0
Your Καλαθι
Θρύλοι του σύμπαντος V
Ανθολογία ελληνικού φανταστικού διηγήματος
Έκπτωση
25%
25%
Περιγραφή
Το παιδί σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε με προσμονή τα τρία φεγγάρια που έστελναν τις πολύχρωμες ακτίνες τους επάνω στη σκοτεινή γη. Βαθιά μέσα του το ένιωθε, το ένιωθε από τώρα, αυτή η λαχτάρα, αυτή η δίψα, αυτή η πίεση... Ήταν επάνω σε έναν μόνο πλανήτη και αισθάνονταν παγιδευμένο, δεν ήξερε το πώς, δεν ήξερε το γιατί. Κοιτούσε τα μακρινά αστέρια και η καρδιά του βούλιαζε στο στήθος του, πνιγόταν, ήθελε να κάνει ένα βήμα, να απλώσει το χέρι του και να βρεθεί εκεί έξω, στα αστέρια, στο άπειρο, στο ανοιχτό σύμπαν, μακριά από αυτόν τον ένα πλανήτη που το κρατούσε περιορισμένο στα στενά του όρια.
«Γιαγιά» είπε «πες μια φορά ακόμα τις ιστορίες για εκείνους, για τους μαγικούς κόσμους όπου πήγαιναν, για τις γνώσεις που μάζευαν, για τα θαύματα που έβλεπαν».
Η γιαγιά του κοίταξε το παιδί και τους φίλους του με κατανόηση και μια δόση μελαγχολίας. Είχε μέσα στο αίμα του τη δίψα της αρχαίας φυλής. Ήταν ένας ταξιδευτής των άστρων, ένας από τους συλλέκτες των Θρύλων. Αυτή η δίψα το κατέτρωγε όσο δεν βρισκόταν ανάμεσα στα άστρα, όσο δεν ένιωθε τον κοσμικό αγέρα να χαϊδεύει το κορμί του. Το χάδι του άπειρου, το έλεγαν.
«Υπήρχαν κάποτε εκείνοι» άρχισε να αφηγείται. «Κανένας δεν θυμάται, από που ξεκίνησαν ή γιατί, ήταν όμως οι Συλλέκτες, οι Συλλέκτες των Θρύλων του Σύμπαντος. Γυρνούσαν ανάμεσα στ’ αστέρια και είχαν μια φλόγα άσβεστη να καίει στα μάτια τους, μια φλόγα μάθησης και πάθους. Υπήρχαν τόσοι θρύλοι που θα χάνονταν, που θα πήγαιναν στη Γη των Εξόριστων Λουλουδιών και έπρεπε να προλάβουν, να τους σώσουν, πριν χαθούν για πάντα. Γιατί αυτοί ήταν ο κόσμος, τα Όνειρα της Δημιουργίας, το Δώρο των Θεών, ο Δρόμος των Κόσμων. Ήταν οι ζωντανές συνειδήσεις κόσμων που υπήρχαν και τώρα έσβησαν από τη συλλογική μνήμη και όλες αυτές οι συνειδήσεις θα συνέχιζαν να ζουν μέσα από τους Θρύλους. Και εκείνοι έπρεπε να βουτήξουν μέσα σε Κόκκινες Τρικυμίες, να βρουν τους Πορφυρόμαλλους, να αναζητήσουν τους Αχθοφόρους του Μέλλοντος και να δαμάσουν τον χρόνο μέσα στις κατακόμβες του Καλ Αλ Θρομ και στην φωλιά των Ιγκλάρια, καθώς το κοράκι του Alfadir θα πετούσε πάνω από τους Λησμονημένους και τον Τελευταίο Σταυροφόρο.
»Για αυτό εμείς, παιδί μου, κάθε βράδυ κοιτάμε τον ουρανό και καθώς περιμένουμε να γυρίσουν λέμε τη μία και πρώτη προσευχή, τον πρώτο και αιώνιο Θρύλο του Σύμπαντος». Το παιδί άρχισε να τραγουδά χαμογελώντας και οι φίλοι του ακολούθησαν:
«Ααα, Βββ, Γγγ, Δδδ, Ζζζ, Εεε...»
(συνεχίζεται)
«Γιαγιά» είπε «πες μια φορά ακόμα τις ιστορίες για εκείνους, για τους μαγικούς κόσμους όπου πήγαιναν, για τις γνώσεις που μάζευαν, για τα θαύματα που έβλεπαν».
Η γιαγιά του κοίταξε το παιδί και τους φίλους του με κατανόηση και μια δόση μελαγχολίας. Είχε μέσα στο αίμα του τη δίψα της αρχαίας φυλής. Ήταν ένας ταξιδευτής των άστρων, ένας από τους συλλέκτες των Θρύλων. Αυτή η δίψα το κατέτρωγε όσο δεν βρισκόταν ανάμεσα στα άστρα, όσο δεν ένιωθε τον κοσμικό αγέρα να χαϊδεύει το κορμί του. Το χάδι του άπειρου, το έλεγαν.
«Υπήρχαν κάποτε εκείνοι» άρχισε να αφηγείται. «Κανένας δεν θυμάται, από που ξεκίνησαν ή γιατί, ήταν όμως οι Συλλέκτες, οι Συλλέκτες των Θρύλων του Σύμπαντος. Γυρνούσαν ανάμεσα στ’ αστέρια και είχαν μια φλόγα άσβεστη να καίει στα μάτια τους, μια φλόγα μάθησης και πάθους. Υπήρχαν τόσοι θρύλοι που θα χάνονταν, που θα πήγαιναν στη Γη των Εξόριστων Λουλουδιών και έπρεπε να προλάβουν, να τους σώσουν, πριν χαθούν για πάντα. Γιατί αυτοί ήταν ο κόσμος, τα Όνειρα της Δημιουργίας, το Δώρο των Θεών, ο Δρόμος των Κόσμων. Ήταν οι ζωντανές συνειδήσεις κόσμων που υπήρχαν και τώρα έσβησαν από τη συλλογική μνήμη και όλες αυτές οι συνειδήσεις θα συνέχιζαν να ζουν μέσα από τους Θρύλους. Και εκείνοι έπρεπε να βουτήξουν μέσα σε Κόκκινες Τρικυμίες, να βρουν τους Πορφυρόμαλλους, να αναζητήσουν τους Αχθοφόρους του Μέλλοντος και να δαμάσουν τον χρόνο μέσα στις κατακόμβες του Καλ Αλ Θρομ και στην φωλιά των Ιγκλάρια, καθώς το κοράκι του Alfadir θα πετούσε πάνω από τους Λησμονημένους και τον Τελευταίο Σταυροφόρο.
»Για αυτό εμείς, παιδί μου, κάθε βράδυ κοιτάμε τον ουρανό και καθώς περιμένουμε να γυρίσουν λέμε τη μία και πρώτη προσευχή, τον πρώτο και αιώνιο Θρύλο του Σύμπαντος». Το παιδί άρχισε να τραγουδά χαμογελώντας και οι φίλοι του ακολούθησαν:
«Ααα, Βββ, Γγγ, Δδδ, Ζζζ, Εεε...»
(συνεχίζεται)
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις