0
Your Καλαθι
Η καταραμένη χαρά
Έκπτωση
25%
25%
Περιγραφή
Είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς γιατί το βιβλίο αυτό είναι τόσο ευχάριστο. Η αποτυχημένη ζωή ενός παλιατζή, βουτηγμένου στη βρωμιά και στο αλκοόλ στα περίχωρα της Κοπεγχάγης, δεν προσφέρεται για τέρψη. Κι όμως. Χάρη στο χιούμορ του Σβαν, που είναι πηγαίο και άμεσο, χωρίς ποτέ να θίγει τον ήρωα, δημιουργείται μια οικεία ατμόσφαιρα, γεμάτη κωμικοτραγικά συμβάντα. Η τέρψη ωστόσο οφείλεται κυρίως στη γλώσσα, μια γλώσσα κυματιστή και ρυθμική, που μεταφέρει τα ιδιότυπα μηνύματά της χωρίς την παραμικρή δυσκολία.
Γέραν Ζάχρισον (εφημ. Αφτονμπλάντετ, 23.10.1987)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Κάφκα σε μια επιστολή του, μας πληροφορεί ο Ελίας Κανέτι, επικρίνει ένα κείμενο συγγραφέα δηλώνοντας την απέχθειά του για τη σπατάλη των λέξεων που διαπιστώνει σ' αυτό. Ο μεγάλος Τσέχος δεν είπε, βέβαια, κάτι πρωτότυπο, όμως πολύ απλά και εύστοχα υπαινίχθηκε την αξία του ευσύνοπτου, της ανάγκης να επικοινωνούμε με μια γραφή που θα έχει χαρακτηριστικό την ακρίβεια.
Υπάρχουν, ευτυχώς, σύγχρονοι πεζογράφοι όπως ο Σουηδός Γιαν Χένρικ Σβαν (γενν. το 1959), οι οποίοι σε κερδίζουν αμέσως με την εξαιρετική εκφραστική λιτότητά τους, ας μη συμφωνείς κατ' ανάγκην με τη θεματολογία τους ή και με το εν γένει ρεαλιστικό αφηγηματικό πλαίσιο των έργων τους.
Ο Σβαν δεν μπορεί να θεωρηθεί, ας πούμε, γνήσιος απόγονος του πεισιθάνατου συμπατριώτη του Στιγκ Ντάγκερμαν, που κατέστρωσε το έργο του ως προσχέδιο για το πέρασμά του στην άλλη ζωή, αλλά συνδέεται σε γενικές γραμμές, ως κατιών, με όλη εκείνη τη μεταπολεμική σκανδιναβική συγγραφική γενιά, την επηρεασμένη μέχρι μυελού οστών από τη βόρεια υπαρξιστική παράδοση. Ο Σβαν διαφοροποιείται αρκετά από τους άμεσους προγόνους του, οι οποίοι σε κάποιο βαθμό, με διάφορους τρόπους, προσπάθησαν να σχολιάσουν και τις κοινωνικές ενοχές της εποχής τους λόγω των ιστορικών συγκυριών των μέσων του περασμένου αιώνα (ας μην ξεχνάμε ότι ο ναζισμός και η σχέση του με τα κράτη της Σκανδιναβίας βάρυνε αρνητικά στις συνειδήσεις τα μεταπολεμικά χρόνια). Ο Σβαν, ως νεότερος, δεν καταπιάνεται ευθέως με προβλήματα που άπτονται της Ιστορίας και θα ήταν μάλλον αυθαιρεσία να υποστηρίξεις ότι αντιλαμβάνεσαι από τον τρόπο καταγραφής των μυθοπλαστικών δεδομένων ότι οι ήρωές του εκπροσωπούν κάτι συλλογικότερο, μια καθολικότερη στάση κοινωνικής ζωής, πίσω από τα υπαρξιακά τους αδιέξοδα. Αυτό που γίνεται φανερό μέσα από τη γραφή του Σβαν σχετίζεται και με το πρόβλημα, την αγωνία, της (ερωτικής) επαφής: επιπλέον το «κοσμοπολιτικό» άνοιγμα της δράσης, π.χ. στο μυθιστόρημα «Η καταραμένη χαρά» (η ιστορία εκτυλίσσεται στη Δανία), οδηγεί τα σημεία προς μια θέασή τους μη «εθνική».
Ας σημειωθεί και κάτι άλλο για να ενισχυθούν τα προηγούμενα: αν και τα θέματα του Σβαν είναι ανθρωποκεντρικά, με την έννοια του ότι φωτίζουν πλευρές της ζωής απτές (ο ίδιος ο Σβαν, κοινωνικά δραστήριος, αντλεί την έμπνευσή του από την επαφή του με την τρέχουσα πραγματικότητα), ο συγγραφέας αυτός δεν εγκιβωτίζει τον κόσμο του σε προγράμματα. Η κοινωνική περσόνα των ηρώων του είναι προσχηματική. Ετσι, στην «Καταραμένη χαρά» (γραμμένη το 1987), αν και σημαίνεται από έκδηλα ρεαλιστικά στοιχεία, στην ουσία καταπιάνεται με την παθογένεια της ατομικότητας μέσα στη θλιβερή συνθήκη, όπως θα 'λεγε και ο Σαρτρ, να θεωρεί ο καθένας μας τον εαυτό του καταδικασμένο να υπάρχει. Ο ρεαλισμός της γραφής δίνει ασφαλώς λαβές για να αντιμετωπίζεις τον περιθωριακό ήρωα Λαρς μέσα στα κοινωνικά του συμφραζόμενα. Ομως, ο χειρισμός του Σβαν, εκτός των όσων είπαμε, τον αποσπά από τα συγκεκριμένα δεδομένα και τον εξαϋλώνει. Το ίδιο δεν συμβαίνει, τηρουμένων των αναλογιών, με τους ήρωες των ταινιών του Μπέργκμαν;
Οι χαρακτήρες των έργων του μεγάλου σκηνοθέτη είναι πριν απ' όλα Σουηδοί; Οχι, ασφαλώς.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε δύο κεφάλαια («Βόρντινμποργκ, 1950» και «Κοπεγχάγη, 1985»). Στο πρώτο παρακολουθούμε τον ήρωα σε νεαρή ηλικία, δόκιμο μηχανικό, να περιπλανιέται σε ένα μικρό λιμάνι της Δανίας, όπου είχε προσαράξει το εκπαιδευτικό πλοίο του. Ο Λαρς είναι μονήρης, ανίκανος να πιάσει φιλίες με τους συμμαθητές του και δεν ξέρει πώς να φερθεί απέναντι σε έναν ηλικιωμένο, κάπως εξαθλιωμένο φύλακα ενός κάστρου της περιοχής, τον Βαγκν, που ζητάει απ' αυτόν ερωτική (;) συντροφιά. Ο τελευταίος, με συγκρατημένη απελπισία, κρυμμένη πίσω από μια κοφτή αξιοπρέπεια, επιδιώκει τη συντροφιά του νεαρού. Ο Σβαν αποδεικνύεται από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου εξαιρετικά υποψιασμένος όσον αφορά έναν αφηγηματικό λόγο, του οποίου οι συγκοπές αναλαμβάνουν όλο το βάρος και το βάθος μιας αμφίθυμης ατμόσφαιρας: οι δισταγμοί του Λαρς, η αναποφασιστικότητά του μπλέκονται περίεργα με τόνους απορίας του ίδιου σχετικά με τη στάση του εαυτού του, που όπως καταλαβαίνουμε μόλις στον ορίζοντα των διαθέσεων, δεν είναι μια υπόθεση τόσο σοβαρή ώστε να υποστηριχθεί. Από εκεί ξεκινάει κάτι σαν δραματική και μαζί ιλαρή κατάσταση. Απλώς το εσωτερικό του νεαρού δεν έχει τις προϋποθέσεις για επικοινωνία, τελεία και παύλα. Ο Λαρς είναι εκτεθειμένος απέναντι σ' αυτό το δεδομένο, αλλά στα όρια της αυτοαναφοράς: μόνο με τον εαυτό του θα ανοίξει διάλογο χωρίς άλλο συμφραζόμενο, δηλαδή τους γύρω του. Από εκεί και ύστερα οι συμπεριφορές χτίζονται με βάση αυτοσχεδιασμούς και επινοήσεις της στιγμής. Το σκηνικό, λοιπόν, που στήνεται ανάμεσα στους δύο άντρες, χρωματίζεται από τις παλινωδίες και την αντιφατικότητα του Λαρς. Το τέλος της ανολοκλήρωτης σχέσης σφραγίζεται με την αποχώρηση του Λαρς.
Η παράδοξη αυτή εισαγωγή λειτουργεί στο σύνολο του κειμένου με τρόπο υπόγειο και πλάγιο. Ξαναβρίσκουμε στο δεύτερο μέρος τον ήρωα ύστερα από 35 χρόνια σε κάτι άθλια περίχωρα της Κοπεγχάγης, ρακοσυλλέκτη-παλιατζή, μέθυσο, με ένα οικογενειακό και επαγγελματικό ιστορικό θλιβερό σαν την όψη του. Χωρισμένος από τη γυναίκα του, μακριά από τα δύο παιδιά του αλλά και τους γονείς του, αποσυρμένος από το ναυτικό, κατοικεί σε ένα σαραβαλιασμένο σπίτι γεμάτο παλιοπράγματα, με συντροφιά το ποτό κι ένα μισοχαλασμένο ραδιόφωνο, να επιβιώνει οριακά πουλώντας μεταχειρισμένα αντικείμενα μέσω αγγελιών. Η εμφάνιση μιας νεαρής κοπέλας, της Λουίζ, που του ζητάει να της επισκευάσει ένα παλιό ποδήλατο, θα τον αφυπνίσει συναισθηματικά, αλλά όχι μέχρι του σημείου να αποσπασθεί από το περιχαρακωμένο εγώ του. Σε μια αποκαλυπτική συζήτηση με τον πατέρα του, ο οποίος τον εγκαλεί για την κατάντια του, εκείνος αδυνατεί να υπερασπισθεί οτιδήποτε.
Ο Σβαν αφήνει να ξετυλιχθούν με οικονομία και σε ένα ύφος ελαφρά περιπαικτικό μοτίβα της υπαρξιστικής λογοτεχνίας: π.χ., η κηδεία της μητέρας, στην οποία ο Λαρς αργεί γιατί περιμένει τη Λουίζ, θυμίζει αμυδρά τον «Ξένο» του Καμί.
Γράφτηκε ότι το χιούμορ του συγγραφέα της απαλλάσσει, κατά κάποιον τρόπο, την «Καταραμένη χαρά» από το φορτίο του μίζερου θέματός της. Ισως αυτό να είναι αλήθεια, αν το συνεκτιμήσουμε, όμως, με έναν άλλο συντελεστή: τον ανάλαφρο, τρυφερό βηματισμό της γραφής, που όταν δεν επιζητεί την ειρωνεία, λες και χαϊδεύει με φτερό τα πράγματα. Μια διαύγεια κυριαρχεί κι έτσι το ανολοκλήρωτο, το ενδιάθετο σκίρτημα παίρνει κάτι από την ηχώ παιδικού δωματίου, επουλώνοντας τραύματα κι εξαφανίζοντας οιδήματα. 'Η, έστω, καλύπτοντας τις μικρές και μεγάλες αντινομίες με ένα όμορφο λευκοπλάστ, όπως θα 'λεγε και ο Καρούζος.
Ο Σβαν κατορθώνει να σταθεί στη μέση αφήνοντάς μας με το σωτήριο δίλημμα εάν είναι συγγραφέας του πένθους ή κάποιος που απολαμβάνει με χαρά την ενότητα του κόσμου μέσα από τις αναπηρίες μας. Αντιμετωπίζοντας, ίσως, το βίο ως μοίρα επί τη προόψει του τέλους, μάλλον δεν αποποιείται των ευθυνών τού ζην, εισφέροντας στη σύνολη αυτή περιπέτεια τα δώρα της συμπάθειας και -βέβαια- της γραφής.
Στη μετάφραση έχει γίνει επιμέλεια, και επειδή δεν μπορεί κανείς να ισομοιράσει κρίσεις, λόγω του μη διασαφηνισμένου έργου που έχουν εκτελέσει μεταφραστής και επιμελητής, κατά τα ειωθότα, δεν θα γίνει λόγος για την απόδοση του κειμένου στα καθ' ημάς.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 26/07/2002
Γέραν Ζάχρισον (εφημ. Αφτονμπλάντετ, 23.10.1987)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Κάφκα σε μια επιστολή του, μας πληροφορεί ο Ελίας Κανέτι, επικρίνει ένα κείμενο συγγραφέα δηλώνοντας την απέχθειά του για τη σπατάλη των λέξεων που διαπιστώνει σ' αυτό. Ο μεγάλος Τσέχος δεν είπε, βέβαια, κάτι πρωτότυπο, όμως πολύ απλά και εύστοχα υπαινίχθηκε την αξία του ευσύνοπτου, της ανάγκης να επικοινωνούμε με μια γραφή που θα έχει χαρακτηριστικό την ακρίβεια.
Υπάρχουν, ευτυχώς, σύγχρονοι πεζογράφοι όπως ο Σουηδός Γιαν Χένρικ Σβαν (γενν. το 1959), οι οποίοι σε κερδίζουν αμέσως με την εξαιρετική εκφραστική λιτότητά τους, ας μη συμφωνείς κατ' ανάγκην με τη θεματολογία τους ή και με το εν γένει ρεαλιστικό αφηγηματικό πλαίσιο των έργων τους.
Ο Σβαν δεν μπορεί να θεωρηθεί, ας πούμε, γνήσιος απόγονος του πεισιθάνατου συμπατριώτη του Στιγκ Ντάγκερμαν, που κατέστρωσε το έργο του ως προσχέδιο για το πέρασμά του στην άλλη ζωή, αλλά συνδέεται σε γενικές γραμμές, ως κατιών, με όλη εκείνη τη μεταπολεμική σκανδιναβική συγγραφική γενιά, την επηρεασμένη μέχρι μυελού οστών από τη βόρεια υπαρξιστική παράδοση. Ο Σβαν διαφοροποιείται αρκετά από τους άμεσους προγόνους του, οι οποίοι σε κάποιο βαθμό, με διάφορους τρόπους, προσπάθησαν να σχολιάσουν και τις κοινωνικές ενοχές της εποχής τους λόγω των ιστορικών συγκυριών των μέσων του περασμένου αιώνα (ας μην ξεχνάμε ότι ο ναζισμός και η σχέση του με τα κράτη της Σκανδιναβίας βάρυνε αρνητικά στις συνειδήσεις τα μεταπολεμικά χρόνια). Ο Σβαν, ως νεότερος, δεν καταπιάνεται ευθέως με προβλήματα που άπτονται της Ιστορίας και θα ήταν μάλλον αυθαιρεσία να υποστηρίξεις ότι αντιλαμβάνεσαι από τον τρόπο καταγραφής των μυθοπλαστικών δεδομένων ότι οι ήρωές του εκπροσωπούν κάτι συλλογικότερο, μια καθολικότερη στάση κοινωνικής ζωής, πίσω από τα υπαρξιακά τους αδιέξοδα. Αυτό που γίνεται φανερό μέσα από τη γραφή του Σβαν σχετίζεται και με το πρόβλημα, την αγωνία, της (ερωτικής) επαφής: επιπλέον το «κοσμοπολιτικό» άνοιγμα της δράσης, π.χ. στο μυθιστόρημα «Η καταραμένη χαρά» (η ιστορία εκτυλίσσεται στη Δανία), οδηγεί τα σημεία προς μια θέασή τους μη «εθνική».
Ας σημειωθεί και κάτι άλλο για να ενισχυθούν τα προηγούμενα: αν και τα θέματα του Σβαν είναι ανθρωποκεντρικά, με την έννοια του ότι φωτίζουν πλευρές της ζωής απτές (ο ίδιος ο Σβαν, κοινωνικά δραστήριος, αντλεί την έμπνευσή του από την επαφή του με την τρέχουσα πραγματικότητα), ο συγγραφέας αυτός δεν εγκιβωτίζει τον κόσμο του σε προγράμματα. Η κοινωνική περσόνα των ηρώων του είναι προσχηματική. Ετσι, στην «Καταραμένη χαρά» (γραμμένη το 1987), αν και σημαίνεται από έκδηλα ρεαλιστικά στοιχεία, στην ουσία καταπιάνεται με την παθογένεια της ατομικότητας μέσα στη θλιβερή συνθήκη, όπως θα 'λεγε και ο Σαρτρ, να θεωρεί ο καθένας μας τον εαυτό του καταδικασμένο να υπάρχει. Ο ρεαλισμός της γραφής δίνει ασφαλώς λαβές για να αντιμετωπίζεις τον περιθωριακό ήρωα Λαρς μέσα στα κοινωνικά του συμφραζόμενα. Ομως, ο χειρισμός του Σβαν, εκτός των όσων είπαμε, τον αποσπά από τα συγκεκριμένα δεδομένα και τον εξαϋλώνει. Το ίδιο δεν συμβαίνει, τηρουμένων των αναλογιών, με τους ήρωες των ταινιών του Μπέργκμαν;
Οι χαρακτήρες των έργων του μεγάλου σκηνοθέτη είναι πριν απ' όλα Σουηδοί; Οχι, ασφαλώς.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε δύο κεφάλαια («Βόρντινμποργκ, 1950» και «Κοπεγχάγη, 1985»). Στο πρώτο παρακολουθούμε τον ήρωα σε νεαρή ηλικία, δόκιμο μηχανικό, να περιπλανιέται σε ένα μικρό λιμάνι της Δανίας, όπου είχε προσαράξει το εκπαιδευτικό πλοίο του. Ο Λαρς είναι μονήρης, ανίκανος να πιάσει φιλίες με τους συμμαθητές του και δεν ξέρει πώς να φερθεί απέναντι σε έναν ηλικιωμένο, κάπως εξαθλιωμένο φύλακα ενός κάστρου της περιοχής, τον Βαγκν, που ζητάει απ' αυτόν ερωτική (;) συντροφιά. Ο τελευταίος, με συγκρατημένη απελπισία, κρυμμένη πίσω από μια κοφτή αξιοπρέπεια, επιδιώκει τη συντροφιά του νεαρού. Ο Σβαν αποδεικνύεται από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου εξαιρετικά υποψιασμένος όσον αφορά έναν αφηγηματικό λόγο, του οποίου οι συγκοπές αναλαμβάνουν όλο το βάρος και το βάθος μιας αμφίθυμης ατμόσφαιρας: οι δισταγμοί του Λαρς, η αναποφασιστικότητά του μπλέκονται περίεργα με τόνους απορίας του ίδιου σχετικά με τη στάση του εαυτού του, που όπως καταλαβαίνουμε μόλις στον ορίζοντα των διαθέσεων, δεν είναι μια υπόθεση τόσο σοβαρή ώστε να υποστηριχθεί. Από εκεί ξεκινάει κάτι σαν δραματική και μαζί ιλαρή κατάσταση. Απλώς το εσωτερικό του νεαρού δεν έχει τις προϋποθέσεις για επικοινωνία, τελεία και παύλα. Ο Λαρς είναι εκτεθειμένος απέναντι σ' αυτό το δεδομένο, αλλά στα όρια της αυτοαναφοράς: μόνο με τον εαυτό του θα ανοίξει διάλογο χωρίς άλλο συμφραζόμενο, δηλαδή τους γύρω του. Από εκεί και ύστερα οι συμπεριφορές χτίζονται με βάση αυτοσχεδιασμούς και επινοήσεις της στιγμής. Το σκηνικό, λοιπόν, που στήνεται ανάμεσα στους δύο άντρες, χρωματίζεται από τις παλινωδίες και την αντιφατικότητα του Λαρς. Το τέλος της ανολοκλήρωτης σχέσης σφραγίζεται με την αποχώρηση του Λαρς.
Η παράδοξη αυτή εισαγωγή λειτουργεί στο σύνολο του κειμένου με τρόπο υπόγειο και πλάγιο. Ξαναβρίσκουμε στο δεύτερο μέρος τον ήρωα ύστερα από 35 χρόνια σε κάτι άθλια περίχωρα της Κοπεγχάγης, ρακοσυλλέκτη-παλιατζή, μέθυσο, με ένα οικογενειακό και επαγγελματικό ιστορικό θλιβερό σαν την όψη του. Χωρισμένος από τη γυναίκα του, μακριά από τα δύο παιδιά του αλλά και τους γονείς του, αποσυρμένος από το ναυτικό, κατοικεί σε ένα σαραβαλιασμένο σπίτι γεμάτο παλιοπράγματα, με συντροφιά το ποτό κι ένα μισοχαλασμένο ραδιόφωνο, να επιβιώνει οριακά πουλώντας μεταχειρισμένα αντικείμενα μέσω αγγελιών. Η εμφάνιση μιας νεαρής κοπέλας, της Λουίζ, που του ζητάει να της επισκευάσει ένα παλιό ποδήλατο, θα τον αφυπνίσει συναισθηματικά, αλλά όχι μέχρι του σημείου να αποσπασθεί από το περιχαρακωμένο εγώ του. Σε μια αποκαλυπτική συζήτηση με τον πατέρα του, ο οποίος τον εγκαλεί για την κατάντια του, εκείνος αδυνατεί να υπερασπισθεί οτιδήποτε.
Ο Σβαν αφήνει να ξετυλιχθούν με οικονομία και σε ένα ύφος ελαφρά περιπαικτικό μοτίβα της υπαρξιστικής λογοτεχνίας: π.χ., η κηδεία της μητέρας, στην οποία ο Λαρς αργεί γιατί περιμένει τη Λουίζ, θυμίζει αμυδρά τον «Ξένο» του Καμί.
Γράφτηκε ότι το χιούμορ του συγγραφέα της απαλλάσσει, κατά κάποιον τρόπο, την «Καταραμένη χαρά» από το φορτίο του μίζερου θέματός της. Ισως αυτό να είναι αλήθεια, αν το συνεκτιμήσουμε, όμως, με έναν άλλο συντελεστή: τον ανάλαφρο, τρυφερό βηματισμό της γραφής, που όταν δεν επιζητεί την ειρωνεία, λες και χαϊδεύει με φτερό τα πράγματα. Μια διαύγεια κυριαρχεί κι έτσι το ανολοκλήρωτο, το ενδιάθετο σκίρτημα παίρνει κάτι από την ηχώ παιδικού δωματίου, επουλώνοντας τραύματα κι εξαφανίζοντας οιδήματα. 'Η, έστω, καλύπτοντας τις μικρές και μεγάλες αντινομίες με ένα όμορφο λευκοπλάστ, όπως θα 'λεγε και ο Καρούζος.
Ο Σβαν κατορθώνει να σταθεί στη μέση αφήνοντάς μας με το σωτήριο δίλημμα εάν είναι συγγραφέας του πένθους ή κάποιος που απολαμβάνει με χαρά την ενότητα του κόσμου μέσα από τις αναπηρίες μας. Αντιμετωπίζοντας, ίσως, το βίο ως μοίρα επί τη προόψει του τέλους, μάλλον δεν αποποιείται των ευθυνών τού ζην, εισφέροντας στη σύνολη αυτή περιπέτεια τα δώρα της συμπάθειας και -βέβαια- της γραφής.
Στη μετάφραση έχει γίνει επιμέλεια, και επειδή δεν μπορεί κανείς να ισομοιράσει κρίσεις, λόγω του μη διασαφηνισμένου έργου που έχουν εκτελέσει μεταφραστής και επιμελητής, κατά τα ειωθότα, δεν θα γίνει λόγος για την απόδοση του κειμένου στα καθ' ημάς.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 26/07/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις