0
Your Καλαθι
Ο λόγος της παρουσίας
Τιμητικός τόμος για τον Παν. Μουλλά
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Το 2005 συμπληρώθηκαν τα εβδομηντάχρονα του καθηγητή Παν. Μουλλά. Ό,τι διέκρινε και συνεχίζει να διακρίνει τον διδακτικό λόγο του είναι η αμεσότητα μιας παρουσίας. Με άγρυπνο ενδιαφέρον ο Παν. Μουλλάς στάθηκε κοντά στους μαθητές, τους συναδέλφους και τους συνοδοιπόρους του. Και πάντοτε φρόντιζε να διανθίσει το λόγο και τα επιχειρήματά του με ιστορίες από τη μαθητεία στους δικούς του δασκάλους, σαν να ήθελε να συστήσει τις προσωπικές του οφειλές: στον Κ.Θ. Δημαρά, τον Λίνο Πολίτη, τον Κάρολο Κουν. Οι μαθητές του, με τη σειρά τους, για να τον τιμήσουν, ετοίμασαν έναν ιδιαίτερα φροντισμένο τόμο, στον οποίο καθένας τους πραγματεύεται κάποιο από τα γνωστικά αντικείμενα του Παν. Μουλλά, είτε από το χώρο της πεζογραφίας και της ποίησης, είτε από το χώρο της κριτικής και του κινηματογράφου - θεάτρου.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Σαράντα χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας στην κριτική της λογοτεχνίας και στη φιλολογική έρευνα συμπληρώνει σε λίγο καιρό ο Παν. Μουλλάς, και οι μαθητές του (όσοι βρέθηκαν στο διδακτικό του κύκλο από το 1977 μέχρι το 2001) αποφάσισαν να τιμήσουν τα εβδομηντάχρονά του με έναν πλούσιο αφιερωματικό τόμο, που παρακολουθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πλαγίως ή ευθέως και σαφώς, όλα τα πεδία εντός των οποίων ο ίδιος σχημάτισε και ακόνισε τον κριτικό του λόγο. Πώς, όμως, ακριβώς έχει διαμορφωθεί και διαρθρωθεί αυτός ο λόγος και ποια είναι τα κεντρικά του κεφάλαια; Οπως προκύπτει (για όσους τουλάχιστον δεν έχουν εκ του σύγεγγυς γνωριμία με τα πράγματα) από την εργογραφία η οποία προτάσσεται των κειμένων που φιλοξενούνται στον τόμο, αλλά και όπως γίνεται αμέσως φανερό από το σύντομο εισαγωγικό σημείωμα των τριών επιμελητών (Μαίρη Μικέ, Μίλτος Πεχλιβάνος, Λίζυ Τσιριμώκου), τα ενδιαφέροντα του Παν. Μουλλά εντοπίζονται σε ένα ευρύτατο ερευνητικό φάσμα, που ξεκινάει από το ρομαντικό 19ο αιώνα και τους ποιητικούς του διαγωνισμούς ή τις παραλογοτεχνικές του εκρήξεις, περνάει στον Βιζυηνό, στον Παπαδιαμάντη και στον Ροΐδη (αλλά και στον Λουκιανό και στον Αισχύλο ή στον Φλομπέρ και στον Μοντεσκιέ) και φτάνει ώς την αυτοβιογραφική αφήγηση, την επιστολογραφία και την ιστορία των ιδεών.
Ιστορία, θεωρία και κριτική
Από το τέλος της δεκαετίας του '50, οπότε και κάνει τα πρώτα του βήματα στην κριτική, έως και τις μέρες μας, οι οποίες έχουν να αποκαλύψουν μιαν ογκώδη και ποικιλοτρόπως δοκιμασμένη και επικυρωμένη βιβλιογραφία, η δουλειά του Μουλλά τείνει (αντιγράφω τα λόγια των επιμελητών) σε «μια τριπλή σύνθεση: ιστορία, θεωρία και κριτική της νεοελληνικής λογοτεχνίας κατά το 19ο και τον 20ό αιώνα». Οσο για το βασικό χαρακτηριστικό της διαδρομής του, δεν είναι άλλο, καθώς εύλογα συμπληρώνουν οι επιμελητές, από το ότι τα θεματικά του ζητούμενα «δεν παγιώνονται σε τελεσίδικα πορίσματα», αλλά, αντιθέτως, «προτείνονται ως σημεία αφετηρίας προς πολλαπλές και αλλεπάλληλες προσεγγίσεις και αναγνωστικές δοκιμές». Υπό ένα τέτοιο πρίσμα νομίζω ότι θα πρέπει να δούμε και τις συμμετοχές του τόμου: ως προσεγγίσεις και δοκιμές πάνω σε ζητήματα με τα οποία έχει λιγότερο ή περισσότερο καταπιαστεί ο Μουλλάς κατά τη διάρκεια της μακράς ερευνητικής και κριτικής του πορείας, είτε ανοίγοντας ευθαρσώς καινούριους δρόμους είτε προτείνοντας εμφανώς διαφοροποιημένες από τα καθιερωμένα (καθώς και πάντα βασανισμένες και ευέλικτες) θέσεις και ερμηνείες.
Οι μισοί και πλέον συνεργάτες του τόμου αναφέρονται στις αναζητήσεις του Μουλλά στα λογοτεχνικά φαινόμενα του 19ου αιώνα, όπως και στη διαπάλη των ιδεών η οποία προηγείται. Η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου με τη μελέτη της για τον αντισημιτισμό της Μαρίας Π. Μιχαηλίδου, της πρώτης Ελληνίδας μυθιστοριογράφου, ο Παντελής Βουτουρής, που συγκρίνει τον ευρωπαϊσμό και το ανοιχτό πνεύμα του Παλαμά με τις αντίστοιχες ανησυχίες του Γιώργου Θεοτοκά, η Αννα Κατσιγιάννη, που ανιχνεύει τις ελληνικές τύχες του βαγκνερισμού, η Μαριλίζα Μητσού, που φωτίζει τους διανοητικούς αγώνες του Κ. Μ. Κούμα όταν μεταφράζει εν έτει 1813 τον «Αγάθωνα» του Wieland, η Μαίρη Μικέ, που εξετάζει την εικόνα της ερωτικής επιθυμίας και της εθνικής ταυτότητας σε αφηγηματικά κείμενα της δεύτερης πεντηκονταετίας του 19ου αιώνα, ο Γιάννης Παπαθεοδώρου, που προσεγγίζει τον Ροΐδη ως κατ' εξοχήν πολιτικό συγγραφέα (ένα από τα μείζονα κριτικά μοτίβα του Μουλλά), ο Μιχάλης Πιερής, που γράφει για τις λαϊκές καταβολές της σολωμικής ποίησης, ο Αλέξης Πολίτης, που εξηγεί για ποιον λόγο ο βυρωνισμός αποκτά ρίζες στην Ελλάδα μόνο μετά τη νίκη και το τέλος της Επανάστασης, ο Γ. Μ. Σηφάκης, που αναζητεί τους όρους γέννησης του δεκαπεντασύλλαβου, φτάνοντας, προφανώς, μέχρι και το Βυζάντιο, η Κατερίνα Τικτοπούλου, που σχολιάζει την εικόνα την οποία φιλοτεχνεί ο Σπ. Ζαμπέλιος για τον Σολωμό, η Λίζυ Τσιριμώκου, που δείχνει τη γενναία έξοδο του Μιχαήλ Μητσάκη από το κλίμα του ρομαντισμού, η Γ. Φαρίνου - Μαλαματάρη, που διαβάζει με μεταμοντέρνα κριτήρια τον Βιζυηνό (άλλος μέγας στόχος του Μουλλά), η Βικτωρία Χατζηγεωργίου - Χασιώτη, που μιλάει για την παρουσία του Αλή Πασά στο μυθιστορηματικό κόσμο του Στ. Ξένου, ο Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, που τοποθετεί τον Ροΐδη, τον Μητσάκη και τον Βιζυηνό σε σχέση με το Ανατολικό Ζήτημα, καθώς και οι Κατερίνα Κωστίου και Τζίνα Πολίτη, που διερευνούν την ποιητική σκηνοθεσία και τροπικότητα του Καβάφη.
Περνώντας στη σύγχρονη εποχή
Το ερευνητικό και κριτικό έργο του Μουλλά εστιάζει τα μάλα την προσοχή του και στον 20ό αιώνα. Και εδώ έρχονται να παραλληλιστούν μαζί του, πιάνοντας εκ νέου το νήμα των πορισμάτων του, η Βενετία Αποστολίδου, με τη μελέτη της για τον Λίνο Πολίτη και το άνοιγμα του Πανεπιστημίου στη διδασκαλία της σύγχρονης λογοτεχνίας, ο Νάσος Βαγενάς, που θέτει ερωτήματα γύρω από τον κριτικό στοχασμό του Μανόλη Αναγνωστάκη, ο Γιάννης Δάλλας, που υπενθυμίζει τα γοητευτικά παραδοξογραφήματα του Ε. Χ. Γονατά, ο Χ. Λ. Καράογλου, που διερευνά τη σχέση θεάτρου και κινηματογράφου στη δεκαετία του 1930, ο Ερατοσθένης Καψωμένος, που κάνει λόγο για την ποιητική φωνή του Τάσου Λειβαδίτη, ο Ξ. Α. Κοκόλης, που μας πηγαίνει στα κυπριώτικα ποιήματα του Κώστα Μόντη, η Χριστίνα Ντουνιά, που αναδεικνύει τον ερωτικό Καρυωτάκη, ο Λευτέρης Παπαλεοντίου και ο Μίλτος Πεχλιβάνος, που γράφουν για τις «Ακυβέρνητες πολιτείες» του Στρατή Τσίρκα (στην αφηγηματολογική ανάλυση των οποίων έχει κατ' επανάληψη επιδοθεί ο Μουλλάς), ο Παναγιώτης Σ. Πίστας, που θυμάται τη θεσσαλονικιώτικη λογοτεχνική συντροφιά των εκδόσεων «Χειρόγραφα» (ο Μουλλάς υπήρξε τακτικό μέλος της), η Αντεια Φραντζή, που βγάζει στην επιφάνεια τα αποσιωπημένα ποιήματα της Ελένης Βακαλό, ο Henri Tonnet, που καταθέτει τις σκέψεις του για το ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα, όπως και οι Αγγέλα Καστρινάκη, Αγλαϊα Κεχαγιά - Λυπουρλή, Εφη Πέτκου και Αλεξάνδρα Σαμουήλ, που ιχνογραφούν, αντιστοίχως, τον Κοσμά Πολίτη, τον Στρατή Δούκα, τον Ν. Γ. Πεντζίκη και τον Γ. Θεοτοκά.
Είναι, βεβαίως, αδύνατον από αυτή τη θέση να διεξέλθω έστω και περιγραφικά ένα τέτοιο φιλολογικό υλικό. Μπορώ, παρ' όλα αυτά, να πω με απόλυτη βεβαιότητα πως εκείνο που προδίδουν αμέσως τόσο η συγκρότηση όσο και η θεματογραφία του τόμου είναι ότι δάσκαλος και μαθητές έχουν συναντηθεί σε έναν προνομιακό τόπο -σ' έναν τόπο όπου οι ανασκαφές του δασκάλου έχουν παρακινήσει τους μαθητές όχι απλώς να ακολουθήσουν τα βήματά του, αλλά, υιοθετώντας την αδογμάτιστη αγωγή και την αποδεδειγμένη ελευθερία του λόγου του, να χρησιμοποιήσουν τα ευρήματά του υπέρ των δικών τους, συχνά εντελώς διαφορετικών διαθέσεων και κατευθύνσεων. Και ο διάλογος εν προκειμένω με τον δάσκαλο αποδεικνύεται όχι μόνο λειτουργικός και γόνιμος, αλλά και εγγενώς απελευθερωτικός. Μήπως, όμως, έτσι δεν συμβαίνει πάντα στις επαγωγικές (και αμοιβαία διαφωτιστικές) σχέσεις;
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 03/03/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις