0
Your Καλαθι
Περιπέτειες της ετερότητας
Η παραγωγή της πολιτισμικής διαφοράς στη σημερινή Ελλάδα
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Η έκρηξη της πολιτισμικής διαφοράς σημάδεψε την είσοδο της Ελλάδας στον 21ο αιώνα. Η χώρα ήρθε αντιμέτωπη τόσο με την δική της απωθημένη και ιστορικά καταπιεσμένη ετερότητα όσο και με την ετερότητα των «άλλων», κυρίως των κοντινών της γειτόνων, που άρχισαν να εγκαθίστανται στο εσωτερικό της. Όπως ήταν επόμενο, μακροχρόνιες στάσεις τέθηκαν σε δοκιμασία, ενώ οι διαδικασίες παραγωγής και διαχείρισης της πολιτισμικής διαφοράς ήρθαν στην πρώτη γραμμή του δημόσιου ενδιαφέροντος.[...]
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η εποχή που τα «σπαστά» ελληνικά ήταν χαριτωμένα έχει περάσει προ πολλού. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, οι «ξένοι» -αυτοί που αποκλείονται δηλαδή από τα δικαιώματα και την οικειότητα που απολαμβάνει ένα «εμείς»- έχουν πολλαπλασιαστεί στην ελληνική κοινωνία. Το θέμα, βέβαια, δεν είναι αριθμητικό. Μαζί με τη μαζική εισροή μεταναστών, η δεκαετία του 1990 επίσης είδε προηγουμένως περιθωριοποιημένες πολιτισμικές πρακτικές και συλλογικότητες να ανασημασιοδοτούνται και να γίνονται ορατές.
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η «ολοκλήρωση» της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η παγκοσμιοποιημένη οικονομία και η ευρεία διάδοση ενός οικουμενικού λόγου περί «ανθρώπινων δικαιωμάτων» και «πολυπολιτισμικότητας» είναι κάποιοι από τους παράγοντες που έχουν δημιουργήσει έντονες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές πιέσεις και αντιστάσεις στην Ευρώπη γύρω από το άνοιγμα των γεωγραφικών και πολιτισμικών συνόρων. Αυτές οι αλλαγές έχουν φανερώσει την εσωστρέφεια της ελληνικής κοινωνίας και την επίμονη ιδεολογική στήριξή της σε έναν εθνικό λόγο περί εθνοτικής (αλλά και θρησκευτικής, έμφυλης, σεξουαλικής) ομοιομορφίας: δηλαδή, στην εικόνα μιας Ελλάδας στην οποία οι «άλλοι» δεν έχουν θέση.
Είναι αυτό το καινούριο «καθεστώς διαφορετικότητας» που το βιβλίο «Περιπέτειες της Ετερότητας: Η παραγωγή της πολιτισμικής διαφοράς στη σημερινή Ελλάδα» θέτει στο επίκεντρο της σημερινής ελληνικής ανθρωπολογικής έρευνας. Στη μακροσκελή εισαγωγή ο επιμελητής του τόμου Ευθύμιος Παπαταξιάρχης περιγράφει τους πρόσφατους κοινωνικούς μετασχηματισμούς και στήνει ένα θεωρητικό πλαίσιο για την ανάλυση της πολιτισμικής διαφοράς, ενώ στο επίμετρο του βιβλίου σκιαγραφεί τη «μακρά διάρκεια» της διαμόρφωσης της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας. Τα υπόλοιπα κείμενα καταγράφουν τους καθημερινούς και δημόσιους λόγους για την πολιτισμική διαφορά, τις διαπολιτισμικές συναντήσεις και συγκρούσεις και τις επιτελέσεις των ποικίλων «ταυτοτήτων» στη σημερινή ελληνική κοινωνία.
Οι ξένοι μας
Στον τόμο αυτόν τεκμηριώνεται μια στροφή σε σχέση με τις πρώτες ανθρωπολογικές προσεγγίσεις στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι οποίες είχαν στόχο κυρίως την ανακάλυψη του απαγορευμένου ή «ανύπαρκτου» άλλου, σε πείσμα του επίσημου δόγματος περί ομοιογένειας. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η επίσημη υιοθέτηση της ρητορικής περί πολυπολιτισμικότητας μετά το 1996 έχει απελευθερώσει τον λόγο και τις ερευνητικές πρακτικές των ανθρωπολόγων, ανοίγοντας περιθώρια για μια πιο ανοιχτή ενασχόληση με τον εθνοτικό «Αλλο» και τη νέα μετανάστευση.
Οπως δείχνουν τα άρθρα που αφορούν τη Θράκη, η επιλογή αυτού του πεδίου έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί είναι κυρίως εκεί που έγινε αισθητή η επίδραση της ευρωπαϊκής πολιτικής για την προώθηση της πολυπολιτισμικότητας. Στη συμβολή της στον τόμο, η Εφη Πλεξουσάκη εστιάζει στις εκπαιδευτικές επιλογές των τουρκόφωνων και πομακόφωνων κατοίκων της Θράκης, αναλύοντας τη στροφή τους προς τη φοίτηση στα δημόσια ελληνόφωνα γυμνάσια και το νόημα που προσδίδουν οι ίδιοι στην επιλογή αυτή. Η Φωτεινή Τσιμπιρίδου εξετάζει τις στρατηγικές και τους ηγεμονικούς λόγους που αναπτύσσουν οι πολιτικές ελίτ τόσο της μουσουλμανικής μειονότητας όσο και των κρατικών φορέων. Τέλος, η Βασιλική Γιακουμάκη σχολιάζει πώς στοιχεία που παλιότερα στιγμάτισαν αυτή τη συνοριακή περιοχή (πολυεθνοτικότητα, αγροτικότητα) έχουν νομιμοποιηθεί και εξιδανικευτεί. Το κείμενο αυτό δεν εστιάζει σε μια συγκεκριμένη «μειονότητα», αλλά στην ανάδειξη της «Θράκης» ως πολυπολιτισμικής «περιοχής» μέσα από τον λόγο για την τοπική διατροφική ποικιλία.
Οπως σημειώνει η Γιακουμάκη, η θετική αξιολόγηση της «πολυπολιτισμικότητας» επιφυλάσσεται για τις λεγόμενες «ιστορικές μειονότητες» (που «εδραιώνονται» σε έναν συγκεκριμένο -ελληνικό- τόπο) και δεν καλύπτει τους οικονομικούς μετανάστες που κατέφτασαν πρόσφατα στην Ελλάδα. Αντιθέτως, γι' αυτούς, όπως ισχυρίζεται ο Παπαταξιάρχης, επιστρατεύεται συστηματικά ένας λόγος περί (παραδοσιακής ελληνικής) «φιλοξενίας». Η ρητορική αυτή περιγράφεται ως μηχανισμός συγκαταβατικής «προστασίας» και (προσωρινής) ενσωμάτωσης των μεταναστών μέσα από την εξομοίωση, κάτι που φαινόταν στις επίμονες απαιτήσεις για τη βάφτιση των μεταναστών και την ελληνοποίηση των ονομάτων τους. Ως «φιλοξενούμενος», ο ξένος εγκλωβίζεται στις υποχρεώσεις που συνοδεύουν αυτό το «δώρο» του «οικοδεσπότη» και πρέπει να δέχεται τους κανόνες του «σπιτιού». Στο πλαίσιο αυτό δεν μπορεί να διεκδικήσει μια πιο μόνιμη παρουσία στη χώρα ούτε να προβάλλει ασύμβατες πολιτισμικές συμπεριφορές, ενώ η μύησή του στην ελληνική κουλτούρα θεωρείται διαδικασία πολιτισμικής «αναβάθμισης». Η Αλεξάνδρα Μπακαλάκη υποστηρίζει ότι η εικόνα του «πεινασμένου» Αλβανού μετανάστη που κλέβει από τον Ελληνα προσλαμβάνεται από το ελληνικό κοινό ως απόπειρα απόκτησης του βιοτικού επιπέδου του Ελληνα και, κατ' επέκταση, ως απομίμηση της «ανώτερης» ελληνικής κοινωνίας που επιβεβαιώνει την υπεροχή της.
Η πολιτισμική «εξομοίωση» των μεταναστών ενισχύει τον εθνικισμό, κάτι που γίνεται φανερό στη μεταχείριση μιας ειδικής κατηγορίας μεταναστών, τους λεγόμενους «ομογενείς». Η Ευτυχία Βουτυρά εξετάζει την «ετεροποίηση» των «παλιννοστούντων» από την πρώην Σοβιετική Ενωση. Εξηγεί γιατί παρά την προνομιακή μεταχείριση αυτής της ομάδας από την κρατική πολιτική, η ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία δεν είναι λιγότερο προβληματική απ' αυτή άλλων, λιγότερο «τυχερών», ομάδων μεταναστών. Ως αποτέλεσμα πολλοί απ' αυτούς επιλέγουν να γυρίσουν πίσω ή μετακινούνται διαρκώς μεταξύ δύο πατρίδων, διαμορφώνοντας έτσι μια «αντίστροφη διασπορά».
Μια άλλη σειρά άρθρων εξετάζει διαπολιτισμικές «συναντήσεις» υπό το πρίσμα ιεραρχικών, διαπροσωπικών σχέσεων. Η Αγγελική Αθανασοπούλου περιγράφει τις σχέσεις Αρβανιτών εργοδοτών με τους ομόγλωσσους εποχικούς εργάτες τους από την Αλβανία. Θίγει τη νέα σημασία που αποκτάει η αρβανίτικη ταυτότητα σε ένα χωριό της Αργολίδας υπό τη διπλή επίδραση της νέας ρητορικής για το δικαίωμα στη διαφορά και της εγκατάστασης Αλβανών μεταναστών. Η Πηνελόπη Τοπάλη εστιάζει στις σχέσεις μεταξύ Φιλιππινέζων οικιακών βοηθών και Ελληνίδων μεσοαστών εργοδοτριών στην Αθήνα. Και στις δύο περιπτώσεις οι εργοδότες υιοθετούν, λόγω οικειότητας, μια «φιλόξενη» στάση, που εκφράζεται με όρους συγγένειας, «φιλίας», «αγάπης» και «φιλότιμου». Αλλά και στις δύο περιπτώσεις η στάση αυτή φαίνεται να έχει τα όριά της. Στο χωριό των Αρβανιτών παρουσιάστηκαν ρωγμές όταν οι Αλβανοί άρχισαν να διατυπώνουν διεκδικήσεις σχετικά με τις συνθήκες εργασίας ή να τονίζουν την ιδιαιτερότητά τους με βάση το αλβανικό μοντέλο αρρενωπότητας, στην περίπτωση των Φιλιππινέζων, όταν αποχωρούν σιωπηλά, όπως ήρθαν, απορρίπτοντας το ματερναλιστικό μοντέλο που τους προτείνουν οι εργοδότριές τους. Τέλος, η Κατερίνα Ροζάκου περιγράφει τη δύσκολη συνάντηση μεταξύ προσφύγων και μιας πολιτικοποιημένης ομάδας εθελοντών σε μια μη κυβερνητική οργάνωση. Η Ροζάκου αναλύει τις στάσεις των εθελοντών και τα διλήμματα που αντιμετώπιζαν (ανάμεσα στην άρνηση της «φιλανθρωπίας» στην οποία τους οδήγησαν οι πολιτικές τους απόψεις και τις απαιτήσεις των ίδιων των προσφύγων).
Ο λόγος για τον «πολιτισμό»
Τα τελευταία χρόνια οι αναφορές στον «πολιτισμό» έχουν πληθύνει στον δημόσιο λόγο. Από την εμπορευματοποίηση των προϊόντων που ορίζονται στη βάση της «πολιτισμικής» ιδιαιτερότητάς τους («τοπική», «παραδοσιακή», «εξωτική» προέλευση) στις διεκδικήσεις για αυτοκαθορισμό συλλογικοτήτων, όλοι φαίνονται να μιλάνε για τον πολιτισμό. Υπάρχει μια ειρωνεία στην εξέλιξη αυτή για τους ανθρωπολόγους. Υπό την πίεση, πρώτα, της μετα-αποικιακής κριτικής (που κατέκρινε τη συμβολή του ανθρωπολογικού λόγου στην αντικειμενικοποίηση του αποικιοκρατουμένου «Αλλου») και, στη συνέχεια, της παγκοσμιοποίησης, οι ανθρωπολόγοι πήραν μια απόσταση από παλιότερες (και σήμερα δημοφιλείς εκτός Ανθρωπολογίας) εκδοχές του πολιτισμού (ως κοινής «κοσμοθεωρίας», συνόλου πρακτικών μιας γεωγραφικά οροθετημένης «κοινότητας» κ.λπ.).
Στη δεκαετία του 1990, επομένως, αρκετοί ανθρωπολόγοι στράφηκαν προς την ανάλυση του λόγου περί «πολιτισμού» και τοπικής ταυτότητας που παράγεται από τους ίδιους τους πληροφορητές τους και τις πολιτικές διαστάσεις του λόγου αυτού. Η Φωτεινή Τσιμπιρίδου ανιχνεύει τις «πολιτικές του τόπου» που εκφράζονται μέσα από δημόσιες επιτελέσεις («παραδοσιακά» πανηγύρια, διαλέξεις, δρώμενα), στις οποίες εμπλέκονται όχι μόνον οι τοπικές ελίτ, αλλά και δημοσιογράφοι, επιστήμονες, επιχειρηματίες, φορείς της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ανθρωπολόγοι. Ο Παναγιώτης Πανόπουλος υποστηρίζει ότι τοπικοί σύλλογοι που «επιστρέφουν» στα χωριά για την οργάνωση πολιτισμικών εκδηλώσεων προβάλλουν μια ρητορική του «τόπου» συμβατή με τις συμβάσεις του εθνικού «ανήκειν». Τέλος, ο Γιώργος Αγγελόπουλος επιχειρεί να δει τους ανθρωπολόγους μέσα από τα μάτια των κατοίκων της Φλώρινας, δημοφιλές πεδίο ανθρωπολογικής έρευνας κατά τη δεκαετία του 1990. Παρατηρεί πώς το κόμμα «Ουράνιο Τόξο», που προωθεί τη μειονοτική ταυτότητα των σλαβόφωνων «ντόπιων» της περιοχής, έχει αντλήσει επιχειρήματα από ανθρωπολογικές αναλύσεις, αλλά έχει επίσης αμφισβητήσει την αυθεντία τους.
Στη δεκαετία του 1990, η ρητορική γύρω από τη διατροφή αποδείχτηκε ένα κεντρικό πεδίο για την ανάδυση ενός ουσιοκρατικού λόγου για τον (ελληνικό) πολιτισμό. Η Ελια Πετρίδου γράφει για τη διαμάχη γύρω από την κατοχύρωση της ελληνικής φέτας στα ΠΟΠ (Προϊόντα Ονομασίας Προέλευσης) της Ευρωπαϊκής Ενωσης ως πεδίου διαπραγμάτευσης της εθνικής ταυτότητας, ενώ η Βασιλική Γιακουμάκη σχολιάζει την «ανακάλυψη» και κατανάλωση των «τοπικών», «εθνοτικών» και «αγροτικών» τροφίμων που προβάλλονται σε βιβλία γαστρονομίας, ιατρικά κείμενα, και μέσω επίσημων πολιτικών. Και στις δύο περιπτώσεις παρουσιάζεται ενός λόγος για την «αυθεντικότητα» του λαϊκού πολιτισμού που συνδέεται, μέσα από το σύμβολο του φαγητού, με το φυσικό τοπίο και την αγροτική ύπαιθρο.
Γενεαλογίες της ετερότητας
Μία από τις διαρκείς μέριμνες του τόμου είναι να αποδεικνύει την αρμοδιότητα της Ανθρωπολογίας για την ανάλυση της ετερότητας, λόγω της μακροχρόνιας ενασχόλησης της επιστήμης αυτής με την πολιτισμική διαφορά αλλά και χάρη στην ποιοτική μέθοδο της εθνογραφίας. Εν μέρει, αυτή η έγνοια είναι κατανοητή. Η εθνογραφική προσέγγιση ανοίγει νέες οπτικές σε θέματα όπως η μετανάστευση και οι εθνοτικές ταυτότητες, σε σύγκριση με τις αναλύσεις πολιτικών επιστημόνων, οικονομολόγων και κοινωνιολόγων. Ωστόσο, υπάρχει ο κίνδυνος της αποκλειστικής ταύτισης της Ανθρωπολογίας με τη συγκεκριμένη θεματική εις βάρος άλλων ζητημάτων που απασχολούν τη διεθνή ανθρωπολογική βιβλιογραφία και την πολιτισμική κριτική γενικότερα.
Η αίσθηση ότι στον τόμο η προβληματική αυτή περιορίζει, αντί να ανοίγει, το θεωρητικό πεδίο, μάλλον έχει να κάνει με τη χρήση της λέξης «ετερότητα», την οποία συχνά φαίνεται να επικαλείται ως συνώνυμη με τον «μετανάστη» ή τη «μειονότητα» και τις «κοινότητες» και «ομάδες» τους, αντί να δηλώνει τη σχέση που παράγει τον «Αλλο» ως διαδικασία νομιμοποίησης του κυριάρχου «Εαυτού» του «πολίτη». Από αυτήν την άποψη, η εκτενής συζήτηση για την έμφυλη διαφορά -που είναι και η πιο ολοκληρωμένη και σημαντική συμβολή της ελληνικής Ανθρωπολογίας στην πολιτισμική θεωρία- θα πρόσφερε πολύτιμα εργαλεία για την ανάλυση της «ετεροποίησης» καθώς και για την ιστορική μελέτη των αποκλεισμών από το έθνος-κράτος. Αν το φύλο αποτελούσε πιο κεντρική κατηγορία ανάλυσης στον τόμο, το άρθρο της Βενετίας Καντσά για τη διαπραγμάτευση των κανονιστικών λόγων για το φύλο, τη μητρότητα και τη σεξουαλικότητα από γυναίκες με ομόφυλες ερωτικές προτιμήσεις καθώς και οι οικογένειές τους, θα έμοιαζε πιο «οργανικό» μέρος του.
Αναπαράσταση, σύνορο, διασπορά, διεθνικότητα, υβριδισμός -έννοιες-κλειδιά των πολιτισμικών σπουδών για τη μελέτη της ετερότητας και των συνακολούθων πολιτισμικών διαδικασιών- επίσης δεν τυγχάνουν εκμετάλλευσης στον τόμο αυτό. Αυτή η θεωρητική επιλογή έχει επιπτώσεις και για την εθνογραφική εστίαση. Ετσι, αν και στον τόμο βλέπουμε μια γόνιμη επανεπεξεργασία και πολιτικοποίηση των παραδοσιακών τόπων της ανθρωπολογικής και λαογραφικής έρευνας στην Ελλάδα [π.χ. ο, (ελληνικός) αγροτικός «λαϊκός πολιτισμός», η «τοπικότητα»], η έννοια πολιτισμός δεν εκτείνεται για να συμπεριλαμβάνει την κουλτούρα της νεωτερικότητας: την κουλτούρα της πόλης, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, τη σύγχρονη μουσική, τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο, το Διαδίκτυο και τον τεχνοπολιτισμό γενικότερα. Και αυτές οι πολιτισμικές μορφές, μέσα από τις οποίες αναδύεται και ανασημασιοδοτείται μια δίγλωσση, διαπολιτισμική, υβριδική υποκειμενικότητα, βιώνονται καινούριες εμπειρίες οικειότητας και συλλογικότητας, εκφράζονται διεκδικήσεις και αντιστάσεις σε κανονιστικά πρότυπα και (ανα)παράγονται ηγεμονικοί λόγοι, αφορούν εξίσου τον σύγχρονο ανθρωπολογικό προβληματισμό.
ΡΙΚΗ ΒΑΝ ΜΠΟΥΣΧΟΤΕΝ - ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΠΑΠΑΗΛΙΑ
Η Ρίκη Βαν Μπούσχοτεν και η Πηνελόπη Παπαηλία διδάσκουν Κοινωνική Ανθρωπολογία στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 01/12/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις