0
Your Καλαθι
Η ελληνική ποίηση 6 (Δεμένο)
Ανθολογία-γραμματολογία: Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Εμφανίζονται στα γράμματα σιωπηλά» λέει γι' αυτούς ο Κ. Γ. Παπαγεωργίου, δίνοντας το στίγμα της γενιάς τους, «όταν η εκτυφλωτική φωταψία του οράματος μιας άλλης πραγματικότητας έχει εξαφανιστεί αφήνοντας πίσω της την οδυνηρή αίσθηση της ματαίωσης. Εμφανίζονται, με άλλα λόγια, τη στιγμή που το αντιστασιακό, αγωνιστικό ρίγος των λίγο μεγαλύτερων ομοτέχνων τους έχει αρχίσει να μετατρέπεται σε αγωνία, ενίοτε υπαρξιακών διαστάσεων, για την αντιμετώπιση του παρόντος, παράλληλα με την παγίωση της διαβρωτικής συνείδησης ότι "ο θάνατος και η φθορά του ανθρώπου δεν αντισταθμίζεται με καμιά λυτρωτική μελλοντολογία"». Είναι οι ποιητές που έκαναν το ντεμπούτο τους τη δεκαετία του 1960 και πέρασαν στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας ως η «δεύτερη μεταπολεμική γενιά». Συνολικά στον τόμο των εκδόσεων Σοκόλη παρουσιάζονται 45 από αυτούς, με ιδιοσυγκρασίες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους όσο εκείνες του Μάρκου Μέσκου και του Λεωνίδα Ζενάκου, του Ντίνου Χριστιανόπουλου και του Γιάννη Νεγρεπόντη, του Δημήτρη Δασκαλόπουλου και του Βύρωνα Λεοντάρη, της Νανάς Ησαΐα και της Ρούλας Κακλαμανάκη, του Πρόδρομου Μάρκογλου και του Τάσου Δενέγρη, του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου και του Γιώργου Γεωργούση, του Ανδρέα Αγγελάκη και του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, του Σπύρου Τσακνιά και του Ορέστη Αλεξάκη, του Βασίλη Καραβίτη και του Χρίστου Λάσκαρη, του Τάσου Κόρφη και του Ματθαίου Μουντέ, του Θωμά Γκόρπα και του Ανέστη Ευαγγέλου, του Μάνου Ελευθερίου και του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ και της Ολυμπίας Καράγιωργα, της Κικής Δημουλά και της Γιολάντας Πέγκλη, της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου και της Ζέφης Δαράκη, του Αλέξη Ζακυθηνού και του Λουκά Κούσουλα, του Τάσου Πορφύρη και του Θανάση Τζούλη, του Γιώργη Μανουσάκη και του Τόλη Νικηφόρου, του Σπύρου Κατσίμη και του Νίκου Γρηγοριάδη, του Μάριου Μαρκίδη και του Τάσου Γαλάτη, του Γιώργου Δανιήλ και του Τάσου Ρούσσου, της Μαρίας Καραγιάννη, της Λείας Χατζοπούλου-Καραβία και της Αμαλίας Τσακνιά.
Μια ανθολογία οφείλει να είναι πράξη δικαιοσύνης - ο χρόνος που βαραίνει επάνω της το απαιτεί. Εδώ συνυπάρχουν οι ζωντανοί με τους πεθαμένους, οι ολιγογράφοι με τους πολυγραφότατους, οι πιο προβεβλημένοι με τους λιγότερο γνωστούς. Στην ανθολογία που κρατάμε στα χέρια μας η παράθεση του υλικού έχει γίνει με περίσκεψη και γνώση. Τους ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς παρουσιάζουν και ανθολογούν οι Γιώργος Αράγης, Γιάννης Βαρβέρης, Γιώργος Βέης, Ευριπίδης Γαραντούδης, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Αλέξης Ζήρας, Γιώργος Κ. Καραβασίλης, Διονύσης Καρατζάς, Γιάννης Κουβαράς, Γιώργος Μαρκόπουλος, Γιώργος Δ. Παγανός, Περικλής Παγκράτης, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Αντεια Φραντζή, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου. Για τον μελετητή της λογοτεχνίας η επιλογή βιβλιογραφίας που παρατίθεται στο τέλος κάθε βιογραφικού σημειώματος και πριν από την παράθεση των ποιημάτων αποδεικνύεται εξαιρετικά χρήσιμη. Και οι φωτογραφίες από προσωπικές στιγμές των ανθολογουμένων ντύνουν το δημοσιευμένο υλικό με τα χρώματα και το βουητό της τρεχάμενης ζωής.
Πάντως, πέρα από απολογισμούς, πέρα από αξιολογήσεις, κατατάξεις και σχηματοποιήσεις - εν πολλοίς αναγκαίες για να κατανοηθεί η ιδιαιτερότητα και να αποτιμηθεί η συνεισφορά μιας σημαντικής ποιητικής γενιάς -, εκείνο που μένει μετά την ανάγνωση ενός τέτοιου βιβλίου δεν μπορεί παρά να είναι η απαράμιλλη γοητεία και η απόλαυση της ατόφιας, «γυμνής» ποίησης. Και η αίσθηση ενός αέρα που φυσάει από μέσα της και ανασταίνει αισθήματα και γεγονότα μιας πικρής, σκληρής εποχής: «Ξερίζωσέ με, άνεμε, ξερίζωσέ με / πάρε μου τα πουλιά, / πάρε μου τ' άνθη και τα φύλλα / τίναξε από τις ρίζες μου το χώμα της καρδιάς του, στέγνωσέ με / κάνε με αστραπή να δέρνομαι στα ουράνια» (Βύρων Λεοντάρης, «Ανασύνδεση», 1962). «Κλείστε τις πόρτες κλείστε καλά / μην τύχει κι έμπει ο θάνατος / μην τύχει κι έμπει η φρίκη / μην τύχει κι έμπει το ψωμί / και μαλακώσουν τα σαγόνια / και δεν μπορούν τα δόντια μας / να σφίξουν το μαχαίρι» (Λεωνίδας Ζενάκος, «Ταίναρο», 1955). «Το αίμα του λύκου θα πέσει επάνω σου / Κι ο αέρας θα σου φάει το πρόσωπο / σαν τρωκτικό. / Δε βλέπεις πως ματαιοπονείς / Το αίμα του λύκου, λέω, θα πέσει επάνω σου» (Τάσος Δενέγρης, «Το αίμα του λύκου», 1970). «Μα όταν, σηκώνοντας τα βρόμικα απονέρια, / γεμάτα απ' την αγάπη μου, αντικριστούμε, / μες στην ανατριχίλα των ματιών μου δε θα βρεις / αυτό που τα απονέρια ετούτα μαρτυρούνε» (Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Ξένα γόνατα», 1998). «Στο δρόμο για το θάνατο και για την εξορία / καθώς λιγόστευαν οι φίλοι / κι οι στρατοδίκες έκλαιγαν γραμμή κατ' άντρα / είδες κι εσύ να στερεώνουν το χρησμό στα αίματα / κι η Πύλη που περάσαμε μαζί / να 'ναι μονάχα πέρασμα φονιάδων» (Μάνος Ελευθερίου, «Το πέρασμα», 1980). «Οσο για το πού θα χτυπήσεις / και πού θα χτυπηθείς, / κανένα πρόβλημα. / Ούτε και τούτο έχει πια / όψη κι ανάποδη. / Εχει κι αυτό παλιώσει / - μέσα έξω γυρισμένες / τόσες φορές οι σφαίρες» (Κική Δημουλά, «Το τελευταίο σώμα μου», 1981).
Δ. ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ, ΤΟ ΒΗΜΑ , 15-09-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις