. Πώς ακριβώς υπάρχει και λειτουργεί η δημοκρατία σήμερα, και πώς αποτιμάται η αποτελεσματικότητά της; Επηρεάζεται από τη γενικευμένη (αν και κάθε άλλο παρά μονοσήμαντη) υποχώρηση της εθνικής εντοπιότητας στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων και πώς; Τι ακριβώς κομίζει και με ποιον τρόπο υπονομεύει το δημοκρατικό αίτημα η ρητορική που εκπορεύεται (και οι πρακτικές που ακολουθούνται) από την Ευρωπαϊκή Ένωση; Ποια η ακριβής υφή των συναφών θεσμών και τι είδους αιτιότητες τις διέπουν;
Όμως η δημοκρατία δεν υπάρχει (όταν και όπου υπάρχει) μόνο στο επίσημο θεσμικό επίπεδο ως κρατική καθεστωτική μορφή: δημοκρατίες λειτουργούν (ή επιδιώκονται) και στην κοινωνία: σε κινήσεις πολιτών, σε πάσης φύσεως πρωτοβουλίες, και σε οργανώσεις που επαγγέλλονται την αντιπροσωπευτικότητα. Η τέταρτη βασική θεματική ενότητα του τόμου (Συλλογικές δράσεις, κοινωνικά κινήματα και η πρόκληση της δημοκρατικής εμβάθυνσης) αναδεικνύει προβλήματα και εγχειρήματα δημοκρατίας στο πεδίο αυτό: στο συνδικαλισμό, στα κοινωνικά κινήματα και στις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Σαράντα πέντε χρόνια μετά τον εμβληματικό Μάη του ’68, πρόκειται για ερευνητικό πεδίο εξακολουθητικά πολυσχιδές και περίπλοκο που αναδεικνύει τόσο το γενικό πρόβλημα (π.χ. την αδιαφάνεια που χαρακτηρίζει τις λειτουργίες των «κομμάτων καρτέλ») όσο και τις επιδιωκόμενες λύσεις (π.χ. τα πειράματα δικτυακής, αμεσο-δημοκρατικής λειτουργίας που χαρακτηρίζουν πολλές κινηματικές οργανώσεις). Πώς προσεγγίζονται τα προβλήματα της αντιπροσώπευσης, της συμμετοχής και της λογοδοσίας, και ποια η σχέση διεκδικητικών δράσεων και εκδημοκρατισμού;
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις