0
Your Καλαθι
Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1833-2002 (τόμ.A B)
Δ' Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας
Έκπτωση
20%
20%
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η αναφορά στην ελληνική ιστοριογραφία παραπέμπει συνήθως το ευρύ κοινό σε σειρές σκονισμένων βιβλίων, αραχνιασμένες σελίδες, βαθιά χασμουρητά στις αίθουσες των σχολείων. Σε μια χώρα όπου κυριαρχεί στο δημόσιο πεδίο ένας συνεχής λόγος για την ιστορία και το παρελθόν, η ιστοριογραφική επιστημονική παραγωγή, με εξαίρεση το έργο «εθνικών» ιστορικών, όπως ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, δεν προκάλεσε το δημόσιο ενδιαφέρον, παρέμεινε, τουλάχιστον έως τα πρόσφατα χρόνια, περιχαρακωμένη στον ακαδημαϊκό χώρο.
Κι όμως, ο ιστορικός, το ιστορικό έργο, τα εργαλεία του δεν αφορούν μόνο μια μικρή κοινότητα ειδικών. Το έργο των ιστορικών και ιδίως όσων ασχολούνται με αυτό που ονομάζουμε επιστημονική ιστορία, έτσι όπως διαθλάται στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, συνέβαλλε πάντοτε σε ένα αμφίδρομο παιχνίδι, στη συγκρότηση του ιδεολογικού και πολιτικού πλαισίου κάθε εποχής. Και από την άλλη πλευρά, σε ένα κράτος όπου οι άνθρωποι σχεδίαζαν το μέλλον έχοντας, σε μεγάλο βαθμό, το βλέμμα τους στραμμένο στο παρελθόν, η ιστορική παραγωγή αντανακλούσε, έστω και διαμεσολαβημένα, τις πολιτικές εξελίξεις, τις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, τις εσωτερικές αντιθέσεις και συγκρούσεις της κοινωνίας. Η πρόσφατη έκδοση των πρακτικών του Δ' Διεθνούς Συνεδρίου Ιστορίας που οργάνωσε το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΚΝΕ/ΕΙΕ), επιβεβαιώνει ότι η ιστοριογραφία δεν συμβαίνει ερήμην της κοινωνίας, στο απομονωμένο εργαστήρι του επιστήμονα: επηρεάζει και επηρεάζεται από αυτήν.
Συλλογικό εγχείρημα
Οι δύο παρόντες επιβλητικοί τόμοι δεν αποτυπώνουν απλώς τα πρακτικά ενός συνεδρίου. Αποτελούν το πλέον σημαντικό -αν και θα πρέπει πάντα να μνημονεύεται το πρωτοπόρο και εξαιρετικά ενδιαφέρον σχετικό αφιέρωμα του περιοδικού «Σύγχρονα Θέματα» το 1988-, συλλογικό εγχείρημα αναστοχασμού της ιστοριογραφίας για τη νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα για ένα διάστημα περίπου δύο αιώνων. Η αξία του δεν προκύπτει μόνο από το πλήθος και την εξειδικευμένη γνώση των συμμετεχόντων αλλά και από την οργάνωση σε θεματικές ενότητες μιας πολυποίκιλης και πολυδιάστατης παραγωγής, έργο ευαίσθητο και δύσκολο, το οποίο η Οργανωτική Επιτροπή (Σπύρος Ασδραχάς, Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Βασίλης Κρεμμυδάς, Κώστας Λάππας, Αντώνης Λιάκος, Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης), πραγματοποίησε με επιτυχία.
Τα πρακτικά περιλαμβάνουν 68 από τις 73 ανακοινώσεις που ακούστηκαν στο συνέδριο, καθώς και εισαγωγές από τους Π. Κιτρομηλίδη και Γιάννη Στουρνάρα, και επιλογικό κείμενο του Β. Κρεμμυδά. Η πλειονότητα των αρθρογράφων προέρχεται από την εγχώρια επιστημονική κοινότητα, ενώ παράλληλα με την ισχυρή παρουσία καταξιωμένων ιστορικών, υπήρξε μέριμνα ώστε να συμμετάσχουν και νεότεροι επιστήμονες. Οι κύριες ενότητες στις οποίες οργανώθηκαν οι συμμετοχές αφορούν τη συγκρότηση της εθνικής ιστοριογραφίας, την πολιτισμική ιστορία-ιστορία της παιδείας, την κοινωνική ιστορία, την οικονομική ιστορία, την ιστορία των θεσμών και του ελληνικού κράτους, καθώς και τις ιστοριογραφικές συζητήσεις (Επανάσταση του 1821, Κατοχή- Αντίσταση - Εμφύλιος). Τις τελευταίες σελίδες του δεύτερου τόμου καλύπτουν τα πρακτικά ενός στρογγυλού τραπεζιού, με τη συμμετοχή Ελλήνων και ξένων γνωστών ιστορικών, για την ενσωμάτωση των ελληνικών ιστορικών σπουδών στη διεθνή θέαση.
Οι περισσότερες από τις συμμετοχές επικεντρώνονται στην εξέλιξη στο χρόνο συγκεκριμένων θεματικών και εννοιών (έθνος, ελληνισμός, φύλο, διασπορά, μετανάστευση, πολιτικά κόμματα κ.ά.) συγκροτώντας ένα πανόραμα της ελληνικής ιστοριογραφίας, συνήθως γερά τεκμηριωμένο με πλήθος παραπομπών και επισκόπηση της βιβλιογραφίας. Οι ελλείψεις, όταν δεν προκύπτουν από την απουσία ανακοινώσεων ή οργανωτικά προβλήματα, συνδέονται τις περισσότερες φορές με τη φυσιογνωμία της εγχώριας παραγωγής. Σημειώνω χαρακτηριστικά την παρουσία ανακοινώσεων αναφορικά με το έργο του Κ. Δ. Παπαρρηγόπουλου και του Σπυρίδωνα Λάμπρου και την αντίστοιχη απουσία συνεργασιών για μεσοπολεμικούς ιστορικούς ή για τη συμβολή του Νίκου Σβορώνου ή του Κ. Θ. Δημαρά στην ιστοριογραφία του 20ού αιώνα. Σε ένα άλλο επίπεδο, εξακολουθούν να μένουν εκτός ερευνητικού πεδίου ζητήματα, όπως η διάχυση και η πρόσληψη των ιστοριογραφικών έργων, οι θεσμικοί φορείς εντός των οποίων παρήχθησαν, η σχέση της ιστορίας με τις άλλες κοινωνικές επιστήμες. Είναι, ακόμη, σαφές ότι η συγκρότηση των θεματικών κατηγοριοποιήσεων επηρεάστηκε από την ιστοριογραφική παραγωγή των τελευταίων χρόνων. Είναι ενδεικτική λ.χ. η μικρή παρουσία τής πάλαι ποτέ κυρίαρχης πολιτικής ιστορίας έναντι της κοινωνικής ή της οικονομικής ιστορίας. Κάθε εποχή διαβάζει το παρελθόν με τα δικά της ματογυάλια.
Το σύνολο των ανακοινώσεων κινείται γύρω από συγκεκριμένους θεματικούς άξονες: το παπαρρηγοπούλειο σχήμα και οι επιπτώσεις της κυριαρχίας της εθνικής ιστοριογραφίας στη συνολική θέαση της ελληνικής ιστορίας, η ιστορική ανάπτυξη των επιμέρους θεματικών, το ζήτημα των πηγών, η σύνδεση των ελληνικών με τις ευρωπαϊκές ιστορικές σπουδές, η πρόσληψη και η δεξίωση των ξένων ιστοριογραφικών ιδεών από την εγχώρια κοινότητα, η σχέση της ιστοριογραφίας με την πολιτική. Στις περίπου 1.400 σελίδες των δύο τόμων αποτυπώνονται τα επιτεύγματα και οι ελλείψεις, τα άλματα και τα πισωγυρίσματα, οι δυσχέρειες της ελληνικής ιστοριογραφίας: η δυσκολία συγκρότησης νέων σφαιρικών δυναμικών θεωρήσεων πέρα από εθνοκεντρικές οπτικές της ελληνικής ιστορίας, οι ασυνέχειες στην ανάπτυξη των επιμέρους θεματικών, η έλλειψη επικοινωνίας με τις άλλες κοινωνικές επιστήμες. Οι προσπάθειες για τη συγκέντρωση ή την αξιοποίηση των πηγών υπήρξαν σε πολλές περιπτώσεις ατελέσφορες, αποσπασματικές, δυσχεραίνοντας τη σύνταξη μεγάλων συνθετικών έργων. Σε μεγάλο βαθμό η ελληνική ιστοριογραφία, έως το 1974, παρέμεινε βαθύτατα ελληνοκεντρική, εθνοκεντρική σωστότερα, αποκομμένη από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα, περιχαρακωμένη από τη γλώσσα συγγραφής της. Δεν αναφέρομαι μόνο στην επιλογή των θεμάτων αλλά στους τρόπους προσέγγισης και μελέτης της, στην απουσία της συγκριτικής διάστασης. Συνέπεια αυτής της έλλειψης δεν ήταν απλώς η αυτο-αναφορικότητα αλλά η δημιουργία μιας ελληνικής «ιδιοτυπίας», μολονότι στην πραγματικότητα πολλά από όσα αφορούσαν την ελληνική κοινωνία ήταν παρόμοια με όσα συνέβαιναν σε άλλα μέρη την ίδια εποχή.
Οι δύο τόμοι αποτελούν κατά κύριο λόγο καρπό της άνθησης της ελληνικής ιστοριογραφίας στη Μεταπολίτευση: αύξηση του ιστορικού προσωπικού, ανάπτυξη των ιστορικών σπουδών, νέες θεματικές και θεωρήσεις, βηματισμός παρόμοιος με τα όσα συμβαίνουν στη Δυτική κυρίως Ευρώπη και στην Αμερική. Παράλληλα, όπως αποδεικνύει και η πλημμυρίδα από ένθετα εφημερίδων, περιοδικών, ιστορικών σειρών με τη συνεργασία επαγγελματιών ιστορικών, διευρύνθηκε το αναγνωστικό κοινό, ενισχύθηκε το ενδιαφέρον για την ιστορία. Η δημιουργία νέων πανεπιστημιακών τμημάτων, δημόσιων και ιδιωτικών ιδρυμάτων, συνέτεινε στην ανάπτυξη της ιστορικής έρευνας, παρ' όλο που σε μεγάλο βαθμό οι πολιτικές επιλογές χρηματοδότησής της αφορούσαν συνήθως το εθνικά χρήσιμο (βλέπε τη χρηματοδότηση ερευνών για το Μακεδονικό τη δεκαετία του 1990) ή το τουριστικά αξιοποιήσιμο. Την ώρα που το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών συνεχίζει το γόνιμο έργο του, με την ανάληψη παρόμοιων πρωτοβουλιών, όπως τους παρόντες τόμους, χειμάζεται οικονομικά, αναμένει τα ψίχουλα του κρατικού προϋπολογισμού για έναν στοιχειώδη σχεδιασμό της ερευνητικής του πολιτικής. Και, βέβαια, η λύση για το μοναδικό κρατικό ιστορικό ερευνητικό κέντρο για τη νεότερη ελληνική ιστορία δεν μπορεί να είναι τα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή ο ιδιώτης χορηγός.
Η επισκόπηση των δύο τόμων δεν προσφέρει, βέβαια, τον απολογισμό της ελληνικής ιστοριογραφίας, έργο ενός ερευνητικού προγράμματος και όχι ενός συνεδρίου. Επιτρέπει όμως τον αναστοχασμό, τη «στάθμιση», όπως αναφέρει και ο Σπύρος Ασδραχάς στο εισαγωγικό του κείμενο, της ελληνικής ιστοριογραφίας, την επισήμανση των προβλημάτων και των προοπτικών της παραγωγής μιας κοινότητας ιστορικών, η οποία συνεχώς διευρύνεται, δημιουργεί και -με μεγαλύτερη ή μικρότερη οξύτητα, θεωρητικά κενά ή αγκυλώσεις- διαλέγεται. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι μέσα από αυτό το συνέδριο προέκυψε και μία από τις μεγαλύτερες πρόσφατες δημόσιες συζητήσεις γύρω από την ιστορία και τις μεταμοντερνιστικές οπτικές της. Το κέρδος είναι εξαιρετικά μεγάλο.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 07/10/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις