0
Your Καλαθι
Οι περιπλανώμενοι
Περιγραφή
Πέντε μοναχικοί άνθρωποι συναντώνται στους δρόμους της Στοκχόλμης. Συνδετικός κρίκος ανάμεσά τους ένας ιδιόρρυθμος οδηγός λεωφορείου, που ζητάει από τους επιβάτες να του διηγηθούν μια ιστορία.
Όλοι δείχνουν να βαδίζουν στο χείλος του γκρεμού: η Σεσίλια, μια χωρισμένη μητέρα με ένα αυτιστικό αγοράκι· η Μάρθα, μια νεαρή τσιγγάνα από την Πολωνία που έχασε τον μεγάλο της έρωτα· η Έντιτ, που μαζεύει τα γάντια που έχουν παραπέσει στα πάρκα το χειμώνα· ο άστεγος Έμιλ· ο απογοητευμένος από τη ζωή Νιλς.
Όμως, ακόμα κι όταν όλα μοιάζουν χαμένα, τα πάντα μπορούν να συμβούν. Προχωρώντας σαν υπνοβάτες, οι ήρωες πλησιάζουν ο ένας τον άλλο. Θα βρουν τελικά το ταίρι τους, θα βρουν την πατρίδα πυ ψάχνουν, ή θα προσπεράσουν ο ένας τον άλλο μέσα στη μεγαλούπολη; Με σκηνοθέτη τον οδηγό του λεωφορείου μαθαίνου πως οι συμπτώσεις της ζωής είναι το κελιδί όλων των λύσεων.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Κάθε πόλη φέρει τα ίχνη της ιστορίας της, της πολιτιστικής της παράδοσης αλλά και των πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων που λαμβάνουν χώρα εντός των ορίων της. Στον χάρτη της αποτυπώνονται οι μετακινήσεις και οι αλλαγές στη σύνθεση του πληθυσμού της, ενώ οι χώροι της πάντα αποτελούσαν σημεία μετάβασης προς ελπιδοφόρες πιθανότητες: η πόλη είναι η αρένα πάνω στην οποία μπορεί να εκδηλωθεί το τυχαίο, είναι το περιβάλλον ανάπτυξης της προσωπικής συνείδησης και ενός μεγάλου αριθμού παλλόμενων και ευμετάβλητων εντυπώσεων. Αυτοί είναι και οι λόγοι που υπήρξε γόνιμος τόπος για το σύγχρονο μυθιστόρημα, πεδίο δράσης για όλους σχεδόν τους χαρακτήρες και ιδανικό μπακγκράουντ για την αποτύπωση και καταγραφή των δοκιμασιών και των μεταβολών που αυτοί υφίστανται. Μια πόλη, όμως, δεν αποτελείται μόνο από τα ευπρεπή κτήρια, τους κεντρικούς δρόμους, τα πάρκα, τους παιδικούς και άλλους σταθμούς, αλλά και από τα σκοτεινά σοκάκια, τις υπόγειες σήραγγες, τα στέκια κάτω από τις γέφυρες, ενώ, συνήθως, πίσω από το εύτακτο εξωτερικό παρουσιαστικό που προορίζεται για τον επιπόλαιο παρατηρητή, κρύβονται τα ανήλιαγα μέρη, τα οποία της προσδίδουν και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της. Υπάρχουν οι κάδοι απορριμμάτων, τα εγκαταλειμμένα κτήρια, οι άστεγοι και τα αδέσποτα, οι μετανάστες και οι απόβλητοι, καθώς και πλήθος από μονά γάντια, χαμένες ομπρέλες, αντικείμενα και άνθρωποι που κατέληξαν στα αζήτητα -μια εδαφική περιοχή γεμάτη ευκαιρίες και απώλειες. Ανάμεσα στους εργαζομένους που καθημερινά πηγαινοέρχονται στις δουλειές τους, στους γιάπηδες και στους υπαλλήλους που κάνουν την παρουσία τους αισθητή, υπάρχουν και κάποιοι που θέλουν να ξεγλιστρούν, να περνούν απαρατήρητοι, υπάρχει το ξεχωριστό είδος των περιπλανωμένων, για τους οποίους η ασφάλεια δεν είναι το ζητούμενο, έχουν τους δικούς τους κώδικες και οι οποίοι, ίσως από συνήθεια, αναζητούν συνεχώς καινούριες εμπειρίες.
Νυχτερινό λεωφορείο
Σε αυτό το ξεχωριστό είδος ανθρώπων και στις ιστορίες τους είναι αφιερωμένο το βιβλίο του Σουηδού Γιαν Χένρικ Σβαν, φωτίζοντας στα μικρά σύντομα κεφάλαια πτυχές της πολύπαθης ζωής τους. Χρησιμοποιώντας το τέχνασμα ενός μυστηριώδους λεωφορείου που περιδιαβαίνει την πόλη της Στοκχόλμης τη νύχτα, ο οδηγός του οποίου προσκαλεί κάποιον απ' αυτούς να επιβιβαστεί για μια σύντομη βόλτα, η οποία, όπως αποδεικνύεται, είναι ένα σύντομο ραντεβού με τον εαυτό τους και μια ευκαιρία για να ειπωθούν αυτά που μόνον εν κινήσει και με τους κατάλληλους ακροατές μπορεί να εκφραστούν.
Σε πρώτο πρόσωπο ο οδηγός του μυστηριώδους λεωφορείου μάς πληροφορεί για τη συνήθειά του, τους λόγους που τις νύχτες γυρίζει τους δρόμους τις Στοκχόλμης και για την ιδιαιτερότητα των επιβατών του. Ακολουθεί η εξιστόρηση σε τρίτο πρόσωπο της ξεχωριστής ιστορίας πέντε ανθρώπων, δύο αντρών και τριών γυναικών, ενώ, συχνά, παρεμβαίνει ο οδηγός σχολιάζοντας τη διαδικασία, ως άλλος πανεπόπτης αφηγητής, που απολαμβάνει την αποστασιοποίηση του ρόλου του. Οι άνθρωποι που επιλέγει να σταθεί είναι κάποιοι μοναχικοί εκκεντρικοί, στις παρυφές του συστήματος, λίγο πριν γλιστρήσουν στο περιθώριο, αν και μάλλον βρίσκονται ήδη εκεί αλλά δεν το ξέρουν. Είναι όλοι τους, επίσης, περιπλανώμενοι κατά κάποιον τρόπο, με την έννοια της ελευθερίας που παρέχει η βεβαιότητα πως αυτός ο κόσμος είναι εκ προοιμίου αφιλόξενος, οπότε το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να μην του επιτρέψουν να τους κλέψει τις μικρές τους εμμονές, την ταυτότητά τους: οι ήρωες του Σβαν αγκιστρώνονται στα κουρέλια της ζωής τους, όπως κάποιες γριές ζητιάνες σέρνουν παντού τα υπάρχοντά τους και δεν τα εγκαταλείπουν ποτέ.
Σε σύντομα κεφάλαια μας δίδεται η καθημερινότητά τους, ο αγώνας τους να κρατηθούν στη ζωή, να εξασφαλίσουν τον επιούσιο και ένα κατάλυμα ή να διανύσουν μία ακόμα μέρα μιας εξαντλητικής ζωής. Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε μορφή επεισοδίων, ασυσχέτιστα φαινομενικά μεταξύ τους, τα οποία στο τέλος ενώνονται λόγω κάποιων κοινών στοιχείων, όπως η ίδια η πόλη και το λεωφορείο που τη διασχίζει.
Εκκεντρικοί ήρωες στο επίκεντρο
Η Εντιτ εδώ και χρόνια γυρίζει τους δρόμους και τα πάρκα της Στοκχόλμης και μαζεύει όλα τα παραπεταμένα μονά γάντια. Αυτή είναι μια πλήρης απασχόληση για την ίδια, με πλήρες ωράριο, με αποτέλεσμα να έχουν συσσωρευτεί στο σπίτι της στοίβες γαντιών, τα οποία καθαρισμένα και φροντισμένα περιμένουν τους ιδιοκτήτες τους. Ομως τα πράγματα αλλάζουν, όταν βρίσκει ένα ζευγάρι γάντια τα οποία θα πρέπει να ανήκουν σε κάποιον με γιγάντια χέρια. Εκτοτε η Εντιτ αντί για γάντια αρχίζει να ψάχνει για τα συγκεκριμένα χέρια και όταν θα τα βρει, η ζωή και των δυο τους θα μεταβληθεί προς το καλύτερο. Η Μάρθα είναι μια Πολωνέζα Τσιγγάνα, μετανάστρια που ήρθε στη Στοκχόλμη γυρεύοντας τον πατέρα της. Υστερα από ένα διάστημα σκληρής επιβίωσης διαπιστώνει πως δεν πρόκειται να τον βρει εδώ και θέλει να επιστρέψει στους δικούς της, αλλά βρίσκεται εγκλωβισμένη σε αυτή την πόλη, αναζητώντας απεγνωσμένα τρόπους εξόδου. Η Μάρθα έχοντας χάσει την πατρίδα της, έχει απολέσει την ταυτότητά της και τη γλώσσα της, η δε ύπαρξή της επιστρέφει αποσπασματικά όταν αρχίζει να λειτουργεί η μνήμη της και θυμάται θαμμένες στιγμές και χαμένες λέξεις. Η τρίτη γυναίκα είναι η Σεσίλια, μια γυναίκα με έναν καθυστερημένο γιο που τον μεγαλώνει μόνη της χωρίς βοήθεια, η ζωή της είναι γεμάτη αγωνία και συνεχή πάλη για να τα φέρει βόλτα με ένα πενιχρό επίδομα, ενώ εδώ και χρόνια το όνομά της βρίσκεται στη λίστα αναμονής προκειμένου να εξετάσουν οι ειδικοί γιατροί τον γιο της. Τα βλέμματα των ανθρώπων πάνω της είναι δυσβάσταχτα και έχει την εφιαλτική αίσθηση πως όλοι την κοιτάζουν επικριτικά. Στον ελεύθερο χρόνο της φτιάχνει χάρτινα αεροπλανάκια και τα στέλνει στον κόσμο, με μηνύματα, σαν μποτίλιες στο πέλαγος.
Οι ιστορίες των αντρών που παρεμβάλλονται είναι η ιστορία του Εμίλ και του Νιλς. Ο Εμίλ λόγω κάποιων άστοχων κινήσεων και χωρίς καλά καλά να το αντιληφθεί, χάνει τη δουλειά του και βρίσκεται στον δρόμο. Αστεγος και απένταρος, έχοντας βάλει ενέχυρο τα προσωπικά του αντικείμενα, παίρνει μέρος, από μια αστεία σύμπτωση, σε ένα τηλεριάλιτι, όπου του προσφέρονται, προσωρινά, κατάλυμα και φαγητό. Η απρόσμενη δημοσιότητα και προβολή σε αντίθεση με την απόλυτη ένδεια, που είναι η κατάστασή του, τον τρελαίνουν.
Ο δεύτερος χαρακτήρας είναι ο Νιλς, ο άντρας που εγκατέλειψε τη Σεσίλια όταν ανακάλυψε πως ο γιος τους έχει πρόβλημα, μια «μονοκύτταρη αμοιβάδα», που δυσκολεύεται να μείνει σε σχέσεις για πολύ, ο οποίος όταν συναντάει τη γυναίκα που βρήκε τα γάντια του, δηλαδή την Εντιτ, παρότι εκείνη είναι κάποιες δεκαετίες μεγαλύτερή του, χαλαρώνει και μαζί της ανακαλύπτει τον απόλυτο, αδιαπραγμάτευτο, έρωτα.
Λίγο μετά το όριο
Οι άνθρωποι αυτοί κάποια οριακή στιγμή ανεβαίνουν στο λεωφορείο και αφηγούνται, ύστερα από παρότρυνση του οδηγού, την κατάστασή τους, με αποτέλεσμα να μην είναι οι ίδιοι κατά την αποβίβαση. Από τη στιγμή που θα αρθρώσουν το πρόβλημά τους και θα ομολογήσουν τα αδιέξοδά τους, βρίσκονται πλέον κοντά στην επίλυσή του, ικανοί να πλευρίσουν τον κατάλληλο άνθρωπο. Από τη στιγμή που θα παραδεχτούν πως θέλουν κάπου να ακουμπήσουν και πως αυτό είναι επείγον, τότε θα βρεθεί ο άνθρωπος ή ο δρόμος που χρειάζονται. Κατεβαίνουν με την επίγνωση της απελπισμένης ανάγκης τους για έναν φίλο ή σύμμαχο και αυτή η παραδοχή τούς φέρνει και στη ζωή τους.
Ο άνθρωπος του λεωφορείου δεν εμφανίζεται, δεν μαθαίνουμε ποτέ ποιος είναι, παραμένει μια σκιώδης παρουσία, το λεωφορείο δεν έχει αριθμό και δεν υπάρχει τρόπος να εντοπιστεί, εκτός κι αν ο οδηγός από μόνος του αποφασίσει να σταματήσει. Οι επιβάτες του είναι οι ψηφίδες της πόλης, οι περιπλανήσεις τους και οι περιπέτειές τους σχηματίζουν τον πραγματικό της χάρτη. Ο οδηγός του, όπως και ο συγγραφέας, τους καθοδηγεί, σχολιάζει τη γλώσσα του σώματός τους, τις κινήσεις και τις σκέψεις τους, τις ανάγκες και τις επιθυμίες των επιβατών του, οι οποίοι, παρότι ευάλωτοι, είναι αθώοι και ειλικρινείς σαν παιδιά. Εχοντας εγκαταλείψει τις επιστρώσεις του πολιτισμού και τις περιοριστικές άμυνες, χαράζουν τις δικές τους διαδρομές, χαρίζοντας στην απρόσωπη πόλη ένα ανθρώπινο, φωτεινό πρόσωπο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 19/10/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις