0
Your Καλαθι
Μύθοι και πραγματικότητα την εποχή της παγκοσμιοποίησης
Διεπιστημονική προσέγγιση
Έκπτωση
45%
45%
Περιγραφή
[...] Η παγκοσμιοποίηση αγγίζει λοιπόν όλες τις πτυχές της ζωής μας και είναι μάταιο να την ξορκίζουμε ή να τη θεοποιούμε. Το ζητούμενο είναι να την κατανοήσουμε, ώστε να μεγιστοποιήσουμε τις θετικές της επιδράσεις και να ελαχιστοποιήσουμε τις αρνητικές της επιπτώσεις. Το βιβλίο αυτό φιλοξενεί άρθρα που έχουν γραφεί από ανθρώπους διαφορετικούς μεταξύ τους ως προς το επιστημονικό υπόβαθρο, τις πολιτικές αντιλήψεις, την ηλικία, την εργασιακή εμπειρία και το φύλο. Η διεπιστημονική προσέγγιση της παγκοσμιοποίησης είναι ο καλύτερος δρόμος για την κατανόηση και ανάλυση μιας πολυδιάστατης πραγματικότητας.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Αλλο ένα βιβλίο για την παγκοσμιοποίηση; Ναι, αλλά με τη διαφορά ότι πρόκειται από τα λίγα συλλογικά και από τα ακόμη λιγότερα διεπιστημονικά. Επιπλέον η προσέγγιση φαίνεται να χρησιμοποιεί το πλεονέκτημα της χρονικής απόστασης από τη στιγμή που εμφανίστηκε το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, επιδιώκοντας έτσι να την αποκαθάρει από τους μύθους της (χίμαιρα, δαίμονας, ιδεολόγημα κτλ.). Οι 12 συγγραφείς του τόμου δεν προέρχονται μόνο από τον χώρο των οικονομικών επιστημών αλλά και από τις κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες. Ωστόσο οι αναλύσεις τους και οι θέσεις τους ως προς την έννοια, τα χαρακτηριστικά, τις προεκτάσεις και τις συνέπειες της (οικονομικής-νεοφιλελεύθερης) παγκοσμιοποίησης δεν ταυτίζονται πλήρως. H συμβολή τους αφορά την ιστορία του φαινομένου, τη φύση του και ιδίως στις επιπτώσεις του στις εργασιακές σχέσεις, στην τεχνολογική εξέλιξη, στην εκπαίδευση, ακόμη και στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς.
Ο τόμος ανοίγει με το άρθρο του M. Ζουμπουλάκη, ο οποίος εγγράφει την παγκοσμιοποίηση στην ιστορική εξέλιξη-προοπτική του καπιταλιστικού συστήματος και στη γεωγραφική του εξάπλωση, ανατρέχοντας στις υλικές και πνευματικές ρίζες του τον 16ο αιώνα, και του οποίου τα (θεσμικά) θεμέλια τέθηκαν τον 18ο αιώνα (οικονομία της αγοράς - «αγοραιοποίηση»). Σωστά επισημαίνει, μαζί με άλλους, ότι δεν πρόκειται για καινοφανές γεγονός. H ποιότητα όμως, θα λέγαμε, και η ένταση του φαινομένου χαρακτηρίζουν σήμερα την (οικονομική) παγκοσμιοποίηση.
H θεωρία της «συνωμοσίας»
Στη συνέχεια η M. Νεγρεπόντη-Δελιβάνη παρουσιάζει με τρόπο άμεσο και χωρίς επιστημονισμούς την πολιτική της άποψη για τη φύση της παγκοσμιοποίησης μέσα από το περιεχόμενό της, τις επιπτώσεις της και τις προοπτικές της. Δέχεται τη, μάλλον μη αποδεκτή πλέον σήμερα, θεωρία της «συνωμοσίας» για τη γένεση του φαινομένου, προτείνοντας την παγκοσμιοποίηση με ανθρώπινο πρόσωπο (με μεταρρυθμίσεις; με μετεξέλιξη της σημερινής κατάστασης ως «αντικειμενικής βάσης»;). Είναι όμως τούτη η εναλλακτική παγκοσμιοποίηση εφικτή στο ισχύον θεσμικό και οικονομικό πλαίσιο; Μήπως τελικά μόνο νεοφιλελεύθερη μπορεί να είναι η παγκοσμιοποίηση αν δεχθούμε, σε μια (αντι)συστημική θεώρηση, ότι πρόκειται για δύο όψεις του ίδιου νομίσματος;
Ο Στ. Αλειφαντής αναλύει τις διεθνείς, περιφερειακές και εθνικές παραμέτρους της σχέσης παγκοσμιοποίηση και ασφάλεια, με άξονα το έθνος-κράτος και τον μεταλλαγμένο ρόλο του στους νέους συσχετισμούς. Μια νέα παγκόσμια τάξη γεννιέται με κινητήριο μοχλό την οικονομική παγκοσμιοποίηση. H τελευταία ενίοτε βασίζεται και στη «συστημική βία» για να επικρατήσει, όπως συμπληρώνει ο N. Λιούσης, και στους αντίστοιχους στρατιωτικούς μηχανισμούς. Οι εκφραστές και ηγήτορες αυτής της νέας παγκόσμιας τάξης «εβάπτισαν εαυτούς παγκοσμιοποιητάς», όπως προσφυώς επισημαίνει ο Γ. Χατζηκωνσταντίνου στο πέμπτο κεφάλαιο του τόμου. H παγκοσμιότητα είναι όμως έννοια ηθική και όσο η αίσθηση αυτής θα απουσιάζει, θα απουσιάζει και η κοινή αποδοχή των στόχων και των σκοπών.
Κυρίαρχα πλέον στοιχεία της οικονομικής παγκοσμιοποίησης είναι η μαζική χρήση των νέων τεχνολογιών και ιδίως της πληροφορικής αλλά και ο τεχνοεπιστημονικός επαγγελματισμός. Ο Z. Παπαδημητρίου στο κείμενό του δείχνει πως αυτά έχουν επιφέρει ριζικές αλλαγές στην παραγωγή και αναπαραγωγή της επιστημονικής γνώσης και κατά συνέπεια στη διαμόρφωση των εκπαιδευτικών συστημάτων, που παράγουν πλέον ταχύρρυθμα καταρτισμένους.
Μορφές εταιρικής οργάνωσης
Στη συνέχεια (στο έβδομο κεφάλαιο) ο Γ. Αναστασόπουλος αναδεικνύει τον ρόλο ιδίως των πολυεθνικών επιχειρήσεων στην παγκόσμια οικονομική γεωγραφία ως κυρίαρχων μορφών εταιρικής οργάνωσης της παγκόσμιας οικονομίας, και συνεπώς ως χαρακτηριστικό της σημερινής παγκοσμιοποίησης. Υποστηρίζει σωστά ότι αυτή ενυπάρχει στην προγενέστερη διαδικασία της διεθνοποίησης της οικονομίας και βρίσκεται σε διαλεκτική εξέλιξη ομογενοποίησης αλλά και διαφοροποίησης. H (νεοφιλελεύθερη) παγκοσμιοποίηση της οικονομίας συνεπάγεται ελαχιστοποίηση της ρύθμισης και των αγορών εργασίας μέσω ευέλικτων μορφών απασχόλησης (απασχολησιμότητα) αλλά και των αμοιβών. Τούτο οφείλεται στον αδυσώπητο ανταγωνισμό ο οποίος βρίσκεται στον πυρήνα του συστήματος και ο οποίος απαιτεί ολοένα μείωση του εργατικού κόστους. Την επικρατούσα κατάσταση και τις εξελίξεις στην ελληνική αγορά εργασίας περιγράφει και τεκμηριώνει στη συνέχεια με λεπτομερειακούς πίνακες η Θ. Σκοπελίτου.
Ο X. Ναξάκης, εκ των επιμελητών της παρούσας έκδοσης, υποστηρίζει ότι παρ' όλη την τάση για διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς αυτή δεν είναι παγκόσμια, οι αγορές προϊόντων κεφαλαίου και εργασίας δεν είναι παγκοσμιοποιημένες. Δεν έχει υπάρξει δηλαδή ένας παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας, ενώ οι αγορές παραμένουν κατακερματισμένες, κατάσταση που δεν διευκολύνεται από τα μεγάλα οικονομικά εμπορικά μπλοκ (Ευρώπη, Βόρεια Αμερική κτλ.) τα οποία αυξάνουν το μεταξύ τους εμπόριο. Ο Γ. Λιοδάκης στο δέκατο κεφάλαιο του τόμου θεωρεί την οικονομική παγκοσμιοποίηση μερικά ηθελημένη και προωθούμενη από διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς στο πλαίσιο της ταξικής στρατηγικής του διεθνούς κεφαλαίου, κάνοντας λόγο για «αναδυόμενο νέο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού», του οποίου παρουσιάζει και τα χαρακτηριστικά. H παγκοσμιοποίηση, κατά τον συγγραφέα, και αντίθετα προς τη σοσιαλ-ρεφορμιστική Αριστερά, αποτελεί συστημική συνέπεια του καπιταλισμού στο νέο αυτό στάδιο.
Το τελευταίο άρθρο του τόμου, που υπογράφει ο Στ. Γαβρόγλου, προσπαθεί να απομυθοποιήσει δύο μύθους της παγκοσμιοποίησης, ήτοι αυτόν της κακής (η οποία προκαλεί φτώχεια, υπανάπτυξη, αποκλεισμούς κτλ.) και αυτόν της παντοδύναμης παγκοσμιοποίησης (η οποία οδηγεί στο τέλος του έθνους-κράτους και ιδίως της κοινωνικής του διάστασης και στο τέλος των πολιτικών επιλογών). Το, κατά τη γνώμη μας υπό συζήτηση, συμπέρασμα είναι ότι η παγκοσμιοποίηση ούτε ευθύνεται καθεαυτή για την αύξηση της φτώχειας και της ανισότητας ούτε αποδυναμώνει το κράτος, το οποίο μετασχηματίζεται σε μια μεταεθνοκρατική δύναμη, «επεκτείνοντας το πολιτικό» (κάνοντας αποδεκτή έτσι τη θέση ότι η παγκοσμιοποίηση ούτε με το κοινωνικό κράτος είναι ασύμβατη, ιδίως μάλιστα όταν έχουμε κεντροαριστερές κυβερνήσεις...).
Στις σημαντικές προσφορές του βιβλίου καταγράφεται μια «ενδεικτική ελληνόγλωσση βιβλιογραφία για την παγκοσμιοποίηση» στο τέλος (δωδέκατο κεφάλαιο), από τον Θ. Οικονόμου, πέρα από την επί μέρους βιβλιογραφία του κάθε άρθρου.
Τάκης Νικολόπουλος (καθηγητής στα TEI Μεσολογγίου)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 12-10-2003
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η έννοια της παγκοσμιοποίησης έχει αρχίσει να εμφανίζεται στους τίτλους αναρίθμητων πλέον συγγραμμάτων. Μια έννοια όχι μόνο με περιεχόμενο που ακόμα εν πολλοίς εκκρεμεί ο προσδιορισμός του, αλλά και επενδυμένη με εντυπωσιακά αντιφατικό αξιολογικό φορτίο. Το διακύβευμα που αφορά είναι βεβαίως να εκτιμηθεί η παγκόσμια κοινωνιοπολιτική πραγματικότητα που ανατέλλει μαζί με τον εικοστό πρώτο αιώνα, και πιο ειδικά ίσως να περιγραφεί το νέο στάδιο του καπιταλισμού, αδιερεύνητο στο σύνολο των πτυχών του ακόμα, τού οποίου την έναρξη όλοι σχεδόν συμφωνούν ότι μπορούμε να τοποθετήσουμε κάπου στη δεκαετία του 1970.
Σε μια τέτοια προσπάθεια είναι αφιερωμένος ο τόμος αυτός, που επιμελήθηκαν οι Χ. Κόλλιας, Χ. Ναξάκης και Μ. Χλέτσος, οικονομολόγοι με διδακτικά καθήκοντα στα ΤΕΙ Λάρισας και ΤΕΙ Ηπείρου οι δύο πρώτοι, και απασχολούμενος στην επαγγελματική έρευνα ο τρίτος. Περιέχει έντεκα κείμενα γραμμένα σχεδόν αποκλειστικά από Ελληνες πανεπιστημιακούς, και συμπληρώνεται από έναν βιβλιογραφικό οδηγό στα ελληνικά, που εκπόνησε ο επίκουρος καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Θεόδωρος Οικονόμου. Παρότι τα κείμενα είναι εξαιρετικά άνισα και με διαφορετικά σημεία εστιασμού (πράγμα πιθανώς αναπόφευκτο και όχι κατ' ανάγκη κακό), παρότι ακόμα και η αξιολογική προοπτική αποκλίνει δραστικά σε κάποιες περιπτώσεις (μάλλον σοβαρότερο πρόβλημα, όπως θα προσπαθήσω να δείξω), η όλη προσπάθεια έχει να συμβάλει σε κρίσιμες κατανοήσεις πολλών ζητημάτων που θα βοηθήσουν τον ερευνητή, ή έστω τον απλώς κριτικό αναγνώστη, να συγκροτήσει τη δική του ερμηνευτική γωνία.
Το βιβλίο ανοίγει, όπως θα άρμοζε, με ένα κείμενο του επίκουρου καθηγητή Οικονομικής Ιστορίας Μιχάλη Ζουμπουλάκη, που επιδιώκει να τοποθετήσει την «παγκοσμιοποίηση» στην ιστορική της προοπτική. Ιδίως το πρώτο μέρος τού άρθρου του, το αμιγέστερα ιστορικό, μπορεί να θεωρηθεί εξαιρετικό καθώς ανασυγκροτεί με περιεκτικότητα και σαφήνεια, απηχώντας τις μελέτες των Wallerstein, Polanyi και Braudel, τα στάδια τής γένεσης του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος μέσ' από το γιγάντιο αποικιοκρατικό εγχείρημα και τη διαμόρφωση του εθνοκρατικού σχηματισμού, απαραίτητων όρων για την πρωταρχική συσσώρευση και για τη σύσταση μιας εμπορευματικής αγοράς. Μέσω αυτού υποβάλλεται κυρίως η άποψη ότι το κεφαλαιοκρατικό σύστημα ήταν ανέκαθεν παγκόσμιο, και το διακρατικό σύστημα των εθνών που δέσποσε, μέχρι τουλάχιστον τον πρώιμο εικοστό αιώνα, ήταν μια ειδική θέσπιση της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία σήμερα αλλάζει ραγδαία μορφή καθώς οδηγούμαστε σε μια ενιαία γεωγραφική ζώνη συναλλαγών χειραγωγούμενη από το πολυεθνικό κεφάλαιο. Στο επόμενο κείμενο, της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, πρώην πρυτάνεως του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, διαβάζει κανείς μια ουμανιστική και ηθικώς εύλογη καταγγελία τής απεριόριστης βιαιοπραγίας απέναντι στους ανθρώπινους λαούς και το περιβάλλον, που εκπροσωπεί ο συνασπισμός των κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων, δύσκολα όμως θα μπορούσαμε να δεχτούμε κατά γράμμα την ιδέα μιας «συνωμοτικής προπαγάνδας» ως κινητήρα της όλης διαδικασίας.
Τα άρθρα των Στέλιου Αλειφαντή και Νικόλαου Λιούση, ειδικών σε ζητήματα άμυνας και πολεμικής οικονομίας, άπτονται των στρατιωτικών όψεων της παγκοσμιοποίησης: εύστοχη στο κείμενο του πρώτου είναι η παρουσίαση μιας νέας ιεραρχίας ισχύος υπό μορφή ομόκεντρων κύκλων, όπου η παραβίαση των συνόρων και ο διεθνής έλεγχος απορρέει από τις ιδιάζουσες ανάγκες «νόμου και τάξης» που δημιουργούν οι νέες μορφές κοινωνικού αποκλεισμού. Το κείμενο του δεύτερου δείχνει διορατικά, αν τουλάχιστον διαβαστεί σωστά, πόσο εγγενώς είναι συνδεδεμένη η βιομηχανία πολέμου με ολόκληρο το υστεροκαπιταλιστικό σύστημα της αγοράς -αφού ο πόλεμος ήταν, και παραμένει, θεμελιώδες μέσο επίλυσης των κρίσεων και επιθετικής οικονομικής αναδιοργάνωσης. Λιγότερο επικεντρωμένο το κείμενο του Γιώργου Χατζηκωνσταντίνου, καθηγητή Οικονομικών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, το οποίο ακολουθεί, περιορίζεται σε δριμεία ρητορική καταγγελία τής ανθρώπινης εξαθλίωσης σε όλα τα επίπεδα που επιβάλλει η κεφαλαιοκρατική οικονομία: καταγγελία την οποία θα μπορούσε κάποιος να προσυπογράψει εξ ολοκλήρου, ωστόσο στη μορφή που αρθρώνεται εδώ δεν φωτίζει με ειδικό τρόπο κάποια επιπλέον από τα κρίσιμα ζητήματα που συζητιούνται.
Το άρθρο του καθηγητή Κοινωνιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ζήση Παπαδημητρίου, αντίθετα, τέμνει αποκαλυπτικά μια ειδική και κρίσιμη όψη του προβλήματος: την «επιχειρηματικοποίηση» της ανώτατης εκπαίδευσης, δηλαδή τον τεχνοκρατικό της μετασχηματισμό προκειμένου να καταστεί προσάρτημα της καπιταλιστικής αγοράς, κάτι το οποίο δεν χρειάζεται καν τη θεσμική ιδιωτικοποίηση αφού προωθείται κάλλιστα από την ίδια τη «δημόσια» κρατική πολιτική. Ετσι προαναγγέλλει τις καθαυτό οικονομικές αναλύσεις που ακολουθούν -κυρίως της Θεοδότης Σκοπελίτου, ειδικής ερευνήτριας, η οποία συνδέει τη διαμόρφωση της λεγόμενης ευέλικτης αγοράς εργασίας με τη μετατροπή του παραγωγικού κεφαλαίου σε χρηματιστικό/ κερδοσκοπικό, και του Χάρη Ναξάκη, του μόνου εκ των επιμελητών που συμμετέχει με κείμενο στον τόμο: ο τελευταίος θα αποπειραθεί να ορίσει τη ροπή παγκοσμιοποίησης (ακριβέστερα: διεθνοποίησης του κεφαλαίου, σύμφωνα με μια διάκριση της οποίας θα δείξει τη σημασία) βάσει της κρίσης τού κεϊνσιανού-φορντικού μοντέλου ανάπτυξης που, κατά την εκτίμησή του, οφείλεται στην άνοδο του κόστους τής εργασίας στον πρώτο κόσμο και τη συνακόλουθη έξοδο του κεφαλαίου στην παγκόσμια αγορά προκειμένου να βρει νέες δυνατότητες κερδοφορίας (δηλαδή εκμετάλλευσης).
Το κείμενο του Γιώργου Λιοδάκη αποτελεί τη θεωρητικά ευτυχέστερη -που από μία πλευρά σημαίνει: την πιο περιεκτική- στιγμή του βιβλίου. Ο καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας από το Πολυτεχνείο της Κρήτης επιχειρεί να περιοδολογήσει τα στάδια ανάπτυξης του καπιταλισμού και, κυρίως, να αντιπαραθέσει το στάδιο του λεγόμενου ιμπεριαλισμού, που δέσποσε στο μεγαλύτερο μέρος τού εικοστού αιώνα, στην ανεξιχνίαστη μορφή που γεννιέται μετά το 1970 -εκείνο ίσως που οι Negri και Hardt ονόμασαν «αυτοκρατορία». Σε αντίθεση όμως με τους περισσότερους άλλους συγγραφείς του τόμου, που υιοθετούν μία ασαφώς αριστερή κριτική στο «νεοφιλελευθερισμό», ο Λιοδάκης θα μιλήσει για ολοκληρωτικό καπιταλισμό και θα δείξει τη σημασία που έχει η αυξανόμενη συσσωμάτωση του στρατιωτικού, οικονομικού και τεχνολογικού τομέα σε αυτό το τρομακτικά διαφαινόμενο νέο σύστημα κυριαρχίας. Είναι δυστύχημα που ο χώρος δεν μας επιτρέπει να συζητήσουμε περισσότερο μερικές πλευρές αυτής της ανάλυσης, καθώς και τις συνέπειές τους για τη δημιουργία νέων μαχητικών μορφωμάτων αντίστασης.
Αφησα τελευταία δύο κείμενα -του Σταύρου Γαβρόγλου, ειδικού ερευνητή και πολιτικού επιστήμονα, και του Γιώργου Αναστασόπουλου, επίκουρου καθηγητή στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πατρών- τα οποία ειλικρινά αναρωτιέμαι τι ώθησε να συμπεριληφθούν σε αυτό το βιβλίο. Πρόκειται για δύο ακραίες εκφάνσεις του τεχνοκρατικού λόγου σε μια επιστήμη τόσο ανελέητα ιδεολογική, από τις ίδιες τις καταβολές της, όπως η Οικονομία, με διαφορετικό ίσως πρόσημο που όμως επικοινωνούν ως προς τη συμπληρωματικότητα των επενδύσεών τους σε μία ιστορική εξέλιξη της οποίας, κανονικά, ο τόμος αυτός έχει συλληφθεί μάλλον ως καταγγελία. Αν η ρητορική του δεύτερου εκδηλώνει, με όλη την αφέλεια των κατηγοριών που χρησιμοποιεί, μια ωμή και απροκάλυπτη ταύτιση με τα συμφέροντα της μεγάλης επιχείρησης η οποία επεξεργάζεται σήμερα την εξίσωση «ευημερίας», «προόδου» και συλλογικού θανάτου, η ρητορική τού πρώτου, περισσότερο επιδέξια και υποψιασμένη, προσάγει τυφλούς πίνακες και κωφάλαλες έννοιες προς στήριξη της άποψης ότι πρωτοφανείς πρόοδοι έχουν γίνει στον κόσμο μας: ό,τι υπολείπεται είναι μια καλύτερη διαχείριση του κράτους, που έχει ακόμα πεδίο ελευθερίας στη λήψη αποφάσεων, αρκεί -εξυπακούεται- οι σώφρονες τεχνοκράτες-διαχειριστές του να είναι οι πολιτικώς ενδεδειγμένοι. Διαβασμένα μαζί, τα δύο κείμενα φωτογραφίζουν αποκαλυπτικά την πρωτοφανή αριστεροδεξιά συναίνεση των ημερών μας -και αναρωτιέται κανείς από πού θα δημιουργηθεί ένα παγκόσμιο αντικαπιταλιστικό κίνημα ικανό να τη θρυμματίσει.
ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 02/01/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις