0
Your Καλαθι
Ώρες Υδαρείς
Έκπτωση
25%
25%
Περιγραφή
20-8-2019
«Η κατάρα μου σεβαστή,
Απ’ τους θεούς κριμένη
Και εγκεκριμένη.
Δεν στάει, διαχέεται παντού,
Κρυμμένη δεν θα μένει,
Από το δέρμα μπαίνει εις νου
Και τοξική είναι, όλη.
Και τοξευμένη ως σωθικού
Ιστούς τού καθενού,
Θρεμμένη, αυτού! Διαβόλοι
Την διασπείρουν μακριά
Κι έχει και την εγγύτητα.
Μα ρέει και με ταχύτητα».
Έτσι ένα πνεύμα απείλησε,
Και η πλάσις να μιλήσει:
Δεν μίλησε!
Δεν τόλμησε, μα κύλησε
(Σ’ αυτόν που σύλλησε την Τάξη)
Την τέτοια του κατάρα:
Την όρμησε!
«Ξέρε!», φωνάζει αυτή η αρά.
«Μες στον καθρέφτη της κοιτά
Και θα με βλέπει εμένα,
Θα πίνει το βροχόνερο
Και, στο ποτήρι, πάλι εγώ,
Να την φιλώ στο στόμα.
Γιατί, νεκρός, την κουβαλώ.
Σ’ απόνερο ας πετάει
Το υπόλοιπο, στο χώμα!
–Και, στο ουράνιο τόξο
Πάνω, οι αντικατοπτρισμοί! – Θα βάνω
Στα χρώματά του το φιλί,
Το νεκρικό φιλί μου,
Να γίνει πια δική μου!
Θα τρέχει, για να ξεχαστεί,
Να μου ξεφύγει τάχα!
Δεν πάει, δεν μπορεί!: Να!, θα διψάσει!
Στην εξοχή καθώς τραβά, την βλάχα,
Από κορίτσι θα ζητά
Νερό να πιει που ξεδιψά.
Μα δεν θα αποτολμήσει
Να πιει. – Θα την φιλήσει
Το αιμάτινό μου στόμα,
Νεκρού κάτω απ’ το χώμα!
Μετά από τριάντα ώρες
Θα πιει – Να!, πίνει! – ποταμού
Το δάσινο νερό του.
Και βλέπει από άλλες χώρες
Κάποιου άλλου κόσμου: πνεύμα
Να ’ν’ κάτω από το ρεύμα
Του ποταμού.
Ξανά θε να ’χει ένα φιλί,
Το τελευταίο, και τραβά
Η σιλουέτα μου, στερνά,
Την κοπελιά μες στα νερά,
Γιατί εγώ θα ’μαι κάτω.
Θα την τραβώ ως τον πάτο!»
Έτσι το πνεύμα μίλησε.
Και έκτοτε καραδοκεί,
Μια διψασμένη όλο ψυχή
Για το φιλί. – Κι απείλησε!
«Η κατάρα μου σεβαστή,
Απ’ τους θεούς κριμένη
Και εγκεκριμένη.
Δεν στάει, διαχέεται παντού,
Κρυμμένη δεν θα μένει,
Από το δέρμα μπαίνει εις νου
Και τοξική είναι, όλη.
Και τοξευμένη ως σωθικού
Ιστούς τού καθενού,
Θρεμμένη, αυτού! Διαβόλοι
Την διασπείρουν μακριά
Κι έχει και την εγγύτητα.
Μα ρέει και με ταχύτητα».
Έτσι ένα πνεύμα απείλησε,
Και η πλάσις να μιλήσει:
Δεν μίλησε!
Δεν τόλμησε, μα κύλησε
(Σ’ αυτόν που σύλλησε την Τάξη)
Την τέτοια του κατάρα:
Την όρμησε!
«Ξέρε!», φωνάζει αυτή η αρά.
«Μες στον καθρέφτη της κοιτά
Και θα με βλέπει εμένα,
Θα πίνει το βροχόνερο
Και, στο ποτήρι, πάλι εγώ,
Να την φιλώ στο στόμα.
Γιατί, νεκρός, την κουβαλώ.
Σ’ απόνερο ας πετάει
Το υπόλοιπο, στο χώμα!
–Και, στο ουράνιο τόξο
Πάνω, οι αντικατοπτρισμοί! – Θα βάνω
Στα χρώματά του το φιλί,
Το νεκρικό φιλί μου,
Να γίνει πια δική μου!
Θα τρέχει, για να ξεχαστεί,
Να μου ξεφύγει τάχα!
Δεν πάει, δεν μπορεί!: Να!, θα διψάσει!
Στην εξοχή καθώς τραβά, την βλάχα,
Από κορίτσι θα ζητά
Νερό να πιει που ξεδιψά.
Μα δεν θα αποτολμήσει
Να πιει. – Θα την φιλήσει
Το αιμάτινό μου στόμα,
Νεκρού κάτω απ’ το χώμα!
Μετά από τριάντα ώρες
Θα πιει – Να!, πίνει! – ποταμού
Το δάσινο νερό του.
Και βλέπει από άλλες χώρες
Κάποιου άλλου κόσμου: πνεύμα
Να ’ν’ κάτω από το ρεύμα
Του ποταμού.
Ξανά θε να ’χει ένα φιλί,
Το τελευταίο, και τραβά
Η σιλουέτα μου, στερνά,
Την κοπελιά μες στα νερά,
Γιατί εγώ θα ’μαι κάτω.
Θα την τραβώ ως τον πάτο!»
Έτσι το πνεύμα μίλησε.
Και έκτοτε καραδοκεί,
Μια διψασμένη όλο ψυχή
Για το φιλί. – Κι απείλησε!
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις