0
Your Καλαθι
Στη χώρα του φεγγαριού. Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα 1718-1932
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Η ανά χείρας ανθολογία συγκεντρώνει για πρώτη φορά εντυπώσεις Βρετανίδων περιηγητριών από την Ελλάδα, αρχίζοντας από τις επιστολές της λαίδης Μόνταγκιου, της πιο διάσημης περιηγήτριας και θαυμάστριας της Ανατολής του 18ου αιώνα, και τελειώνοντας με τα ημερολόγια της Βιρτζίνια Γουλφ, που επισκέφτηκε δύο φορές τη χώρα μας.
Οι περιηγητικές πραγματείες, οι επιστολές και τα ημερολόγια που επιλέγονται αποκαλύπτουν όχι μόνο τον σημαντικό ρόλο που έπαιξε η Ελλάδα στον βρετανικό πολιτισμό αλλά και τη σημασία του φύλου, τόσο στον περιηγητισμό όσο και στην αναπαράσταση ενός «άλλου» πολιτισμού. Τα κείμενα των περιηγητριών αμφισβητούν τα στερεότυπα του ελληνικού ταξιδιού, που διαμορφώθηκαν σύμφωνα με τα πρότυπα των αρχαιοφίλων (και αρχαιοθήρων) του 18ου αιώνα ή μέσα από το ρομαντικό βλέμμα του λόρδου Βύρωνα και των επιγόνων του· συμπίπτουν επίσης χρονικά με την ιστορική περίοδο της αυτογνωσίας, τη διαμόρφωση της εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας του νέου έθνους-κράτους.[...]«Η Αθήνα» γράφει η Βιρτζίνια Γουλφ «σημαίνει πολύ περισσότερα πράγματα από την Ακρόπολη και το συνετότερο σχέδιο είναι να διαχωρίσεις τους ζωντανούς από τους νεκρούς, το παλιό από το νέο, έτσι ώστε η μια εικόνα να μην ενοχλεί την άλλη».
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο περιηγητισμός γνωρίζει άνοδο στις μέρες μας, αλλά ασφαλώς δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Σημειώνει άνοδο το 18ο αιώνα, λόγω της κινητικότητας και του εξωτισμού που ευνόησε ο Διαφωτισμός, και ανθεί το 19ο αιώνα, εξαιτίας της γενικευμένης αύξησης του «τουρισμού» και το ανανεωμένο ενδιαφέρον για αρχαίους και πρωτόγονους πολιτισμούς, που τροφοδότησε την ίδρυση νέων επιστημών, όπως η Αρχαιολογία και η Εθνολογία. Ομως η ταξιδιωτική αφήγηση αξίωσε να γίνει αντικείμενο συστηματικής επιστημονικής μελέτης μόλις πρόσφατα, υπό την πίεση των μετα-αποικιακών σπουδών και σε συνάρτηση με την εντεινόμενη εστίαση στο εθν(οτ)ικό στοιχείο στη σύγχρονη έρευνα και θεωρία.
Πράγματι, τόσο η πρακτική του περιηγητισμού όσο και οι απορρέουσες διηγήσεις συνιστούν προνομιακούς «τόπους» άρθρωσης και αναπαραγωγής σχέσεων εξουσίας, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για επισκέπτη από μια «ανεπτυγμένη» χώρα σε ένα μέρος που υποτίθεται ότι είναι συγκριτικά πιο «πρωτόγονο». Η πρόσληψη της άλλης χώρας καθορίζεται από άρρητες ιδεολογίες, που διαμορφώνουν τους όρους προσδιορισμού της ταυτότητας τόσο του αφηγητή-περιηγητή όσο και του τόπου προς περιήγηση. Σημειωτέον ότι καθώς οι περιηγητές καταγράφουν τις εμπειρίες τους από τον ξένο τόπο, ταυτόχρονα ασκούν μια μορφή ιστοριογραφίας, που φαντάζει πιο αληθοφανής και αυθεντική ακριβώς επειδή είναι πιο προσωπική και «ζωντανή» -συγκαλύπτοντας έτσι ευκολότερα το ιδεολογικό φορτίο της.
Είναι εύλογο, επομένως, να κεντρίζουν το ενδιαφέρον οι εντυπώσεις ξένων από την Ελλάδα, πολλώ μάλλον όταν αφορούν το 19ο αιώνα, την περίοδο που το νεοελληνικό έθνος τελεί υπό ίδρυση, τα σύνορα της χώρας βρίσκονται υπό διαμόρφωση και η πληθυσμιακή της σύσταση είναι υβριδική. Οι επιμελήτριες τού ανά χείρας τόμου, η Βασιλική Κολοκοτρώνη από το Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης και η Ευτέρπη Μήτση από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, ανθολογούν ενδεικτικά αποσπάσματα από περιηγητικές αφηγήσεις, που χρονολογούνται από το 18ο έως τις αρχές του 20ού αιώνα. Ομως η έμφαση δίνεται στο 19ο αιώνα, όταν η Ελλάδα έγινε πιο προσφιλής προορισμός λόγω του επιτυχούς εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα και των στίχων του Λόρδου Βύρωνα, αφ' ενός, και αφ' ετέρου, εξαιτίας της διαδεδομένης αρχαιολατρίας των Ευρωπαίων τον ίδιο αιώνα.
Η περιήγηση στην Ελλάδα και μια νέα γυναικεία υποκειμενικότητα
Μια σημαντική συνεισφορά του τόμου είναι επίσης ότι περιλαμβάνει κείμενα αποκλειστικά από γυναίκες περιηγήτριες, και μάλιστα Βρετανίδες. Από την άποψη αυτή, η ανθολογία εντάσσεται στο αξιόλογο και διαρκώς διογκούμενο σώμα βιβλιογραφίας, το οποίο αναδεικνύει σε μείζονα ερμηνευτικό άξονα την έμφυλη προοπτική ως προς τον «τόπο» και το ταξίδι. Εξαιτίας του παραδοσιακού αποκλεισμού τους από τις θέσεις εξουσίας και του οικιακού περιορισμού τους, οι γυναίκες σπάνια είχαν την ευκαιρία να ταξιδέψουν μακριά, και ιδιαίτερα ασυνόδευτες. Το ότι Βρετανίδες έσπευσαν να διεκδικήσουν το ανδρικό προνόμιο του περίφημου «grand tour», της περιοδείας των μορφωμένων νεαρών έως τη Μεσόγειο, δεν οφείλεται μόνο στο φιλελληνισμό της Βρετανίας αλλά, όπως εύστοχα επισημαίνουν οι επιμελήτριες του τόμου, σχετίζεται επίσης με τις ειδικές ιστορικές συνθήκες της χώρας, στις οποίες ευδοκίμησε η γυναικεία χειραφέτηση κάπως πιο πρώιμα και συστηματικά απ' ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αλλωστε, η αποικιοκρατική υπεροχή και η ηγεμονική δύναμη της Βρετανίας την εποχή εκείνη διευκόλυνε την εξοικείωση των γυναικών με τα ταξίδια και την εξερεύνηση, αφού εξασφάλιζε μια αίσθηση ανωτερότητας και τις κατάλληλες υποδομές υποδοχής τους σε χώρες που φάνταζαν μακρινές, εξωτικές και «επικίνδυνες».
Οι Βρετανίδες περιηγήτριες αποτυπώνουν τις ιδέες και τις εμπειρίες τους από την Ελλάδα σε ημερολόγια, επιστολές, απομνημονεύματα ή ακόμα σε ειδικές εκδόσεις ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και ερασιτεχνικής εθνολογίας. Προέρχονται από διαφορετικά στρώματα και έχουν διαφορετικούς ρόλους και επιδιώξεις κατά την περιήγησή τους στην Ελλάδα. Ομως, παρά τη συχνά εμφανή ιδιαιτερότητα της γυναικείας ματιάς τους στη «γενέτειρα» του δυτικού πολιτισμού και τις διαφορές στη χρονική συγκυρία του ταξιδιού τους, εν τέλει εκδηλώνουν μια τυπική αμφιθυμία προς τη σύγχρονη Ελλάδα, που οφείλεται εν μέρει στην αμφίσημη θέση της χώρας μας στο δυτικό φαντασιακό -ούτε αποικία ούτε ισότιμη, με ένδοξο παρελθόν αλλά απογοητευτικό παρόν. Ετσι, από το ένα μέρος, οι επισκέπτριες αναζητούν τα ίχνη του αρχαίου μεγαλείου στον τόπο και τους ντόπιους και από το άλλο, συγχέουν τη σύγχρονη Ελλάδα με την Ανατολή και διαπιστώνουν οπισθοδρόμηση και έκπτωση από το κλασικό ιδανικό. Οι επιμέρους αντιδράσεις τους βεβαίως καθορίζονται από το βαθμό χειραφέτησης, τη μόρφωση και την ταξική παράλληλα με την εθνική και την έμφυλη ταυτότητά τους. Κάποιες περιηγήτριες εκφέρουν έναν καθαρά ιμπεριαλιστικό και οριενταλιστικό λόγο, πολλές υιοθετούν μια αρχαιόπληκτη, εξιδανικευτική οπτική στην Ελλάδα, ενώ άλλες εστιάζουν ακριβώς στη σύγχρονη πραγματικότητα της χώρας. Ολες πάντως τονίζουν το δικό τους περιηγητικό επίτευγμα, και μάλιστα για ορισμένες επισκέπτριες το ταξίδι στην Ελλάδα αποτελεί πηγή έμπνευσης στη δουλειά τους ή σηματοδοτεί μια νέα φάση αυτεπίγνωσης στη ζωή τους.
Πολιτισμική συνέχεια και διεκδίκηση της Ελλάδας
Τέτοιου είδους αντιδράσεις είναι φυσικές, δεδομένου ότι η ταυτότητα της νεότερης Ελλάδας υπήρξε (και παραμένει) ρευστή και εξαρτημένη από την εκάστοτε απάντηση στο αενάως επανερχόμενο ερώτημα του εάν τελικά αποτελεί συνέχεια της αρχαίας. Και στο βαθμό που η συνάφεια των σύγχρονων Ελλήνων με τους αρχαίους πρόγονούς τους αποτελεί διακύβευμα, οι ξένοι επισκέπτες διεκδικούν μερίδιο στην αρχαία ελληνική κληρονομιά με ποικίλους τρόπους, που κυμαίνονται από την αδιάντροπη αρχαιοκαπηλία και τη φαντασίωση ότι μόνον εκείνοι είναι αρκετά εκλεπτυσμένοι ώστε να εκπροσωπήσουν το αρχαίο πνεύμα, έως την επιθυμία προσεταιρισμού και «ανακάλυψης» του αρχαίου πολιτισμού σε τωρινά μέρη, συμπεριφορές ή πρόσωπα. Είναι ενδεικτικό ότι και ο Φρόιντ είχε περιγράψει τη δική του εμπειρία από την Ακρόπολη ως σύμπτωμα ανταγωνισμού με τον πατέρα του, καταδεικνύοντας έτσι εμμέσως τον πυρήνα διεκδίκησης και ιδιοποίησης που ενυπάρχει σε κάθε προσέγγιση στην Ελλάδα, ακριβώς επειδή θεωρείται η απαρχή και το πρότυπο του δυτικού πολιτισμού.
Ομως ένα άλλο ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσον η νεότερη Ελλάδα θα είχε πράγματι ενδιαφέρον εάν δεν φωτιζόταν από το αχνό φως του «νεκρού ήλιου» της αρχαιότητας, όπως το θέτει η Βιρτζίνια Γουλφ στο παραπάνω απόσπασμα από τα ημερολόγια του δεύτερου ταξιδιού της στην Ελλάδα. Κάποιες επισκέπτριες τονίζουν τη ζωντάνια του σύγχρονου -την αυθεντικότητα της τωρινής Ελλάδας στην αντιφατικότητά της-, αλλά συχνότερα η ματιά τους στο παρόν είτε απλώς αντανακλά τις δικές τους προκαταλήψεις είτε η λάμψη των ένδοξων προγόνων αναγκαστικά επισκιάζει τους Νεοέλληνες. Ταυτόχρονα όμως και η ίδια η νεότερη Ελλάδα μοιάζει να υποδέχεται τη λάμψη αυτή παθητικά, υποτονικά, απροετοίμαστα, χωρίς να προσπαθεί να αξιοποιήσει ή να διαφυλάξει εκείνο που της έχει κληροδοτηθεί. Η αδιαφορία αυτή θα μπορούσε αρχικά να αποδοθεί στην εξάντληση της χώρας από τη μακραίωνη κατοχή και τις αλλεπάλληλες συγκρούσεις. Ωστόσο είναι άξιο θαυμασμού πόσο επίκαιρες ακούγονται ακόμα οι σκέψεις που έκανε η Γουλφ για το αρχαίο θέατρο του Διονύσου το 1932: «ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης και ο Αριστοφάνης πρέπει να κάθονταν εδώ και να παρακολουθούσαν [...] δεν έχουν γίνει πολλά που θα μπορούσαν να χαλάσουν τη θέα -δεν έχει χτιστεί τίποτε στερεό και μεγάλο και με διάρκεια. Η φτώχεια και η μιζέρια εμπόδισαν το σβήσιμο του παρελθόντος -εδώ, όπως και αλλού. Στην πραγματικότητα, αυτό που θα μπορούσε κανείς να ζητήσει θα ήταν περισσότερη φροντίδα και φύλαξη, όχι λιγότερη».
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 03/03/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις